Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 22

Γκρεγκ Χόρβιτζ: Είσαι ο επόμενος

Είσαι ο επόμενος, μυθιστόρημα, Γκρεγκ Χόρβιτζ, μτφρ. Μαρία Μπισμπιγιάννη, Εκδόσεις Λογείον, 2013

 

39ο κεφάλαιο

 

Κρατώντας το φαξ με το αίτημα του Μάικ για τη μεταφορά της Άνναμπελ, αμήχανη η δρ Τσα εμφανίστηκε στο δωμάτιο όπου είχε αφήσει τον Σεπ.
«Θα χρειαστεί να κάνω μια συζήτηση με τον γιατρό που θα την αναλάβει. Έπειτα θα χρειαστώ μια υπογραφή από την ομάδα αξιολόγησης μεταφοράς ασθενών».
«Ε;», είπε ο Σεπ.
Η δρ Τσα είπε, «Θα μπορούσες να το κανονίσεις αυτό;»
«Ποιο;» είπε ο Σεπ.
«Τέλεια», είπε η δρ Τσα και εξαφανίστηκε.
Ο Σεπ γύρισε και κοίταξε την Άνναμπελ να δει αν κατάλαβε τίποτα περισσότερο από αυτόν, αλλά εκείνη παρέμεινε ακίνητη πάνω στο στρώμα, με τα μαλλιά της μπερδεμένα, τα μάτια κλειστά.
Το τηλέφωνο δίπλα από το κρεβάτι χτύπησε. Ξανά. Και ξανά.
Ο Σεπ πλησίασε αργά αργά και το σήκωσε. «Ναι;»
«Είμαι η δρ Τσα. Και εσείς είστε ο...;»
Μια πολύ μεγάλη παύση.
Ο Σεπ είπε, «Ο δρ Ντουμπρόνσκι».
«Δρ Ντουμπρόνσκι, έχουν εκτεθεί στον πληρεξούσιο οι κίνδυνοι που ενέχει η μεταφορά;»
Ο Σεπ σκάλισε τα δόντια του με το νύχι. «Έχουν».
«Είστε ενήμερος για την περίπτωση της Άνναμπελ Γουίνγκεϊτ;»
«Είμαι».
«Θα θέλατε να συζητήσουμε το πλάνο της περίθαλψης τώρα ή όταν ολοκληρωθεί η μεταφορά;»
«Όταν ολοκληρωθεί».
«Θαυμάσια. Θα στείλετε τη δική σας ομάδα αξιολόγησης μεταφοράς ασθενών;»
«Όχι;» Σιωπή. «Ναι».
Έκλεισε. Ήχος σήματος.
Ελαφριά βήματα, ένα κοφτό χτύπημα στην πόρτα, και έπειτα η δρ Τσα εμφανίστηκε πάλι με μια αίτηση σ’ ένα ντοσιέ. Χτύπησε ρυθμικά το στιλό με ευθυμία. «Χρειάζομαι μια υπογραφή εδώ».
Ο Σεπ έγραψε βιαστικά κάτι.
Η γιατρός κοίταξε τη σελίδα. «Βάλτε εδώ την υπογραφή του χωρατατζή γιατρού». Πάτησε το πράσινο πεντάλ και κύλησε το κρεβάτι απομακρύνοντάς το από τον τοίχο, κατευθύνοντας το στα χέρια του Σεπ. Κυλώντας και το συνδεδεμένο καροτσάκι με τον ορό, η δρ Τσα οδήγησε τον Σεπ στον διάδρομο και μέσα στο ασανσέρ, έπειτα τεντώθηκε και πάτησε το κουμπί για τον τρίτο όροφο.
Μια υπάλληλος έτρεξε από πίσω τους στον διάδρομο. «Δρ Τσα; Ένας δικηγόρος είναι στη γραμμή τρία. Είναι για την Άνναμπελ Γουίνγκεϊτ και λέει ότι είναι επείγον».
Η Δρ Τσα της έκανε νόημα καθώς έκλεισαν οι πόρτες εξαφανίζοντάς την.
