Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 46

Γκένριχ Σαπγκίρ: Εκείνοι οι οποίοι

Μεταφράζει η Ελένη Κατσιώλη

Ο Γκένριχ Βενιαμίνοβιτς Σαπγκίρ (1928-1999) άρχισε με παιδική ποίηση. Ανήκει στο γκρουπ Λιανόζοφσκι στο οποίο συμμετείχαν ποιητές και ζωγράφοι αντεργκράουντ. Το γκρουπ δημιουργήθηκε στο τέλος του 1950 και ονομάστηκε έτσι από τον σταθμό του τρένου Λιανόζοβο που βρισκόταν κοντά στο σπίτι όπου συγκεντρώνονταν. Ο ίδιος χαρακτηρίζει τη δουλειά του μεταμοντέρνα και γκροτέσκα.

**

Σήμερα είμαι εντελώς διαφορετικός, είμαι ένας πρωινός και λογικός τύπος. Έτσι ήμουν χθες; Για κάπου ορμούσα. Όλο ανησυχούσα, καιγόμουν, οι σκέψεις μου στριμώχνονταν σαν κοτόπουλα σε κουτί. Έβγαλα ακόμα και το αυτοκίνητο απ’ το γκαράζ. Σαν κάποιος κάπου να με περίμενε και ήταν απολύτως αναγκαίο να τον σώσω από μια συμφορά ή απλά να ιδωθούμε. Δεν ξέρω, μπορεί να πήγα σε άλλη πόλη και ν’ απόμεινε εδώ η ανάμνησή μου μόνο.

Και πριν δύο ημέρες, κάπου έτρεχα βιαστικά στη βροχή, ακόμα και σε καυγά μπλέχτηκα, να και η μελανιά στο μάγουλο, αλλά οι δικοί μου λένε ότι ολόκληρο το βράδυ δεν βγήκα από το σπίτι.

Βλέπω συχνά τον εαυτό μου απ’ έξω, ιδίως σε διάφορες υπηρεσίες, στα γκισέ, στις δερμάτινες πολυθρόνες, στο τηλέφωνο. Το δέρμα, το βερνίκι και το πλαστικό μυρίζουν ευχάριστα. Κλείνω κάποιες συμφωνίες και, όπως φαίνεται, με επιτυχία. Να, παίζω στα χέρια μου ένα σκούρο πορτοφόλι από σεβρό σαν μετάξι. Όμως αν κοιτάξεις δεν υπάρχει. Τελικά, περνάω με τον προαστιακό από ένα δάσος με σημύδες.

Ωστόσο, μπορεί να μου συμβαίνει κάτι που εγώ ο ίδιος δεν το παρατηρώ. Γι’ αυτό αποφάσισα να με παρακολουθήσω.
... Σαν να με ξύπνησε ένα χτύπημα τηλεφώνου. Ήρεμα, χωρίς να βιάζομαι, σηκώνω το ακουστικό: είναι εκείνη! Είναι δικιά της η φωνή!
... Και αμέσως βρέθηκα εκεί, ανάμεσα στους υπολογιστές, τα τραπέζια και τα φλιτζάνια του τσαγιού. Εδώ είναι πάντα δροσερά, τα σκούρα κουτιά των κλιματιστικών ασχημίζουν τα παράθυρα.

Κι εγώ, «εκείνος ο οποίος» βρέθηκα εδώ, ανάμεσα στους υπολογιστές, τα γραφεία και τα φλιτζάνια του τσαγιού, την είδα: εκείνη, φυσικά, μιλάει στο τηλέφωνο. Αλλά είναι διαφορετική -είναι ακόμα ασαφής- έσκυψε το κεφάλι, ανασήκωσε τις βλεφαρίδες, με είδε και αποχωρίστηκε από τον συνομιλητή της, αποκτώντας, αποσαφηνίζοντας τα χαρακτηριστικά της: ωραίο μεγάλο μέτωπο, οικεία λαμπερά μάτια, με αυτή τη λεπτή ειρωνεία –όρμησε αυθόρμητα πάνω μου.

Εγώ, «εκείνος ο οποίος», μετακινήθηκα πίσω, στον διάδρομο. Θα έλεγα ότι δεν είναι καλό, αν οι συνάδελφοι προσέξουν κάτι το αφύσικο σε αυτό που συμβαίνει. Η μια Βέρα μιλάει στο τηλέφωνο, ενώ η άλλη Βέρα κοντά στην πόρτα ερωτοτροπεί με έναν άγνωστο άνδρα.

Χωρίς να πει ο ένας στον άλλον ούτε μια λέξη, περάσαμε γρήγορα στο βάθος του διαδρόμου, στρίψαμε στο σκοτεινό καπνιστήριο: κανένας.

Με αγκάλιασε και τύλιξε επάνω μου όλο της το σώμα όπως την προηγούμενη φορά. Ένοιωθα πίσω απ’ το κεφάλι μου, ότι μπορεί να εμφανιστεί κάποιος. Αλλά ακόμα και χωρίς να προσέχω, χωρίς να κοιτάζω πίσω, χωρίς να αντιλαμβάνομαι ποιοι είμαστε, τι είμαστε, πού είμαστε, γίναμε ένα: χείλη που γνωρίζουν άλλα χείλη, γλώσσες που μπλέκονται ανυπόμονα και σπρώχνουν η μία την άλλη, ουρανίσκος έτοιμος για σύλληψη...

- Με συγχωρείς, με καλούν. Είναι επείγον. Θα σε πάρω μετά. Συγνώμη.

Αυτό ήταν. Ούτε να κλείσουμε ραντεβού δεν προλάβαμε. Και εκείνα όλα ακόμα έκαιγαν και έτρεμαν –και τα χείλη, και οι γλώσσες, και η ψυχή, μην ξέροντας πώς να ξεκολλήσουν από το κοινό πεπρωμένο...

Ελπίζω, πως εμείς «εκείνοι οι οποίοι», προλάβαμε να επιστρέψουμε. Επειδή μόλις τοποθέτησα το ακουστικό, οι σκέψεις μου αποστασιοποιήθηκαν. Από εμένα φτερούγισε ο «αγγελιοφόρος» και, σαφώς νεώτερος, διέφυγε στο μακρινό παρελθόν που εμείς οι άλλοι οι διαφορετικοί, «εκείνοι οι οποίοι» μόλις γνωρίστηκαν.