Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 46

Νίνα Κουλετάκη: "Η τέχνη είναι η μόνη που μπορεί να σώσει τον άνθρωπο"

Συνέντευξη στη Χρυσάνθη Ιακώβου

Η Νίνα Κουλετάκη μιλά για το νέο της βιβλίο "Μικρά Μνημόσυνα" (Εκδόσεις Bibliothèque, 2018), για την λογοτεχνική παραγωγή στις μέρες μας και για το ρόλο της τέχνης στη σημερινή κοινωνία.

Κυρία Κουλετάκη, πείτε μου μερικά λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο "Μικρά Μνημόσυνα".
To «Μικρά Μνημόσυνα» είναι ένα «μαύρο» βιβλίο, αλλά καθόλου απαισιόδοξο. Μάλλον έχει το χρώμα του μαύρου της νύχτας που, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να είναι και μπλε. Στο βιβλίο εναλλάσσονται οι συζητήσεις μιας γυναίκας με τον ψυχίατρό της ή τον ψυχαναλυτή της, με την καταγραφή των ονείρων της και σκόρπιες σημειώσεις της. Μιλά για ό,τι αγαπά θανατερά και ό,τι μισεί, θανατερά επίσης. Μιλά για ό,τι έχει πεθάνει (ανθρώπους, έρωτες, πεποιθήσεις, ιδεολογίες, αυταπάτες), αλλά και για όλα όσα μπορούν ν’ αναστηθούν ή ν’ αναγεννηθούν από τις στάχτες τους. Αναπόσπαστο κομμάτι του βιβλίου (θα ήταν λειψό χωρίς αυτά) είναι οι «περίεργες ζωγραφιές» του Γιώργου Παπαθεοδώρου, πολυαγαπημένου παιδικού φίλου και συμμαθητή, κοσμήτορα της Σχολής Θετικών Επιστημών και καθηγητή στο Τμήμα Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών.

Τι είναι αυτό που θέλατε να εκφράσετε μέσα από το συγκεκριμένο βιβλίο; Και γιατί επιλέξατε τη συγκεκριμένη μορφή, αυτή δηλαδή των μικρών κειμένων με περιεχόμενο κατά κύριο λόγο συμβολικό, εξομολογητικό, φιλοσοφικό ίσως, ακόμα και σουρεαλιστικό σε κάποιες περιπτώσεις;
Σκέψεις και συναισθήματα κάθε είδους: έρωτα, αγάπης, θυμού, θλίψης, χαράς, πόνου, ελπίδας. Το είδος των κειμένων καθόρισε και την έκτασή τους: οι συνεδρίες με τον θεραπευτή είναι συγκεκριμένης διάρκειας, τα όνειρα επίσης, οι σκόρπιες σκέψεις το ίδιο. Θα ήταν φλύαρο και ανούσιο να «τραβήξουν» σε έκταση μεγαλύτερη από το απαραίτητο και αναγκαίο. Όσο για το περιεχόμενο, δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς: οι συνεδρίες είναι εξ ορισμού εξομολογητικές και –ενίοτε- φιλοσοφικές, τα όνειρα συμβολικά και –κατ’ εξοχήν- σουρεαλιστικά, οι σκόρπιες σκέψεις καλύπτουν όλο το φάσμα.