Προτού να προλάβει ο Σεπ να ζητήσει εξηγήσεις, ανέβαινε. Κοίταξε την Άνναμπελ. Υγρά κινούνταν μέσα στη σωλήνωση. Ο εξοπλισμός εξέπεμπε ηλεκτρονικούς ήχους. Εκείνη ανέπνευσε, η επιδερμίδα του λαιμού της ήταν εύθραστη και διάφανη προβάλλοντας αμυδρά τις μπλε φλέβες που ήταν από κάτω. Αναρωτήθηκε τι στο καλό θα ακολουθούσε μετά.
Το ασανσέρ σταμάτησε, οι πόρτες άνοιξαν και μια ομάδα από τύπους με ποδιές περίμεναν σχηματίζοντας ημικύκλιο, στην πρώτη γραμμή μια σοβαρή, νέα γυναίκα.
«Είμαι η δρ Μπατναγκάρ. Αυτή είναι η ασθενής που ο δρ Ντουμπρόνσκι επιθυμούσε να μεταφερθεί εδώ;»
Οι πόρτες έκλεισαν με θόρυβο πάνω στον Σεπ καθώς έσπρωχνε την Άνναμπελ παραδίδοντάς την στα χέρια τους.
Έτριψε τον ώμο του. «Βέβαια».
Η γυναίκα άρπαξε το ντοσιέ από κει που το είχε αφήσει η δρ Τσα, δίπλα στις κνήμες της Άνναμπελ. Στο ιατρικό διάγραμμα από κάτω τα προσωπικά στοιχεία είχαν διαγραφεί, όπως σε αρχείο της CIA. «Έχουμε το όνομα της ασθενούς;»
Ένας ηλικιωμένος άνδρας σε αναπηρικό καροτσάκι έσπρωξε παράμερα τον Σεπ και χτύπησε το κουμπί του ασανσέρ με ανυπομονησία. «Όχι», είπε ο Σεπ.
Σημείωσε «KAT 2» πάνω στο διάγραμμα. Στο βλέμμα δυσπιστίας του Σεπ εξήγησε, «Καυκάσια Αγνώστου Ταυτότητας. Ναι, έχουμε ήδη μία. Πέφτουν από τον ουρανό σήμερα». Ένα γρήγορο νεύμα στην Άνναμπελ. «Καταλαβαίνω, είναι θύμα ενδοοικογενειακής κακοποίησης».
«Πιθανόν», είπε ο Σεπ.
«Θα την κρύψουμε στην παιδιατρική μονάδα εντατικής θεραπείας, τότε. Σας ευχαριστούμε πολύ. Αναλαμβάνουμε εμείς στο εξής».
Κούνησε το κεφάλι της αποδεσμεύοντας τον Σεπ. Ο Σεπ έκανε μερικά βήματα πίσω προς το ασανσέρ, σκοντάφτοντας σχεδόν στον άνδρα με το αναπηρικό καροτσάκι. Οι πόρτες έκλεισαν. Κατέβηκαν κάτω, στην υποδοχή. Ολόκληρο το επεισόδιο ήταν θέμα δευτερολέπτων.
Ο Σεπ καθάρισε τον λαιμό του και είπε στον ηλικιωμένο ή στον σιωπηλό χώρο εντός των ορίων του ασανσέρ, «Ποτέ δεν θα τις καταλάβω τις έξυπνες γυναίκες».

Η Κατ βούτηξε μέσα στην μπανιέρα, την οποία ο Μάικ είχε ξεπλύνει εξαντλητικά προτού τη γεμίσει. Το μοτέλ, μια παραλλαγή όσων είχαν αλλάξει στη σειρά, βρισκόταν σε μια φτωχική περιοχή του Βαν Νάις, πάρα πολύ κοντά στο πάρκο, όπου ο Μάικ είχε διαλύσει το σκουρο-πράσινο Σάαμπ με ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ.
Καθόταν στο κρεβάτι, με ένα βαρύ, παλιομοδίτικο τηλέφωνο στα γόνατά του, το στομάχι του γεμάτο οξέα, ενώ ένιωθε έναν απροσδιόριστο πόνο. Η σκόνη που είχε σηκωθεί, όταν είχε καθίσει στο σκούρο-πορτοκαλί κάλυμμα του κρεβατιού, στροβιλιζόταν και στροβιλιζόταν, ανεπηρέαστη από τη βαρύτητα. Χόρευε στο μήκος μιας αχτίδας φωτός που έπεφτε λοξά μέσα από το μοναδικό παράθυρο, το οποίο παρείχε μία θέα σε ένα δρομάκι με πλαστικά περιτυλίγματα πιασμένα πάνω σ’ έναν συρμάτινο φράχτη. Το σούρουπο ήρθε πολύ γρήγορα, σβήνοντας ομαλά την αχτίδα καθώς την κοιτούσε ο Μάικ, σαν φακός που του τελείωναν οι μπαταρίες.
