Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 22

Ο δύσκολος έρωτας του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου

Γράφει ο Ανέστης Μελιδώνης

Ο  Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου ξεκινά τη συγκεντρωτική συλλογή του Δύσκολος θάνατος με το ποίημα «χάος» και την κλείνει με το ποίημα «στα μάτια του ζώου». Στο μεταξύ έχει εισβάλλει «μεσ’ στο υγρό σκοτάδι», αγκαλιά με την «ανάμνηση ενός καλοκαιριού», μουσκεμένος από κάποια «μαλαματένια βροχή». Μας έχει αφήσει ένα «γράμμα από τα τελευταία», έχει εμπνευστεί «μεσ’ στ’ αυτοκίνητα», ή καταρρακωθεί «μεσ’ στο δωμάτιο», αναπολώντας τη «γεθσημανή», ή τον «επιτάφιο χωρίς νεκρό». Δηλώνει «γδαρμένο θύμα» και πενθεί «το θάνατο του Μύρωνα». Συνεχίζει κοπιαστικά καταγγέλλοντας: «κι αν μου ρημάξατε το γήπεδο», και «νυχτώνει μοναχός του» λες και είναι «ερείπιο απ’ τα ναρκωτικά», γράφοντας ποιήματα «σ’ ένα μπασκετμπολίστα», νιώθοντας ότι η «ποίηση δε μας αλλάζει», ασκώντας την «προάσπιση μιας ποίησης αγνής», αφήνοντας μια «μικρή ελεγεία σ’ ένα παιδί» κι ακόμα «ταξιδεύοντας» χωρίς «curriculum vitae».

Πρόκειται για τίτλους της συλλογής, και μας δίνουν από μόνοι τους την πάλη ενός ποιητή με τον κόσμο και τη φωνή που σβήνει. Ο Ασλάνογλου βίωσε ένα καθαρά ποιητικό σύμπαν ολομόναχος, χωρίς να φωνάξει για δικαίωση. Θέλησε να μας αποδώσει τον έρωτα όπως τον είδε -ανέφικτο, πονεμένο, γεμάτο παραισθήσεις και όνειρα σκοτεινά. Ένας ποιητής νυχτερινός του οποίου η κατάθεση περιμένει να την ακούσουμε κρατώντας το βιβλίο του περισσότερο σαν προσευχητάρι παρά σαν ποίηση. Μέσα στη γενιά του παρέμεινε ένας μοναχικός περιπατητής χωρίς κομπασμούς και επιθυμίες μάταιες. Θέλησε την αναγνώριση αλλά χωρίς να κουνήσει το δαχτυλάκι του γι’ αυτήν, την θεώρησε απλά μια τίμια ανταμοιβή ενός έργου που τον πόνεσε και τον ξεγύμνωσε για τα καλά. Μια αναγνώριση που σε πλατύ επίπεδο δεν ήρθε και που τον άφησε πικραμένο να αργοπεθαίνει σε κάτι διαμερίσματα-πλυσταριά που διέμενε καλογερικά στα τελευταία χρόνια του στην Αθήνα.

Η δυναμική της ποίησής του, αυτής της εξοργισμένης μαρτυρίας για έναν κόσμο που σβήνει, φαίνεται και σε λίγους στίχους - σπαράγματα που μπορεί να επιλέξει κανείς. Εδώ απ’ τη συγκεντρωτική  Δύσκολος θάνατος:

Τώρα βυθίζεσαι σε κάθε μου ρωγμή                                 
(απ’ το ποίημα: σ’ ακούω να έρχεσαι)
Να θυμάσαι κάνει κρύο σ’ αυτό τον παράξενο κόσμο                        
(απ’ το ποίημα αισθηματικό τραγούδι)