Σας είχαμε συνηθίσει ως συγγραφέα να κινείστε στο χώρο της αστυνομικής κυρίως λογοτεχνίας. Πώς έγινε η μετάβαση από την αστυνομική λογοτεχνία σε ένα λογοτεχνικό έργο σαν τα "Μικρά Μνημόσυνα";
Εύκολα. Ξέρετε, για εμένα ο συγγραφέας πρέπει να είναι όπως ο ηθοποιός. Όπως ο δεύτερος πρέπει να είναι σε θέση να παίξει τα πάντα –με τα εφόδια και τα όπλα που του παρέχει η τέχνη του-, έτσι κι ο πρώτος πρέπει να μπορεί να γράψει τα πάντα, με τα εφόδια και τα όπλα που του παρέχει η δική του. Ενώ θεωρώ την εξειδίκευση στην επιστήμη αναγκαία για την εξέλιξή της, στην υποκριτική και στη λογοτεχνία την θεωρώ παγίδα. Όπως ένας ηθοποιός κινδυνεύει να εγκλωβιστεί σε μια μανιέρα και να παίζει συνεχώς τον ίδιο ήρωα με διάφορες μικρές παραλλαγές, καταλήγοντας να τυποποιηθεί σε συγκεκριμένο ρόλο (του κακού, του αφελή, του γόη κ.λ.π.) και να φτάσει να μη με αφορά ως θεάτρια, έτσι κι ο συγγραφέας που «εξειδικεύεται» σε ένα μόνο είδος πεζογραφίας (μιλάω αποκλειστικά για πεζογραφία, η ποίηση είναι άλλη, ξεχωριστή περίπτωση), κάποια στιγμή θα πάψει να με αφορά ως αναγνώστρια. Προσωπικά, ως γραφιά, μ' αρέσει να δοκιμάζομαι σε διάφορα. Έτσι υπάρχει η αρθογραφία σε περιοδικά αλλά και στα δύο μου ιστολόγια (το προσωπικό https://ninacouletaki.wordpress.com/ και το μονοθεματικό, εγκληματολογικού περιεχομένου https://eglima.org/). Επίσης –από τα μέχρι στιγμής εκδοθέντα- υπάρχει το άρθρο μου «Οι γυναίκες στο έργο του Γιάννη Μαρή» στο συλλογικό βιβλίο «18 κείμενα για τον Γιάννη Μαρή» από τις Εκδόσεις Πατάκη, τα αστυνομικά διηγήματα «Μια ιστορία απ' την Ακτίνα Δ’» (Συλλογικός τόμος «Είσοδος κινδύνου», Εκδόσεις Μεταίχμιο), «Σαλόμ» (Συλλογικός τόμος «Η επιστροφή του αστυνόμου Μπέκα», Εκδόσεις Καστανιώτη), η αστυνομική νουβέλα «Ε94» (Συλλογικός τόμος «Σκοτεινές Υποθέσεις», Εκδόσεις Κύφαντα), το μυθιστόρημα «Περσεφόνη» (Εκδόσεις Οσελότος) και βέβαια το «Μικρά Μνημόσυνα» από τις Εκδόσεις Bibliothèque. Για να είμαι ειλικρινής, η συγγραφή αστυνομικού μ’ ενδιαφέρει μόνο σε μικρή φόρμα, διήγημα ή νουβέλα. Για μυθιστορήματα προτιμώ την ανάπτυξη μιας από τις εκατομμύρια άλλες ιστορίες που έχω στο κεφάλι μου. Όταν αποκτήσω εγγόνια, θα γράψω κι ένα παιδικό!

Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί μια έντονη στροφή του αναγνωστικού κοινού προς την αστυνομική λογοτεχνία, είτε ελληνική είτε ξενόγλωσση. Πού οφείλεται, πιστεύετε, η στροφή αυτή;
Στην απενοχοποίηση! Όλα άρχισαν το 1986, όταν ο Σταύρος Πετσόπουλος βγάζει στην «ΑΓΡΑ» το βιβλίο της Άγκαθα Κρίστι «Ο φόνος του Ρότζερ Ακρόυντ», που ήταν και το πρώτο της εμβληματικής, πλέον, σειράς αστυνομικής λογοτεχνίας του εκδοτικού του οίκου. Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα σε εξαιρετική έκδοση, τόσο ποιοτικά όσο κι αισθητικά. Από τα φτηνά χαρτόδετα των περιπτέρων, τα αστυνομικά μυθιστορήματα μπαίνουν στους καταλόγους μεγάλων ελληνικών εκδοτικών οίκων, εμείς οι, εξ απαλών ονύχων, αναγνώστες τους δικαιωνόμαστε που ανέκαθεν τα θεωρούσαμε λογοτεχνία και το ευρύ αναγνωστικό κοινό αρχίζει να τα διαβάζει και να τα αναγνωρίζει ως τέτοια. Σήμερα, σαράντα χρόνια μετά, δεν υπάρχει ελληνικός εκδοτικός οίκος που να μην έχει δική του σειρά αστυνομικής λογοτεχνίας, τουλάχιστον από τους «μεγάλους» και δεν υπάρχει εκδότης που να μην επιζητά να εκδώσει τουλάχιστον ένα –ή και περισσότερα- αστυνομικά βιβλία. Όλοι οι μεγάλοι «κλασικοί» της αστυνομικής και νουάρ λογοτεχνίας έχουν τα άπαντά τους μεταφρασμένα στα ελληνικά, όλοι οι έλληνες συγγραφείς γράφουν –ή θα γράψουν- τουλάχιστον ένα αστυνομικό. Είναι ο συρμός, βλέπετε. Και δεν συμβαίνει μόνο στη λογοτεχνία αυτό. Δείτε τι μεγάλη επιτυχία κάνουν οι αστυνομικές και νουάρ τηλεοπτικές σειρές -με ορισμένες από αυτές να είναι πραγματικά αριστουργήματα- είτε πρόκειται για μεταφορά ολόκληρων σειρών βιβλίων (συνήθως με τον ίδιο ήρωα) στη μικρή οθόνη, είτε για πρωτότυπα σενάρια. Μιλάμε για κανονική φρενίτιδα. Ρίξτε μια ματιά στο Facebook να μετρήσετε ομάδες αναγνωστών αστυνομικής λογοτεχνίας, ψάξτε να μάθετε τις λέσχες ανάγνωσης αστυνομικής λογοτεχνίας σε πόλεις σε όλη την Ελλάδα αλλά και δημιουργημένες από διάφορους εκδοτικούς οίκους. Το ελληνικό αναγνωστικό κοινό αγαπά, πλέον, το αστυνομικό αφήγημα και καθόλου δεν ντρέπεται γι' αυτό.