Είχε, ήδη, μιλήσει αρκετές φορές με τον Σεπ. Η μεταφορά της Άνναμπελ είχε γίνει. Όταν ο Σεπ την είχε δει τελευταία φορά, ήταν σταθερή, παρόλο που η βελτίωσή της είχε καθυστερήσει. Ο Σεπ είχε ξεκαθαρίσει το ότι να διατηρούν επαφή με τους γιατρούς στη νέα της τοποθέτηση θα μπορούσε να βάλει την ίδια ή τον Μάικ —και, κατά επέκταση την Κατ— σε κίνδυνο. Ήταν ένα περιττό ρίσκο, και παρόλο που ένιωθε σαν να καταπίνει συρματόπλεγμα, ο Μάικ συμφώνησε.
Η κατάληξη ήταν ότι ο Σεπ απαλλάχτηκε από την ευθύνη, ώστε να κυνηγήσει, επιτέλους, την Κίκι Ντουπλίσνι. Αλλά τίποτα από αυτά δεν ήταν ό,τι αναστάτωσε τα σωθικά του Μάικ.
Ήταν οι δύο κάρτες επιβίβασης στο όνομα της Κατ, διπλωμένες και τσαλακωμένες από την τσέπη του, που ήταν δίπλα του πάνω στο κρεβάτι. Μία για την πτήση των 5:30 μ.μ και μία για των 11:45.
Το ρολόι δίπλα έδειξε 5:01.
Με χέρια ιδρωμένα, πήρε τηλέφωνο μέσω του τηλεφωνικού κέντρου των προπληρωμένων τηλεκαρτών.
«American Airlines, LAX».
«Μπορείτε, παρακαλώ, να με συνδέσετε με την πύλη για την Πτήση 768;» ρώτησε. «Έχω ένα εξαιρετικά επείγον μήνυμα για μία επιβάτη».
Η απάντηση ήταν μουσική αναμονής. Ο Ντάνιελ Πάουτερ ήταν καλύτερα από ό,τι συνήθως, αλλά ο Μάικ δεν χρειαζόταν την υπενθύμιση ότι είχε άσχημη μέρα. Το blue sky haaaw-liday διακόπηκε απότομα από μία μονότονη, ανδρική φωνή.
Ο Μάικ είπε, «Έχω ένα σημαντικό μήνυμα για μία επιβάτη, την Κάθριν Γουίνγκεϊτ».
Μια παύση. «Μάλιστα. Ναι». Λίγο θρόισμα καθώς ο δέκτης του τηλεφώνου καλύφθηκε, και έπειτα, «Είναι κάποιος εδώ που μπορεί να σας βοηθήσει. Σας συνδέω».
Μια άνετη, γυναικεία φωνή. «Παρακαλώ;»
Έξυπνο — είχαν βάλει γυναίκα αστυνομικό.
«Γεια σας», είπε με επιφύλαξη ο Μάικ.
«Είμαι με την Κάθριν Γουίνγκεϊτ», είπε η γυναίκα. «Με ενημέρωσαν ότι έχετε ένα μήνυμα γι’ αυτήν».
Ο Μάικ έκλεισε το τηλέφωνο. Έσκυψε το κεφάλι του. Αν ήλεγχαν τον λογαριασμό της Άνναμπελ στο PayPal και έψαχναν για πτήσεις στο όνομα της Κατ, αυτό σήμαινε ότι μπορεί να παρακολουθούσαν τρένα και σύνορα καθώς και στενούς συγγενείς. Πράγμα που σήμαινε ότι δεν είχε ιδέα, πέρα από τους τέσσερις τοίχους αυτού του πανάθλιου μοτέλ, πού ήταν ασφαλές να πάει την κόρη του.
Η Κατ βγήκε από την μπανιέρα πετάγοντας πιτσιλιές, οι αντανακλάσεις από το νερό τρεμόπαιζαν έξω από την ανοιχτή πόρτα. Τραγουδούσε απαλά, η ίδια παράτονη τρυφερότητα που εκχυλίστηκε και στη φωνή της Άνναμπελ, όταν την άκουσε ο Μάικ μέσα από το μόνιτορ.