Βλέπουμε έναν ποιητή που αφήνει τους στίχους του να περιπλανιώνται, χωρίς να τολμάει να βάλει τελεία. Η κριτική ματιά στη γραφή του μας μιλάει εύκολα για ένα χώρο προσωπικό, χωρίς ιδεολογία, για μια αυτοαναφορικότητα σταθερή με λέξεις ανεπίτρεπτες ή ξένες, μια ποίηση με έμφαση στη ρυθμικότητα, με λόγια χαμηλών τόνων που αποκαθηλώνει το ποιητικό εγώ και απελευθερώνεται σεξουαλικά χρησιμοποιώντας ξεκάθαρα βίαιη και περιθωριακή γλώσσα. Στην ποίησή του συμμετέχουν κινηματογραφικές τεχνικές, αλλά και μια αποκοπή απ’ την κουλτούρα της ελίτ, βιώνοντας τον πιο εσωτερικό θάνατο, ξένος παντού, με μια επίμονη πίστη σ’ ένα νεφελώδες ποιητικό σύμπαν. Ή ακόμα μας δίνει τα εξής χαρακτηριστικά της: υψηλό αίσθημα αξιοπρέπειας, τοπία αφαιρετικά και λιτά, φιλάσθενη κράση και ανυπόκριτες κλίσεις, οδήγημα προς το θάνατο μέσα απ’ τη ζωή, και κυρίως ένα άψογο ύφος. Γεγονός που μας υποδηλώνει ότι η τάξη στη ζωή του Ασλάνογλου βρισκόταν μόνο μέσα στην ποίηση. Γενικά πάντως οι κριτικοί στάθηκαν αμήχανοι απέναντι στο έργο του, κάτι που δείχνει ακόμα περισσότερο τη βαθιά ποιητικότητά του.

Με τα μόλις 165 ποιήματά του ο Ασλάνογλου μας έδωσε ένα διαρκές ρήμαγμα μες στο ποιητικό κενό, με την ποίησή του όχι μόνο δεν άλλαξε για να γίνει ίσως πιο κοινωνικά αρεστός ή κοινωνικά «ευαίσθητος» αλλά αποξενώθηκε πλήρως και σχεδόν διεκδίκησε αυτή του την απομάκρυνση. Στη συγκεντρωτική Δύσκολος θάνατος περιέχονται οι 7 πρώτες ποιητικές συλλογές - σειρές του, αλλά η μετέπειτα συλλογή του Ωδές στον πρίγκιπα θεωρείται και είναι το κύκνειο άσμα του, η πιο άρτια συλλογή του. Εκεί δεν αναρωτιέται πια για το βάσανό του, το έχει αποδεχτεί πλήρως και αποχαιρετά τον πρίγκιπα με δάκρυα στα μάτια και χέρια που τρέμουν -ο ίδιος έλεγε ότι δυσκολευόταν να συνεχίσει το γράψιμο απ’ τα δάκρυα που μούσκευαν το χαρτί. Με μια αποτρόπαια πανοραμική ματιά στη μαραζωμένη παιδική του αθωότητα, καθαρίζει το τοπίο από αναμονές και πόθους και το γεμίζει με ένα πένθος ανήκουστο αν όχι κι ανείπωτο. Διαρρήκτης των στιγμών ξέρει να δίνει την ποίηση όπως την είδε μέσα στο πλήθος που τον φιλοξενεί και τον κρατά σε απόσταση. Μερικά κομμάτια απ’ αυτή τη συλλογή αξίζουν να ειπωθούν:

Τι σ’ έκανε να τρέμεις έτσι, Πρίγκιπα
σ’ ερημικές ακρογιαλιές  αγγίζοντας μόλις την άμμο
και σε θαλασσινά μουσεία εκστατικός λατρεύοντας μια τέχνη φθινοπωρινή

(απ’ το ποίημα δυο χρόνια τριγυρνούσες μόνος)

Κι όταν χαράξει πώς τάχα να πάμε αντίθετα
Θα γυρίζουμε με ρούχα παλιά στα νεόκτιστα
Μια άσπρη κορνίζα, βιβλία και θέρμανση στις γωνίες                        
(απ’ το ποίημα τίποτα δε μου ανήκει)


