Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 46

"Σάμα" του Αντόνιο ντε Μπενεντέτο

Γράφει η Θεοδοσία Καϊδόγλου

Ο Σάμα ήρθε πάνω σ’ ένα βαρύ και πηχτό κενό, σε μια απώλεια επιθυμίας, όταν δεν μπορούσα να βρω έναν σπινθήρα στην ανάγνωση, εκεί που είχαν τερματίσει, όπως φοβόμουν και εσφαλμένα πίστευα, οι γνωστοί δρόμοι και είχαν εξαντληθεί οι δοκιμασμένοι τρόποι του ενθουσιασμού και της έξαψης που σου προσφέρει ένα ξεχωριστό βιβλίο. Είναι αυτός ο φίλος που καταφθάνει την στιγμή που τον χρειάζεσαι και δίχως να του πεις κάτι, δίχως να του φανερώσεις την δίψα σου, ανοίγει από το πουθενά πηγές στα ξεροβούνια.

Ούτε που τον ήξερα τον Αντόνιο ντι Μπενεντέτο, ούτε που τον είχα ξανακούσει. Είναι από κείνες τις περιπτώσεις των σεμνών συγγραφέων που δεν μπερδεύονται στους λογοτεχνικούς κύκλους της πρωτεύουσας με σκοπό να γίνουν διάσημοι, αλλά κλείνονται στο σπίτι τους, στην μικρή τους πόλη, παίρνουν μια ολιγοήμερη άδεια από τη δουλειά και γράφουν αυτό που σιωπηλά θα ανασαίνει δίχως παύση στον χρόνο και κάποτε η πνοή του θα γίνει άνεμος ζωής και μάσκα οξυγόνου για μας τους υπόλοιπους.

Δεν προτιμώ, το ‘χω ξαναπεί, τα ιστορικά μυθιστορήματα και το Σάμα είναι αυτό που θα τολμούσε να πει κανείς ιστορικό μυθιστόρημα απ’ την ανάποδη όμως. Μπορεί να ξεκινάει με τέτοια πρόθεση ή τέλος πάντων η αρχική σύλληψη να ήταν αυτή για να διακαιολογήσουμε και την ενδελεχή έρευνα του συγγραφέα πριν γράψει την πρώτη γραμμή, αλλά αμέσως όλα αυτά παραμερίζονται και γίνονται μόνο το περιβάλλον στο διάβα ενός ήρωα που συναρπάζει.

Ένας άνδρας με επίφοβη ψυχική ισορροπία, κλονισμένη αυτοπεποίθηση, μεταπτώσεις ως προς τη θέαση των άλλων και του εαυτού του, με άσβεστη την φλόγα των επιθυμιών, αξιωματούχος του ισπανικού στέμματος στην Παραγουάη στα τέλη του 18αιώνα, εμπλέκεται σ’ ένα ατέρμονο κι επικίνδυνο σπιράλ προσμονής όπου οι ρόλοι του δυνατού και του αδύναμου εναλλάσσονται ανάλογα με τις ανατροπές που είναι πολλές, όμως ουσιαστικά δεν μεταβάλλεται τίποτα.

Ο Σάμα περιμένει. Δέκα ολόκληρα χρόνια περιμένει μια μετάθεση που θα τον φέρει κοντά στην σύζυγό του Μάρτα, στα παιδιά του, στην μητέρα του, σε όλα όσα είναι τόσο ποθητά και τόσο μακρινά ταυτόχρονα. Αυτός ο ονειροπόλος άνδρας που αναζητά μάταια την άγνωστη ταξιδιώτισσα που έρχεται με το πλοίο να τον συναντήσει, είναι ερωτευμένος με τον έρωτα, με το καινούργιο, με την περιπέτεια της καρδιάς και ταυτόχρονα σφιχτά δεμένος με το παρελθόν και τις προσδοκίες για ένα μέλλον που αρνείται πεισματικά να έρθει. Το παρόν είναι μια διαρκής αγωνία και απώθηση, μετάθεση χαράς, πάλη διευθέτησης κι επαναπροσδιορισμού προσωπικών ορίων, μια βασανιστική διαδρομή δίχως σαφή πορεία. Η συζυγική πίστη και αγάπη αποτελούν σταθερά ένα καταφύγιο παρηγοριάς, όταν οι απόπειρες να σιγάσει τους σαρκικούς πόθους και να συνδεθεί με κάποια άλλη αποτυγχάνουν η μια μετά την άλλη, αφήνοντάς τον απομονωμένο και κλεισμένο στους λογισμούς του. Στην δεύτερη φάση της εξιστόρησης προκύπτει η έντονη ανάγκη του Σάμα να ξαναγίνει πατέρας, να πλάσει μέσω της πατρότητας έναν Θεό όπως τον επιθυμεί, στοργικό και προστατευτικό με τα τέκνα του. Αλλά και σ’ αυτήν την περίπτωση απομακρύνεται σταδιακά από τον γιο του, όπως ακριβώς και ο δημιουργός από το δημιούργημα.