«Νανουρίσματα καληνυχτίζουν, με ρόδα τον ύπνο ευπρεπίζουν— Μπαμπά; Τι σημαίνει ευπρεπίζουν; Μπαμπά;»
Η φωνή του ήταν βραχνή. «Στολίζουν, ομορφαίνουν».
«Αα. Ευπρε-πί-ζουν. Νανουρίσματα καληνυχτίζουν—»
Έσκισε την κάρτα επιβίβασης για την πτήση των 5:30 στη μέση, έπειτα συνέχισε να σκίζει και να σκίζει, τα εκατό μικροσκοπικά κομματάκια έπεσαν σαν χιόνι στο χαλί. Ο κόμπος στον λαιμό του τον δυσκόλευε να αναπνεύσει.
«Νανουρίσματα καληνυχτίζουν, της Μητέρας σου τη χαρά φροντίζουν. Της Μητέρας σου τη χαρά;»
«Εσύ, γλυκιά μου», κατόρθωσε να πει. «Αυτή είσαι εσύ».
Έσκισε και την κάρτα επιβίβασης για την πτήση των 11:45, στην οποία και σκόπευε να τη βάλει, αν η πρώτη ρυθμιζόταν χωρίς προβλήματα, έπειτα κοίταξε κάτω τα σκουπίδια.
Και τώρα τι;
«Λαμπρά αγγελούδια αγρυπνούν την αγάπη μου φυλούν. Θα σε φυλούν να κοιμηθείς».
Ο Μάικ έγειρε πίσω το κεφάλι του, καθάρισε τον λαιμό του, σκούπισε τη μύτη του. Η Κατ ήταν έξω από το μπάνιο τώρα, στέγνωνε το ροζ σωματάκι της, τεντώθηκε, οι ώμοι και τα γόνατά της πρόβαλλαν από τις άκρες της πετσέτας. Απορροφημένο νερό είχε φουσκώσει τον φτηνό, κόντρα-πλακέ πάγκο@ σκουριά υπήρχε γύρω από τις βρύσες. Δεν είναι μέρος γι’ αυτήν, σκέφτηκε.
Θυμήθηκε την έκκληση που είχε κάνει η Άνναμπελ καθώς το μαύρο αίμα της κυλούσε από την πληγή ανάμεσα στα πλευρά της. Σε αυτόν, να πάρει την Κατ μακριά από όλο αυτό. Σε αυτόν, να την προστατέψει.
Και εξέτασε τη σκληρή πραγματικότητα του τι θα έπρεπε ίσως να κάνει, για να εκπληρώσει αυτή την υπόσχεση.
Μάζεψε τα κομφετί από το χαλί, τα πέταξε στα σκουπίδια, και πήγε στην Κατ. Η πετσέτα, κρεμασμένη πάνω από τους ώμους σαν τη ρόμπα ενός μποξέρ, χωρίστηκε γύρω από τη μικρή δίπλα της κοιλιάς της. Είχε κάνει τα μαλλιά της με το στέγνωμα πολύ φουντωτά, οι μπούκλες πετάχτηκαν προς τα πάνω. Και, βέβαια, δεν υπήρχε σπρέι που ξεμπέρδευε τα μαλλιά, το οποίο η Άνναμπελ θα είχε σκεφτεί να αγοράσει. Της βούρτσισε με υπομονή τα μαλλιά, από τις μικρότερες στις μεγαλύτερες τούφες, ξεμπερδεύοντας λίγα εκατοστά κάθε φορά, ο σουβλερός πόνος εξαντλούσε την Κατ, μέχρι που άρχισε να κλαψουρίζει.
«Μείνε ακίνητη, γλυκιά μου, πρέπει να—»
«Αχ. Αχ». Τον έσπρωξε. Έπιασε τα χέρια της, τα χαμήλωσε και άρχισε πάλι. Είχε κάνει τη μισή δουλειά και έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε να τραβήξει μια αλογοουρά μέσα από ένα λαστιχάκι. Τα μάτια της βούρκωναν από τον πόνο, και ενώ αυτός στενοχωριόταν περισσότερο, προσπαθώντας να το πετύχει, προσπαθώντας να το κάνει σωστά. «Αχ. Όχι έτσι, Μπαμπά». Τελικά, πετάχτηκε μπροστά και γύρισε την πλάτη της προς τον πάγκο, στάθηκε σαν πολεμιστής. Έσκαβε στο κεφάλι της με τα νύχια της τώρα, έξυνε αρκετά δυνατά που προκάλεσε κοκκινίλες στη χωρίστρα.