Ο Ασλάνογλου είχε επίσης μια λογοτεχνική παιδεία γαλλική και δε δίστασε να αναμετρηθεί με το ποιητικό αριστούργημα του Ρεμπώ, τις Εκλάμψεις. Στον πρόλογό του γι’ αυτήν τη δουλεία μιλάει για τον Ρεμπώ και τη ζωή του και νιώθει κανείς σε μερικά σημεία πως οι ίδιες επιταγές καθόρισαν τη δική του ζωή. Ένα απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό: Έτσι ο ποιητής π λ η ρ ώ ν ε ι. Πρώτα με την καταρράκωση της υγείας του (οι φιλόλογοι μιλούν για ναρκωτικά, υπάρχουν ωστόσο κι άλλες μεθόδοι), με το έγκλημα (εφ’ όσον γίνεται αντικοινωνικό στοιχείο ή «ανήθικο»), με την κατάρα και την κατακραυγή (αφού τον καταδιώκουν όλοι, αρχές αλλά και η κοινωνία, οι «υγιείς» κοινοί θνητοί). Γιατί αυτός γίνεται ο ύψιστος Σοφός. Συνεπώς η απορρύθμιση οδηγεί στη βαθιά γνώση (του αγνώστου που δεν μπορούν οι άλλοι ν’ αντιληφθούν), πάντα βέβαια μέσω της σκέψης. Ή πιο κάτω στο ίδιο κείμενο: το ύψιστο αμάρτημα –αλλά και η ύψιστη αρετή- του Ρεμπώ είναι πώς τίποτε δεν έγραψε με το κεφάλι, με τις ιδέες. Κρατώντας κάποια κομμάτια απ' το ποίημα Ars Poetica του Ασλάνογλου μπορούμε να έχουμε εύκολα τον παραλληλισμό: Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση, (…) πάθος (…) μιας ασυναρτησίας (…) παρανάλωμα (…) όλα για όλα (…) ψηφίδες αδιάφθορες (…) φθαρμένες (…) τυχαίες, σκοτωμένες απ’ το νόημα.

Μια λεπταίσθητη παραίτηση τον χαρακτηρίζει κι ίσως τον συνδέει με τον Ρεμπώ. Προτιμά την αύρα και διατίθεται στην απουσία του έρωτα. Ο ίδιος έλεγε ότι έκανε ποίηση «για να μην πει αυτό που θέλει, για να ξορκίσει τις έμμονες ιδέες του». Τελικά έγραψε για τον πιο δύσκολο έρωτα, αυτόν που δεν βιώνεται, πάντα με ένα σθένος σχεδόν μη ανθρώπινο. «Ας κρύψουμε τα δάκρυά μας // να μην τα δούμε / ποτέ πια.» Αποκαλούσε τον εαυτό του τον τελευταίο συμβολιστή και η ποίησή του σε σχέση με τους συγκαιρινούς του χαρακτηρίζεται από ένα ρομαντισμό εντελώς προσωπικό που δεν αγγίζει εύκολα τον άνθρωπο του 20ου αιώνα. Ειλικρινής μέχρι πικρίας, έλεγε όταν εξαντλήθηκε η πρώτη έκδοση του δύσκολου θανάτου: «μαθαίνω πως τα ποιήματά μου αρέσουν στους νέους κι αυτό με στεναχωρεί. Οι νέοι πρέπει να ‘χουν οράματα, προοπτική, τα δικά μου ποιήματα είναι αδιέξοδα…». Έγραφε αυτοσχεδιάζοντας κυρίως μέσω μιας μουσικής αίσθηση που τον διακατείχε, το θέμα του δεν παρέμενε ποτέ στη μνήμη του. Έγραφε απ’ την παιδική του ηλικία (η πρώτη του συλλογή έχει ποιήματα απ’ τα 15 του χρόνια) και αυτό επίσης τον συνδέει κάπως με τον Ρεμπώ. Το καλύτερο σχόλιο για το έργο του έλεγε πως ήταν το εξής: «προανάκριση για ένα σκοτωμένο κόσμο». Εξάλλου όπως ο ίδιος γράφει «Δε βλέπω όγκο ή σάρκωμα, μόνο σπασμούς» και διακρίνεται ξερός μέσα στο συναίσθημά του: Κάποιος ήθελε σπίτια από σάρκα και αίμα / εγώ προσωπικά τα προτιμώ από πέτρα προειδοποιώντας μας πώς: τέχνη πιο βρώμικη / από το ποίημα δεν ξέρω άλλη τώρα ή πώς: όλα μου είναι αδιάφορα και ξένα / τώρα που η ζωή μου κόπηκε στα δυο. Η ζωή του σέρνεται κάτω από έναν χαμηλό ουρανό και λυπάται πλέον όλο και πιο έντονα: εκείνον που λυπάμαι τόσο που γεννήθηκε / έτσι αργά σε τόπον αφιλόξενο – τα βέλη σου / γι’ αυτόν που έκαψε όλες τις επαναστάσεις και τα ποιήματα / που τον ακούω, νύχτα μέρα, και βογγάω. Όπως έγραφε ο Τρακλ: όταν ο εγγονός σε νύχτωμα απαλό / μόνος συλλογιέται το σκοτεινότερο τέλος / ο πράος Θεός χαμηλώνει τα γαλάζια βλέφαρα πάνω του. Ο Ασλάνογλου είναι ο παρατηρητής της ζωής που δεν ζει και απευθύνεται διαρκώς στο ποιητικό του εγώ για μια ελάχιστη νύξη ανταπόκρισης: Σ’ αυτό το τοπίο πολλή η κίνηση, μετρημένο το αίσθημα / ισχνό κι ευμετάβλητο, καθώς το κοιτάς να γλιστρά και να σβήνει / μες στα πολύχρωμα φώτα. Κι όμως πιστός φεύγει, το ίδιο πιστός όπως ξεκίνησε: ανεπανάληπτη φωνή μέσα μου θα σωπαίνει / ανάβοντας την ομορφιά στο σκοτωμένο νόημα. Ή αλλού: Βαραίνω αργά εντός σου κι απομένω / μοναχικό πουλί στην άσφαλτο κι έντρομος βλέπω.