Λογοτεχνική παραγωγή-εκδοτική πραγματικότητα-αναγνωστικό κοινό: πώς πιστεύετε ότι λειτουργεί αυτό το τρίπτυχο στην Ελλάδα της κρίσης; Διανύουμε ανθηρή εποχή στα ελληνικά γράμματα; Είναι εύκολο για έναν συγγραφέα να εκδώσει το έργο του; Υπάρχει ικανοποιητική ανταπόκριση από το αναγνωστικό κοινό;
Από άποψη συγγραφικής παραγωγής θα έλεγα πως ναι, διανύουμε ανθηρή εποχή, αν και στην Ελλάδα πάντα αυτοί που έγραφαν ήταν περισσότεροι από αυτούς που διάβαζαν. Αλλά και εκδοτικά τα πράγματα δεν είναι πολύ άσχημα. Βιβλία εκδίδονται και πουλιούνται, απλά οι συγγραφείς δεν πληρώνονται… (γέλια) Για να σοβαρευτούμε, όμως, πιστεύω πως ένα καλό βιβλίο –αργά ή γρήγορα- θα βρει το νησί του στο εκδοτικό πέλαγος. Τώρα, αν ο συγγραφέας θέλει να βγάλει και λεφτά από αυτό, ο μόνος δρόμος είναι η αυτοέκδοση, ακόμη αρκετά παρεξηγημένη στο «χωριό» μας. Έξω είναι απολύτως αποδεκτή και δεν θεωρούνται υποδεέστερα τα βιβλία που εκδίδονται μέσω αυτής. Αλλά εντάξει, η πρόοδος και η εξέλιξη φτάνουν με μια μικρή χρονοκαθυστέρηση εδώ... Όσο για το αναγνωστικό κοινό, ανταποκρίνεται στο βαθμό που μπορεί και αντέχει. Ο άνθρωπος που διαβάζει συστηματικά δε σταμάτησε ν’ αγοράζει βιβλία με την κρίση. Θα στερηθεί κάτι άλλο, αλλά θα εξακολουθήσει ν’ απολαμβάνει την ανάγνωση. Έπειτα, ξανάνθισαν οι δανειστικές βιβλιοθήκες σε όλες τις πόλεις κι αυτό είναι καλό, έτσι κι αλλιώς. Προσθέστε και τις λέσχες ανάγνωσης που ανέφερα πιο πάνω –και που ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια στο δάσος- οπότε μπορούμε να πούμε ασφαλώς πως είμαστε σε καλό δρόμο.