Ο δρόμος προς την αβεβαιότητα κατακλύζεται από μία και μόνη βεβαιότητα: παντού, σε όποιον τόπο, οι προοπτικές θα είναι ίδιες. Κάποιος όμως έχει χρέος να κάνει κάτι για εκείνον που ζει με την προσμονή. Να πει την αλήθεια και ένα ειλικρινές όχι στις προσδοκίες. Κανείς δεν το κάνει αυτό για τον Σάμα. Σε τούτη την δεκάχρονη επιμονή άνδρες και γυναίκες ενισχύουν τον διχασμό και τροφοδοτούν την αναμονή. Σταδιακά μέσα στην πραγματικότητα διεισδύει η φαντασία και ο Σάμα απομακρύνεται ακόμη περισσότερο από το κέντρο του εδώ και του τώρα. Αποτραβιέται στις παρυφές της πόλης, σ’ ένα σπίτι δαιδαλώδες όπως ο ψυχισμός του. Στους διαδρόμους, πίσω από παράθυρα και σκοτεινούς κήπους εμφανίζονται θηλυκές μορφές σαν οπτασίες με τις οποίες ο Σάμα επιδιώκει να συναντηθεί. Παγιδεύεται. Βουτηγμένος στο περιθώριο, πλημμυρισμένος από το αίσθημα του αδικημένου, του εξαπατημένου, συχνά με εμφανή την εμμονή της καταδίωξης, μόνος, περιφέρει την πικρία εκείνου που δεν λαμβάνει την αναγνώριση που του πρέπει και επιχειρεί με μια ύστατη αποτυχημένη προσπάθεια, στην τρίτη φάση της αφήγησης, να κερδίσει χαμένο έδαφος και χρόνο.

Όλα τελειώνουν μ’ έναν άδοξο και παράλληλα μ’ έναν ένδοξο τρόπο. Το ξανθό αγόρι, ένα αινιγματικό πλάσμα, που παρουσιάζεται κατά τις δύσκολες στιγμές στη ζωή του, βρίσκεται δίπλα του στο τέλος σαν τη φωνή της συνείδησης. Εκείνος με καμένες παλάμες, δίχως δάχτυλα στα χέρια, δίχως ένα δάχτυλο ελπίδας πια να του δείχνει μακρινούς κι άπιαστους ορίζοντες, χωρίς την παραμικρή αυταπάτη να τον αποσπά, ομολογώντας πως δεν έχει μεγαλώσει ακόμα, παραδίνεται στο παρόν της ζωής, μιας ζωής δίχως προοπτικές και δίχως ελάχιστη προσδοκία.

Αν είχα χρήματα, θα είχα αγοράσει όλα τα Σάμα της αγοράς και θα τα μοίραζα ένα ένα, πόρτα πόρτα, όπως έκαναν παλιά με τα ψηφοδέλτια.

Το Σάμα είναι ένα βιβλίο τριγμός και δόνηση, με συντάραξε σύγκορμη, είδα τα θύματα της προσμονής γύρω μου, δίπλα μου, σε μένα την ίδια.

Μου γεννήθηκε κάτι ακραίο. Θα ήθελα μ’ έναν εντελώς αντιδημοκρατικό τρόπο να σας αναγκάσω να το διαβάσετε. Αλλά επειδή δεν γίνεται αυτό, σας παρακαλώ, διαβάστε το. Μπορεί να πάψετε να περιμένετε και να ξεκινήσετε να ζείτε. Μπορεί πάλι να μη γίνει τίποτα απ’ αυτά. Αλλά είμαι βέβαιη, βέβαιη, βέβαιη πως ό, τι άλλο κι αν δεν συμβεί, ένα θα συμβεί σίγουρα. Δεν θα μπορείτε να αποχωριστείτε αυτό το βιβλίο, δεν θα θέλετε να τελειώσει, θα λατρέψετε την ευγένεια της γραφής, το σαγηνευτικό ύφος, την εσωτερική του ένταση και την παθιασμένη ατμόσφαιρα, μια ατμόσφαιρα δοσμένη αριστουργηματικά που θα σας μαγέψει. Μην περιφρονείτε αυτήν την σπάνια λογοτεχνική φωνή, ακούστε την, δώστε της αυτό που της αξίζει.