Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 46

Θεόδωρος Πάλλας: Ο σκαφτιάς

photo © Στράτος Προύσαλης

Ο Χρηστάρας είναι σκαφτιάς. Λημεριάζει τις ώρες δουλειάς σε έναν παχύ ίσκιο κυπαρισσιών ή σε μιαν κόχη τον χειμώνα, στο εκκλησάκι του νεκροταφείου. Ανοίγει τάφους. Όλα τα γραφεία τελετών και οι υπάλληλοι του νεκροταφείου τον γνωρίζουν. Αν τον βρουν στη μονιά του του δίνουν δουλειά. Εξωτερικός συνεργάτης μπορείς να πεις. Μόνον ανοίγει λάκκους. Μήτε το φέρετρο δύναται να ακουμπήσει, μήτε τον νεκρό να αντικρίσει. Φοβάται. Δεν έχει μεγάλες απαιτήσεις μηδέ κασέ. Ότι προαιρείται ο καθένας του ακουμπά στο χέρι.
«Άνοιξα τον λάκκο. Ξαπόστασα λιγάκι πάνω στο φρέσκο χώμα. Κάποια σβόλια έτριψα. Σήκωσα το χέρι. Μύριζε πεθαμενίλα. Πήγα να πλυθώ. Κάτι με έτρωγε. Ξαναγύρισα. Για να διω αν τα τοιχώματα ήταν καλά. Κάθετα. Αν χωρούσε η κάσα. Εκεί τον είδα. Ήταν με τις κάλτσες. Χειμωνιάτικες και τριμμένες. Το πανταλόνι, όσα μπαλώματα και να είχε, δεν μπορούσαν να κρύψουν τα σχισίματα. Ένα φαρδύ σακάκι κι ένα κασκόλ γυρισμένο στον λαιμό του. Τα μάτια δεν φαινόταν. Τα έκρυβαν πυκνά και τεράστια φρύδια. Ένα βιολί είχε. Έπαιζε. Τα λόγια του δεν ήταν τραγούδι. Τίποτα δεν ακουγόταν. Στον ώμο του ένας παπαγάλος. Ακίνητος. Ωσάν ψεύτικος. Ριγμένο κάτω το καπέλο του. Γυρισμένο να δέχεται κέρματα. Κι ένα κλουβί. Δυο τριαντάφυλλα σκαλωμένα στην ανοιχτή του πόρτα. Το ένα κοτσάνι σκαρφάλωνε ψηλά και το τριαντάφυλλο πιανόταν ολάνθιστο στο τσιγκέλι. Το άλλο έπεφτε κάτω. Μαραμένο το κοτσάνι, το τριαντάφυλλο νεκρό. Σαν το ένα να έπιανε τον ουρανό και το άλλο τον Άδη. Εκείνος καθόταν πάνω στα χώματα. Λιγάκι πίσω και κάπως δίπλα του είδα το κορίτσι. Θα ταν δέκα;
-Τι κάνετε; Του λέω
-Μιας και δεν μας δίνουν οι ζωντανοί είπαμε να ρθούμε στους πεθαμένους, μου λέει. Κοροϊδευτικά.
-Φύγετε, του κάμω, σε λίγο θα ‘ρθουν.
-Γι’ αυτούς ήρθα, μου λέει. Σοβαρός.
-Πιστεύεις πως έχουν όρεξη για ελεημοσύνες;
-Δεν ζητώ. Θα δώσω.
Τον κοίταξα παραξενεμένος.
-Θα δώσω στον νεκρό οβολό. Θα τον συνοδεύσει στον άλλον κόσμο. Το εισιτήριό του.
Θόρυβος από αυτοκίνητο, ένα μικρό κλάμα και κάποιες φωνές. Γύρισα να δω.
-Φύγετε, είπα. Σαν γύρισα το βλέμμα είχαν εξαφανιστεί. Λες και ο θόρυβος άνοιξε ένα πέρασμα στην ατμόσφαιρα και τους κατάπιε».
Αυτά μου έλεγε ψες ο Χρηστάρας. Βρομοκοπούσε τσίπουρο.
-Δεν ήμουν έτσι, μου πέταξε. Νηφάλιος ήμουν.
-Νηφάλιος είσαι και τώρα, του κάμω.
«Ήρθαν, συνέχισε. Δυο τρία αυτοκίνητα, μην θαρρείς. Το ένα αγροτικό. Στην καρότσα του το φέρετρο. Και τρεις τέσσερις από πίσω. Μεγάλοι. Τα ρούχα τους θρύψαλα. Όσο και να προσπαθούσαν να σταθούν καλά, η φτώχια τα ξέφτιζε.
Κούρνιασα από τον φόβο. Τρέμω τους νεκρούς. Κατέβασαν το φέρετρο. Πως είδα μέσα του; Κάτι με τράβηξε. Ήταν ο γέρος. Με το βιολί. Το βιολί ήταν πάνω στον νεκρό. Ένας παπαγάλος είχε καθίσει στον ώμο του νεκρού. Δεν έφευγε. Προσπαθούσαν να τον φοβήσουν. Μετά να τον τραβήξουν. Ο παπαγάλος ακίνητος. Γαντζωμένος στη σωρό. Οι νεκροθάφτες σήκωσαν με απορία τους ώμους. Έκλεισαν το καπάκι με τον παπαγάλο μέσα. Ο παπάς έριξε χώμα.
Ένιωσα ένα τράβηγμα στο μανίκι. Το κορίτσι! Κρατούσε το κλουβί στο χέρι. Το ένα τριαντάφυλλο σκαρφαλωμένο, το άλλο γερμένο. Νεκρό. Δίπλα στο κορίτσι ένα ντέφι. Και το καπέλο του νεκρού. Δυο τρία νομίσματα κάτω του πεταμένα.
Το κορίτσι με κοίταζε επίμονα.
-Είδες; Μου λέει. Και τράβηξε πίσω από αυτούς που συνόδευσαν τη σωρό».
Ο Χρηστάρας με κοίταξε. Όχι για να με πείσει ή να πειστεί ο ίδιος, αλλά για να το πάρει απόφαση.
«Έτσι έγιναν, μουρμουρίζει».
Πάνω από το τσίπουρο που γεμίζει τον αέρα κοιτώ στο απέναντι πεζοδρόμιο. Μια πιτσιρίκα με ένα κλουβί στο χέρι. Δυο τριαντάφυλλα, το ένα κίτρινο να σκαρφαλώνει ψηλά, το άλλο μαύρο να γονατίζει προς τη γη. Δίπλα της ένα καπέλο. Αναποδογυρισμένο. Δυο τρία νομίσματα έξω του αντανακλούν τις ακτίνες του ήλιου. Ένα ντέφι στα πόδια. Με κοιτά. Κάτι λέει.
-Είδες; Μου κάνει.
Μαζεύει το ντέφι, το καπέλο. Τα νομίσματα δεν την ενδιαφέρουν. Φεύγει προς τη γωνιά. Θέλω να τρέξω. Τα πόδια μου βαριά μένουν πάνω στην απορία μου.

 

*Τελευταίο βιβλίο: "Η σιωπή των τύψεων" (μυθιστόρημα, εκδόσεις Ανάτυπο 2017).