Ένας συγκρατημένος φόβος τον διαπέρασε. «Άσε με να κοιτάξω».
«Δεν έχω ψείρες».
«Άσε με να κοιτάξω».
«Όχι».
«Κατ». Την έπιασε από το αδύνατο χέρι της, τη γύρισε, και της χαμήλωσε το κεφάλι.
Μικροσκοπικές, λευκές κουκκίδες στον αυχένα της.
Αυγά.
Διάβασε την έκφρασή του στον καθρέφτη και πάλεψε να ελευθερωθεί από το πιάσιμό του. «Όχι. Όχι πάλι. Όχι άλλη μαγιονέζα στο κεφάλι μου. Δεν αντέχω άλλο. Δεν μπορώ. Δεν μπορώ».
«Δεν έχουμε άλλη επιλογή!» φώναξε.
Αποτραβήχτηκε με την πλάτη στον πάγκο, γέρνοντας προς τα πίσω και μακριά του.
«Μας τελείωσαν οι επιλογές. Και η μαγιονέζα δεν έχει αποτέλεσμα». Τα δόντια του ήταν σφιγμένα. «Με το μαλακό, δεν υπάρχουν αποτελέσματα, Κατ. Για να το φτιάξουμε αυτό, πρέπει να σκεφτούμε πιο σκληρές λύσεις. Το χημικό σαμπουάν μπορεί να βρομάει και μπορεί να μη σου φαίνεται καλό, αλλά μερικές φορές αυτό είναι που... αυτό που απαιτείται... αν θέλουμε να σε προστατέψουμε από...»
Συνειδητοποίησε, με φρίκη, ότι ήταν έτοιμος να κλάψει.
Η Κατ είχε ασπρίσει όσο και η πετσέτα, η οποία είχε πέσει στα πόδια της. Το στόμα της ορθάνοιχτο, τα χείλη της έτρεμαν. Τα χέρια της μισοσηκωμένα μπροστά της.
Ο Μάικ πίεσε το χέρι του στον τοίχο, έγειρε λιγάκι, προσπάθησε να ρυθμίσει την αναπνοή του. Σφιγμένη, περίμενε. Την πλησίασε κι εκείνη πετάχτηκε πίσω ορμητικά.
«Συγγνώμη. Μου λείπει και εμένα η μαμά σου. Είναι πολύ καλύτερη στα—» Η φωνή του έσπασε, πάρα πολύ. «Μου λείπει κι εμένα».
Η Κατ ξεπάγωσε, πρώτα χαμηλώνοντας τους ώμους της, έπειτα χαλαρώνοντας τα χέρια. Έσκυψε, μάζεψε την πετσέτα και την τύλιξε σφιχτά γύρω της. Το κεφάλι της ήταν κάτω και δάκρυα έσταζαν πάνω στον φθαρμένο, λεπτό μουσαμά. Την πλησίασε διστακτικά, αλλά εκείνη δεν έφυγε, και τότε την τράβηξε και την αγκάλιασε, καθώς αυτή άρπαξε το χέρι του.
Είδαν λίγο κακή τηλεόραση και έφαγαν αργά —«Πω-πω, Μπαμπά, άψογα! Φιστικοβούτυρο και χυμός! Μμ-μμμ». Έβαλε τα δυνατά του να χαμογελάσει, να κρατήσει ελαφριά την ατμόσφαιρα, αλλά το πρόσωπό του έμοιαζε ξύλινο, τα λεπτά που περνούσαν μια αντίστροφη μέτρηση για κάποιο τελικό γεγονός. Έκανε για αρκετή ώρα ντους και έσυρε ένα ξυράφι της μιας χρήσης κατά μήκος του προσώπου του. Την τελευταία φορά που ξυρίστηκα ήταν στο δικό μου μπάνιο και σκεφτόμουν ότι χρειαζόταν να αγοράσω περισσότερα ξυραφάκια. Η Άνναμπελ ήταν στο κρεβάτι ξεφυλλίζοντας ένα περιοδικό και σιγοτραγουδούσε φάλτσα Νίνα Σιμόν.
