Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 46

"Ποιήματα" του Ουμπέρτο Σάμπα

Ποιήματα, ανθολογία, Ουμπέρτο Σάμπα, μτφρ. Θεοδόσης Κοντάκης, εκδόσεις Βακχικόν 2019

 

Τα δύο σονέτα που ακολουθούν ανήκουν στην έμμετρη αυτοβιογραφία (Autobiografia) που δημοσίευσε ο μεγάλος Ιταλός ποιητής το 1923-24. Ο Σάμπα «έκλεισε» σε έναν κύκλο από δεκαπέντε σονέτα τα πρώτα σαράντα χρόνια του βίου του.

Μέσα στο ογκώδες έργο ενός κατεξοχήν αυτοβιογραφικού ποιητή, όπως ήταν ο Σάμπα, η ποιητική αυτή αυτοβιογραφία έχει βαρύνουσα σημασία. Στα δεκαπέντε αυτά σονέτα, ο ποιητής αναλύει εξονυχιστικά τις αντιθέσεις που σημάδεψαν τη ζωή του, ξεκινώντας από τα πρώτα παιδικά του χρόνια, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζει την πορεία της διαμόρφωσής του ως ποιητή: για τον Σάμπα, ο βίος και το έργο είναι ένα αξεχώριστο σύνολο.

Το «κλειδί» της διαμόρφωσής του είναι η τραγική αντίθεση ανάμεσα στη μελαγχολική, ενοχική μητέρα και στον ανέμελο, περιπλανώμενο πατέρα: ο ίδιος τονίζει πως η αντίθεση αυτή γονιμοποίησε την ποιητική του σκέψη, την παιγνιώδη και συνάμα ποτισμένη από μελαγχολία έμπνευσή του. Με το σημαντικό αυτό κείμενο, εξάλλου, ο Σάμπα αφήνει πίσω του τη νεανική φάση της ποίησής του και εισέρχεται στην περίοδο της δημιουργικής ωριμότητας.

Έτσι, τα δύο σονέτα που μεταφράζονται εδώ αποτελούν μια πρόγευση για την έκδοση -για πρώτη φορά στην Ελλάδα- ποιημάτων του Σάμπα σε αυτόνομο τόμο, η οποία επικεντρώνεται στο ώριμο έργο του. Πρόκειται, λοιπόν, για το πρώτο, εισαγωγικό, σονέτο και για το τρίτο στη σειρά, το οποίο παρουσιάζει με αφοπλιστική εξομολογητική διάθεση τη σχέση του με τους γονείς του: ξεκινώντας με τον αναπάντεχο στίχο «ο πατέρας ήταν για μένα “ο δολοφόνος”», το ποίημα αυτό είναι από τα πιο διάσημα του σπουδαίου Ιταλού.

**

Μέσα σε εικόνες λύπης μαρτυρικές
ξοδεύτηκε η νιότη μου η θλιβερή∙
η τέχνη μου τις έκανε για τους άλλους ηδονικές
σαν μια γαλήνια βουνοπλαγιά χλωρή.

Ίσως δε θα ’πρεπε τον πόνο μου ολάκερο να πω,
κι ούτε οι ρίμες μου οι χαρωπές το πεθυμούν.
«Όλα τούτα πίσω μου ας τ’ αφήσω, να ξαναγεννηθώ»:
όποιον τέτοια μέσα του λέει, κείνες τον αγαπούν.

Να ζήσω δίχως το πολυπόθητο στεφάνι
κατάφερα, μόνος εγώ, απ’ τους ποιητές στην Ιταλία∙
μήτε κι αυτό δεν μπόρεσε την ψυχή μου να κάμψει.

Σα νιώσω αδυναμία, το κουράγιο μου να χάσω δε με κάνει.
Η περηφάνια είν’ η πιο φίνα μου ανθρώπινη αμαρτία.
Όταν βραδιάσει, μονάχα τότε η μέρα μου θα λάμψει.

*

Ο πατέρας ήτανε για μένα «ο δολοφόνος»,
ώσπου τον γνώρισα σαν έφτασε ο εικοστός μου χρόνος.
Αμέσως είδα πως εκείνος ήταν ένα μικρό παιδί
κι ότι το δώρο που μου έλαχε είχε απ’ αυτόν αποκτηθεί.

Είχε στην όψη του το βλέμμα μου το γαλανό,
ένα μειδίαμα -και μες στη θλίψη- γλυκό και πονηρό.
Σαν προσκυνητής τον κόσμο τον περπάτησε∙
περισσότερο από μια γυναίκα τον έθρεψε, τον αγάπησε.

Ήταν αλαφρύς και χαρωπός∙ η μητέρα
ένιωθε τα βάρη της ζωής απανωτά.
Εκείνος της εξέφυγε σαν μπαλόνι απ’ την παλάμη.

«Μη μοιάσεις -προειδοποιούσε- του πατέρα.»
Κι εγώ αργότερα το κατάλαβα μέσα μου βαθιά:
ήτανε δυο ράτσες σ’ αρχέγονη διαμάχη.