Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 22

Τζέφρι Χιλ: Επικήδειος Ωδή

Μεταφράζει ο Αναστάσιος Δρακόπουλος 

«Ὡς πασῶν τροφῶν ὁ ἄρτος ἀναγκαιότερος, οὕτως πασῶν ἐργασιῶν ἡ τοῦ θανάτου ἔννοια»
Όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, Ουρανοδρόμος Κλίμαξ


Ο Τζέφρι Χιλ, γεννηθείς το 1932, είναι Άγγλος ποιητής, ομότιμος καθηγητής αγγλόφωνης λογοτεχνίας και Θεολογίας στο πανεπιστήμιο της Βοστώνης. Θεωρείται από πολλούς ως ο σημαντικότερος εν ζωή ποιητής της Μεγάλης Βρετανίας. Ψηφίστηκε το 2010 Καθηγητής Ποίησης στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και χρήσθηκε ιππότης δύο χρόνια αργότερα για τις υπηρεσίες του στη λογοτεχνία.

Το έργο του είναι εκτενές και εμφανίζει ποικιλία υφών. Η γραφή και η θεματολογία του χαρακτηρίζονται από κριτικούς ως «δύσκολες». Ο ποιητής απαντά πως η πολυπλοκότητα αποτελεί «φρέσκο αέρα επανάστασης ενάντια στην τυραννίδα της απλοποίησης των μαέστρων της ποιήσεως». Επικριτές του διακρίνουν πίσω από τη «βάναυση» αισθητική στίχων του εθνικιστικές ή φιλομοναρχικές τάσεις.

William de la Pole, Δούκας του Σάφοκ: αποκεφαλισθείς το 1450
John Tiptoft, Κόμης του Γούστερ: αποκεφαλισθείς το 1470
Antony Woodville, Κόμης Ρίβερς: αποκεφαλισθείς το 1483

1


Ύμνοι σε μεγαλειώδες σπήλαιο,
ευλογία σκιών.
Το αιματηρό κάστρο του Πομφρέτ. Το Λονδίνο.
Η φωνή ευωδιάζει με εξεζητημένη ταπεινοφροσύνη,
με συνεχή αποστροφή απ’ τον κόσμο.
«Παναγία Τριάς, ἐλέησον ἡμᾶς».
Γδούπος.
Το κεφάλι αποκομμένο κι ο πίδακας αιμάτινος.
Έτσι αφήνονται να δεχθούν κάθε
χτύπημα επιφοίτησης από τσεκούρι ή Σεραφείμ,
οι ματωμένες θημωνιές θνητών καταλοίπων.
Με ψαλτήρια κλαυθμηρίζουν στα ουράνια.
Η φωτιά λάμπει στον λάκκο,
είδωλα τρεμοπαίζουν πάνω στην πέτρα,
πλάσματα αχαλίνωτα, μια δίχως νόημα
τελετή κατάληψης οικήματος αεικίνητου·
εδώ όπου δεν κατοικεί κανείς.

2


Για ποιον άραγε συλλέγουμε αυτόν τον επώδυνο φόρο,
αν όχι για τον τελετάρχη;
Στοχαζόμαστε ένα θλιβερό μυστήριο·
πεθαίνουμε για να ικανοποιήσουμε παχιές ανιδιοτελείς αγάπες,
αυτά τα καθαρά πέτρινα σαγόνια.
(Υποθέστε πως όλοι συμφιλιώθηκαν
απ’ την απαλή μουσική.
Φανταστείτε το μέλλον να περνούσε
μπροστά μας, όπως το αστραφτερό ατσάλι
έμπροσθεν του ήλιου –
η απόλυτη επιβράβευση.)
Αναπολήστε την ψύχρα του Τάουτον
πριν το ξημέρωμα της Κυριακής των Βαΐων,
στο Γουέικφιλντ, στο Τιούξμπερυ:
τον ήχο των ανικανοποίητων σαλπίγγων
να διαπερνά το πλήθος·
όσους ποδοπατήθηκαν·
τη γη ξεραμένη, καμένη
ή μουσκεμένη απ’ το χιονόνερο
να βρίθει από νεκρούς σε ποικίλες στάσεις.
Αναπολήστε τον ταραγμένο άνεμο·
το σκοτάδι πάνω απ’ τον ανθρώπινο βόρβορο.

3


Ζήτησαν μ’ όλη τους την ψυχή τη μέρα του χαμού,
με δουλεμένο μέταλλο περικύκλωσαν τον γήλοφο.
Μα λίγες εμφανίσεις ομοιάζουν αυτής.
Μια φορά κάθε πεντακόσια χρόνια
η δεσπόζουσα ησυχία ενός κομήτη
δύναται ν’ αποκαλύψει ανθρώπους
σε τέτοια διάταξη, πελιδνούς κι ομοιόμορφους.
Ολάκερη η Αγγλία ζαρωμένη σα ζώο κάτω
απ’ την εμφάνιση αυτή.
«Ω, η παλαιά, βόρεια υπόθεση…»
Το πεδίο της μάχης μετά τη σύγκρουση απελευθερώνει
τον ιδικό του ήχο, που δεν ομοιάζει με τίποτα άλλο στη γη,
αλλά είναι η γη.
Τυφλός ο αναζητητής κοχλίας, αβληχρός,
ο ασπάλακας ξεπροβάλει,
εμείς τυφλοί και ξαπλωμένοι,
μέσα στη σφαγή οι αβρές ψυχές
βογκούν βουτηγμένες σε ιερό αίμα,
ασθμαίνοντας και καλώντας «Ιησού».