Το πένθος του Ασλάνογλου είναι ένα ίχνος απ’ τη ζωή που χάθηκε, μια αποτύπωση στιγμών που πέρασαν στην αιωνιότητα του παρελθόντος και της λήθης. Ο ίδιος μιλούσε για μια «αποξήρανση του αισθήματος». Ενώ είχε δηλώσει ότι η ποίησή του είναι αυτιστική, μια ταύτιση με τον εαυτό του, το «εγώ» και το «εσύ» είναι το ίδιο πρόσωπο. Το ποίημα γίνεται ένα σεργιάνι στον εσωτερικό κόσμο, με διαρκώς προβαλλόμενα εξωτερικά εμπόδια, μια εκμηδένιση σωτήρια από ένα κόσμο που γίνεται στενός κορσές. Όπως γράφει στη μετάφρασή του στις εκλάμψεις, και είναι μεταφράζοντας τον Ρεμπώ σ’ αυτά τα κομμάτια ειδικά που φαίνεται η όποια σύνδεση των δυο ποιητών, ή το πώς φιλτράρεται ποιητικά το μήνυμα του μεταφραζόμενου ποιητή:

Υπάρχει, τέλος, όταν κανείς πεινά και διψά, κάποιος που σας διώχνει.                
(Απ’ το ποίημα παιδική ηλικία ΙΙΙ)
Ακουμπώ στο τραπέζι, η λάμπα φωτίζει πολύ ζωηρά τις εφημερίδες τούτες που είμαι ηλίθιος που τις ξαναδιαβάζω, αυτά τα βιβλία χωρίς ενδιαφέρον                  
(απ’ το ποίημα παιδική ηλικία V)

Κι αν μπορώ μετά από τα παραπάνω να ταυτιστώ κι εγώ με την σειρά μου με τον Ασλάνογλου, που ονομάστηκε Αλέξης επειδή θαύμαζε τον Αλιόσα των αδελφών Καραμαζώφ του Ντοστογιέφσκι, θα κλείσω μένα μικρό ποίημα:

Ένας Αλέξης όπως όλοι

Εμπνεύστηκα την ομορφιά - δώρισα τη λύπη
Καθώς μάζευα απ’ το δρόμο την επίθεση
Και καρτερούσα ένα σημάδι ευγνωμοσύνης

Καλύτερα που κάθισα τελικά
Και νέος πάντα αποκοιμήθηκα.

Σημείωση: Το κείμενο γράφτηκε για την εκδήλωση στον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου, που διεξήχθη στις 25 Νοεμβρίου 2011 στο art bar Ποιήματα και Εγκλήματα, στο Μοναστηράκι, στα πλαίσια του πρώτου κύκλου εκδηλώσεων Ποιητές στη Σκια, που επιμελήθηκε ο Γιώργος Μπλάνας και διοργανώσαν οι Εκδόσεις Γαβριηλίδης και το Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ. Περιλαμβάνεται στη συλλογική έκδοση Ποιητές στη Σκια, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης (2012).