Έτριψε με κρύο νερό το πρόσωπό του για να καθαρίσει τα υπολείμματα, έπειτα επέστρεψε να δει το τέλος των Simpsons. Τελικά, έβαλε την Κατ στον γαλάζιο υπνόσακο και έκλεισε το φερμουάρ, ήλεγξε τις μπαταρίες του μπέιμπι-μόνιτορ και το έβαλε μέσα, ανάμεσα σ’ αυτήν και τον Σνόουμπολ ΙΙ. Αυτός και η Κατ προσποιήθηκαν ότι δεν πρόσεξαν ότι έξυσε το κεφάλι της.
Τα φύλλα από τις κουρτίνες μόλις που ακουμπούσαν στη μέση, έτσι τράβηξε εκεί μια καρέκλα, για να τις κρατήσει κλειστές. Όταν γύρισε, η ματιά της Κατ ήταν εστιασμένη και έντονη, και συνειδητοποίησε ότι, όταν είχε σηκωθεί η μπλούζα του πριν μια στιγμή, είχε αποκαλύψει το όπλο πίσω στη μέση του.
«Φοβάμαι», είπε. «Τον θάνατο».
Πλησίασε, κάθισε δίπλα της, και ακούμπησε μαλακά τη μύτη της με τους κόμπους των δαχτύλων του. «Όλοι τον φοβούνται».
«Κι εσύ;»
Μία διορατική ερώτηση που εξέθεσε αυτό που σκεφτόταν.
«Λιγάκι», είπε. «Βέβαια».
«Τι σε τρομάζει περισσότερο; Να πεθάνεις ή να μην ξαναδείς πια εμένα και τη Μαμάκα;»
«Ποια είναι η διαφορά;» είπε γλυκά.
Μετά από μια στιγμή το πρόσωπό της άλλαξε και κούνησε το κεφάλι της. Τη φίλησε στο μαγουλο μυρίζοντάς την. Κούρνιασε στο μαξιλάρι της.
Χάιδεψε το κεφάλι της, μέχρι που αποκοιμήθηκε.
Αφού έβαλε στην τσέπη του το κινητό και κρέμασε στη ζώνη του το μόνιτορ, κλείδωσε την Κατ στο δωμάτιο, προχώρησε μερικά βήματα στον εξωτερικό διάδρομο και στήριξε την πλάτη του στον τοίχο. Απέναντι από τις θέσεις στο πάρκινγκ βούιζε η διερχόμενη κίνηση. Ο αέρας μύριζε πετρέλαιο κίνησης και κνίσα από φαστ-φουντ. Στο έδαφος, μυρμήγκια κατέκλυσαν ένα φαγωμένο μήλο. Το μόνιτορ γκρίνιαξε λίγο και ο Μάικ κινήθηκε πλαγίως, σαν κάβουρας, μισό μέτρο περίπου πιο κοντά στην πόρτα τους, για να σταματήσει.
Μια καμαριέρα στον διάδρομο έσπρωξε προς το μέρος του το μακρύ κοντάρι από τη σκούπα, το κεφάλι της κατεβασμένο. Ήταν πολύ σκεβρωμένη, πάρα πολύ μεγάλη, ντυμένη στα μαύρα με μια παλιομοδίτικη στολή καμαριέρας, ένα στερεότυπο αν δεν ήταν ορατά τα ακουστικά του iPod μέσα από τα γκρίζα, σκληρά σαν σύρμα μαλλιά της. Η σκούπα έκανε ένα σύρσιμο στο πέρασμά της στον διάδρομο, ένα παλιρροϊκό κύμα από σκόνη κατρακυλούσε προς το μέρος της. Η καμαριέρα δεν πρόσεξε τον Μάικ, ούτε όταν έσκυψε ακόμη, με τα κόκαλά της να τρίζουν, να πάρει το μήλο και να μαζέψει με το φαράσι τα υπολείμματα. Συνέχισε έξω στο πάρκινγκ, οι σκληρές τρίχες της σκούπας έξυναν το τσιμέντο νωχελικά — σσουουπ σσουουπ σσουουπ.