4


Αχ και να ‘ταν ο Νους πιο πολύτιμος απ’ την ψυχή·
μα δεν έχει αιώνια προοπτική. Η ψυχή καταβάλει το επιτίμιό της,
ικετεύει για να βρει τη γαλήνη της,
ικανοποιείται με δάκρυα και ιδρώτα·
είναι το πιθανότερο αθάνατη. Μπορώ να το πιστέψω.
Αν και θα τολμούσα να  απαρνηθώ το ένστικτο της πίστης,
για χάρη της συναίνεσης,
αυτό όμως που δε θα τολμούσα είναι μια ιστορία δίχως διδαχή
ή έναν κανόνα δίχως ουσία.
Αβερρόη, παλαιέ άπιστε, μόνο και να είχες δίκιο,
εάν ο Νους ήταν από μόνος η απόλυτη αρχή, η πλήρης χάρη,
οι ζωές μας θα έμοιαζαν με μύθο αιχμαλωσίας,
όπου θα μπορούσαμε να εισέλθουμε:
μια ακατοίκητη περιοχή ατελεύτητου χιονιού,
ένα παλάτι φωτιζόμενο
από αέναη σιωπή σαν από δάδες.

5


Σα δάδες προχωρούμε, στ’ άγρια Χριστούγεννα,
όταν γλεντούμε την εξιλέωσή μας
μέσα από τριάντα τσιμπούσια χρίσματος και αιματοκυλίσματος –
δεν είναι άραγε αυτό η χειμερία νάρκη της ψυχής;
Αναρίθμητα πράγματα αναπαύονται υπό της απολύτου
δικαιοσύνης ωσάν σάλπιγγες να εξάγνισαν τον νόμο.
Ο νάρδος ήτο η ουσία της μετάνοιας.
Κι ο ουρανός συσκοτίζεται. Όταν ψάλλουμε
«Ταῖς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, Σῶτερ, σῶσον ἡμᾶς», δεν είναι
τα Σεραφείμ που κατέρχονται ένεκεν ελέους, αλλά εμείς οι ίδιοι.
Όσοι κατηγορούνται δικαίως, όσοι φιλέκδικοι,
αυτοί βασανίζονται σε αργαλειούς πόνου.
Ικανοποιήστε μας με παρατεταμένες σκηνές βαναυσότητας!
Ιδού η ειδεχθής τρυφερότης των καταραμένων για την ιδική τους σάρκα:

6


Υιέ μου, όταν μπορούσες να πράξεις θαύματα
ανηλεώς, μ’ ένα σου βλέμμα να υποτάξεις
τον ανιαρό δράκοντα του ύπνου,
ευφραινόμουν όσο με τίποτ’ άλλο –
ήμουν ένας ευπρόσδεκτος άγνωστος στο βασίλειό σου.
Σε ‘κείνα τα παρθένα χωράφια είδα την ανθρωπότητα
καθώς την ονόμασε ο Πατέρας·
υπέροχα κτήνη που εγείρονταν στην ηρεμία για να ευλογηθούν.
Όμως, οι αληθινές κραυγές του κόσμου έφτασαν εκεί,
η ταραχή απ’ τις μακρινές καταιγίδες,
οι θρύλοι μοναχικών,
ένα συγκείμενο μυστήριο. Κι έτσι επήλθε το τέλος.
Κάποιοι έμειναν αποκαΐδια του περασμένου τους εαυτού,
άλλοι δε μπορούν παρά να οραματίζονται τον συμβιβασμό.
Απ’ τη μεριά μου, πιστεύω στην εγκατάλειψή μου,
αφού μονάχα αυτή έχω.

7


«Ανδρεία, κενοδοξία, αμοιβαίο δέος.
Τους κοιτούσα και ίσως αυτοί εμένα.
Αυτό ήταν το αληθές, θανατηφόρο
βλέμμα της Μέδουσας:
η συνείδηση που δεν εισακούσθηκε
και τώρα επιστρέφει για εκδίκηση.»
Ένα κοράκι κι η σκιά του.
«Το μεσημέρι, όταν συναντήθηκαν
οι στρατοί, ο ένας καθρέπτιζε τον άλλο,
χωρίς κανείς να επισκιάζεται.
Άστραψαν και εξαφανίστηκαν,
με το στιβαρό έδαφος του πόνου
μονάχα να τους αντέχει.
Έμεινα σιωπηλός κι ακίνητος,
τη θέση μου να μην προδώσω.
Ίσως κάποιος κάλεσε τ’ όνομά μου. Όχι…»
Κοκκινωπός πάγος έσταξε στα καλάμια·
μερικά πούπουλα παρασύρθηκαν απ’ τον άνεμο·
όρνεα βάδιζαν επιδεικτικά
πάνω στις πανοπλίες των νεκρών.

8


Όχι όπως είμαστε, αλλά όπως πρέπει να εμφανιζόμαστε,
σαν συμβατικά φαντάσματα οίκτου·
όχι όπως θα θέλαμε να ζήσουμε, αλλά όπως θέλουν οι άλλοι,
καταραμένοι σ’ έναν ατέρμονο διάλογο.
Έτσι απαιτείται· μάρτυρες, δίχως ίδιον θέλημα,
σε ό,τι μας περιμένει,
με κάθε μακρινή σφαίρα αρμονίας απόλυτη και αναντίρρητη.
Με ή χωρίς επιπτώσεις όταν κομπάζουμε και δεινοπαθούμε,
όλοι οι απόηχοι παραμένουν ίδιοι σε μια τέτοια αιωνιότητα.
Οπότε πες μου, αγάπη μου, πού βρίσκεται η παρηγοριά –
όποιος μπορεί να μου πει.
Κι εγώ σχεδόν πανικοβλημένος, ανασύρομαι απ’ αυτόν τον επίγειο χώρο
οιμώζοντας και φωνάζοντας μέχρι την τελική στιγμή
«τίποτα δεν τελείωσε».