Ποιος είναι ο ρόλος της λογοτεχνίας, και γενικά της τέχνης, κατά τη γνώμη σας στη σημερινή κοινωνία;
Στις μέρες μας είναι, ίσως, η πρώτη φορά που η λογοτεχνία δεν προλαβαίνει τη ζωή, η οποία τρέχει με ιλιγγιώδεις, εγκληματικούς ρυθμούς. Η τέχνη είναι η μόνη που μπορεί να σώσει τον άνθρωπο, εντούτοις απουσιάζει –σχεδόν ολοκληρωτικά- από τη ζωή, το σχολείο κ.λ.π. Κι ακόμα υπάρχουν η μοναξιά κι η απομόνωση, που κι αυτές συντελούν στην αποδυνάμωση της τέχνης. Ζούμε πια σε νησίδες, ομάδες, παρέες, συντροφιές, άνθρωποι με ίδια ενδιαφέροντα. Δημιουργούμε για τους εαυτούς μας, για τους ομοίους μας, τους ίδιους μας, τους φίλους μας. Όμως, πιστεύω ακράδαντα, πως η μεγάλη τέχνη είναι λαϊκή. Αυτή θα επιβιώσει των καταστροφών, αυτή θα παρηγορήσει στις δυστυχίες, αυτή θα διασωθεί και θα διασώσει. Η ιστορία τουλάχιστον αυτό έχει αποδείξει. Η τέχνη για την τέχνη είναι καταδικασμένη σε αργό θάνατο. Το ίδιο και τα βιβλία που γράφουμε μόνο για εμάς.

Τι είναι αυτό που θέλετε να εκφράσετε μέσα από την ενασχόλησή σας με τη λογοτεχνία;
Μα τον εαυτό μου, με τον καλύτερο τρόπο που δύναμαι. Είμαι καλή με τις λέξεις, γι' αυτό εκφράζομαι γράφοντας. Αν μπορούσα να ζωγραφίσω, θα το έκανα με τις ζωγραφιές μου, αν ήμουν χορεύτρια με τον χορό. Ο καθένας μας πρέπει να εκφράζεται με όποιον τρόπο θεωρεί πρόσφορο και πλησιέστερο στην ιδιοσυγγρασία και τις κλίσεις του. Και δεν χρειάζεται να μας αγχώνει το κατά πόσο αυτό θα γίνει αντιληπτό από τους αναγνώστες μας. Στη λογοτεχνία –όπως και σε οποιαδήποτε άλλη μορφή τέχνης- αυτό που έχει σημασία πραγματική είναι το τι θα εισπράξουμε, το τι θα κοινωνήσουμε εμείς οι ίδιοι από το έργο τέχνης. Αν αυτό συμπέσει με εκείνο που ο δημιουργός είχε στο μυαλό του, τότε έχουμε κάτι σαν ταυτόχρονο οργασμό. Αλλά ο οργασμός –όπως είμαι βέβαιη ότι όλοι γνωρίζουμε- είναι υπέροχος ακόμη κι αν δεν είναι ταυτόχρονος. Κανένα άγχος, λοιπόν, του «ποιητή» για το αν θα γίνει κατανοητός, αλλά ούτε και του αναγνώστη για το αν θα κατανοήσει «τι θέλει να πει ο ποιητής»!

Συγγραφικά απωθημένα και ευσεβείς πόθοι; Τι είναι αυτό που δεν έχετε πραγματοποιήσει ακόμα; Πώς φαντάζεστε το λογοτεχνικό σας μέλλον;
Φροντίζω να μη διατηρώ απωθημένα και ευσεβείς πόθους σε κανένα επίπεδο της ζωής μου. Το ίδιο πράττω και στο συγγραφικό. Γράφω επειδή έτσι θέλω, επειδή μου είναι αναγκαίο, επειδή περνάω καλά. Όταν έχεις απωθημένα και ευσεβείς πόθους δεν περνάς καλά. Οπότε αρνούμαι να εντάξω τη συγγραφή σε πλάνα και χρονοδιαγράμματα. Όσο ικανοποιούνται οι τρεις συνθήκες που προανέφερα, θα συνεχίσω να το κάνω. Διαφορετικά δεν έχω λόγο. Εξάλλου, υπάρχουν τόσα πράγματα με τα οποία θα μπορούσα να ασχοληθώ, δεν είδατε το πλούσιο βιογραφικό μου; (γέλια)

Ποια θα είναι η επόμενη λογοτεχνική σας κίνηση;
Α, είναι διπλή! Αν όλα πάνε καλά, τον Νοέμβρη θα κυκλοφορήσει ένας τόμος με αληθινές ιστορίες εγκλημάτων αίματος, που έχουν διαπραχθεί από γυναίκες σ' ολόκληρο των κόσμο από το 1889 μέχρι και το 2011. Φυσικά, σ’ αυτό δεν θα υπάρχει καθόλου μυθοπλασία, μόνο έρευνα. Εκ παραλλήλου δουλεύω και ένα μυθιστόρημα –όχι αστυνομικό- που όμως έχει κάμποση δουλίτσα ακόμη.