Ο Σεπ το σήκωσε με το πρώτο χτύπημα. «Είμαι κοντά», είπε. «Στην Κίκι Ντουπλίσνι. Όλοι ξέρουν ότι περνάω από ακρόαση απατεώνισσες για μια δουλειά. Το όνομά της κυκλοφορεί τριγύρω. Άργά ή γρήγορα κάποιος θα μας φέρει σε επαφή».
Ο Μάικ είπε, «Η Άνναμπελ αναρρώνει, σωστά;»
Ο Σεπ δεν απάντησε.
«Μπορείς να φροντίσεις την Κατ, μέχρι να σταθεί ξανά στα πόδια της η Άνναμπελ;» ρώτησε ο Μάικ.
Η γριά συνέχισε τη δουλειά της τριγύρω στο πάρκινγκ — σσουουπ σσουουπ σσουουπ.
«Τι προσπαθείς να κάνεις, Μάικ;»
«Θέλουν εμένα. Όχι την Κατ. Εμένα».
«Κι αν η Άνναμπελ δεν γίνει καλά; Κι εσύ λείπεις; Θέλεις να εξηγήσω εγώ στην κόρη σου ότι ο πατέρας της τα παράτησε και γι’ αυτόν τον λόγο τη μεγαλώνει με λάθος τρόπο ένας διαρρήκτης χρηματοκιβωτίων;»
«Δεν τα παρατάω. Τους αντιμετωπίζω. Ίσως τους κατατροπώσω, με κάποιον τρόπο. Αν νικήσουν—»
«Τον έχω δει τον Ντοτζ», είπε ο Σεπ. «Θα νικήσει».
Το μόνιτορ στον γοφό του Μάικ τσίριξε και αυτός χαμήλωσε την ένταση. «Τότε θα έχουν πάρει αυτό που θέλουν. Και η Κατ δεν θα τους είναι χρήσιμη. Θα είναι ασφαλής».
«Θα βρω την Κίκι Ντουπλίσνι», είπε ο Σεπ. «Σύντομα. Θα μας τους αποκαλύψει. Και έτσι θα βρούμε εμείς αυτούς, αντί να βρούνε αυτοί εσένα».
«Και η Κατ θα κάνει, τι; Θα κρατάει την καραμπίνα;» Πηγαινοερχόταν στον διάδρομο, η σκούπα της γυναίκας ακουγόταν αφύσικα δυνατά, πλησιάζοντάς τον, διαλύοντας του τα νεύρα — ΣΣΟΥΟΥΠ ΣΣΟΥΟΥΠ ΣΣΟΥΟΥΠ. Γύρισε πέφτοντας σχεδόν πάνω της, αλλά το κεφάλι της παρέμενε σκυμμένο, καθώς κάθισε στις φτέρνες της να μαζέψει από το πάτωμα με το φαράσι, οι κόγχες των ματιών της σκοτείνιαζαν. Από τα ακουστικά που ήταν κρυμμένα μέσα στα μαλακά, ζαρωμένα αφτιά της, διέρρευσε αμυδρά μουσική, μια στριγκλιά από βιολί και τρομπέτα μαριάτσι. Ο Μάικ κοίταξε πάνω από τον ένα σκυμμένο της ώμο διακρίνοντας σκορπισμένες, ανάμεσα στο συνοθύλευμα από σκόνη και γόπες, τις φλούδες από αναρίθμητους ηλιόσπορους που γυάλιζαν ακόμη από το σάλιο.
Το τηλέφωνο έπεφτε από το χέρι του, σε αργή κίνηση, σπάζοντας στο τσιμέντο.
Η συσκευή στον γοφό του μετέτρεψε τη διαπεραστική κραυγή της Κατ σε κάτι σαν βόμβο σφήκας.
Και αυτός έτρεχε σαν αστραπή, δέκα μέτρα πανικού που συνοδεύτηκαν με τη φασαρία από τα παράσιτα στο μόνιτορ, στο οποίο είχε ανεβάσει τέρμα την ένταση — ένας γδούπος, ένα τρίξιμο μετάλλου πάνω σε μέταλλο, βραχνές, πνιχτές κραυγές.
Παρέσυρε την πόρτα βγάζοντας την από τους ευτελείς μεντεσέδες της.
Το κρεβάτι ήταν άδειο.
Η Κατ —και ο υπνόσακος που ήταν κουκουλωμένη— έλειπαν.