Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 22

Αφροδίτη Κυριάκη: Ενδοχωρώ

Ενδοχωρώ, ποίηση, Αφροδίτη Κυριάκη, Εκδόσεις Vakxikon.gr, 2013

 

Ένδον

Αλλιώτικα ξημέρωσε,
αλλιώτικα στο λιόγερμα το φως πλάγιασε
κι άλλα λόγια απόψε
μυστικά
ψιθυρίζει η νύχτα.
Tούτη την ώρα
που απόμερες γίνηκαν οι ανάσες των ανθρώπων,
ο πίσω χρόνος το βημόθυρο
ξεκλειδώνει.

Και να
του χρόνου οι καβαλάρηδες σιμώνουν. 
O χρόνος, ο χαμένος κι ο κερδισμένος,
αντάμα καλπάζουν
ανάμεσα από λάφυρα και πληγές,
ασέληνους και πανσέληνους ουρανούς  
Στα δυσπρόσιτα των βλεμμάτων ζυγώνουν,
και με τα νύχια των αλόγων τους
τη χωμάτινη σάρκα χαράζουν,
όλο και πιο βαθιά,
μέχρι να αφουγκραστείς
για ακόμη μια φορά
τους χτύπους,
που σαν σεπτοί ήλιοι Σ' έθρεψαν.
Εκεί που οι λέξεις δεν ηχούν,
δεν φτιάχνουν λόγια,
μα σωπαίνουν...
Οι πιο φλύαρες σιωπές, ένδον.


Επικλητικό

Δίωξε τις κίτρινες μνήμες μου…
δε θέλω να θυμάμαι
τίποτα από εκείνο το γαλάζιο που ξεθώριασε
-στις αναβολές των περιστάσεων-
και που χλωμό πρόσωπο χωρίς λαλιά και βλέμμα
απέμεινε να στέκει εντός μου.

Σπάσε τους καθρέφτες
που πίσω από την πλάτη
ορίζουν χρόνους
παλιούς.
Απόκαμα να μετρώ τις αποστάσεις με το χθες
-ήρθε..! και επίγνωση έφερε-
μα τώρα να προσπεράσει πρέπει
τους αυλοκόλακες καταργώντας
για να ευδοκιμήσει περηφάνια πάλι.

Πάρε μακριά των καραβιών τις μνήμες
που μέσα τους
λαθρεπιβάτης ταξίδεψα
θωρώντας από την θάλασσα
τα απόνερα της.

Σφράγισε τα μισάνοιχτα όστρακα,
άλλα παραμύθια
για γοργόνες και καραβοκύρηδες
μην καμώσουν.

Σώπασε τις φωνές
που ξέχασαν πως προφέρεται τ’ όνομα μου
στο μόνο και στη σιγασιά της νύχτας

Κλείσε τους δρόμους
που αθόρυβα περπάτησα
εφησυχασμούς να μην ταράξω
και φόβους επαναπαυμένους μην ξυπνήσω
των ανθρώπων που πίστευαν
πως το λίγο βαστούσαν.

Στάξε μούχρωμα
στη νοσταλγία των μικρών πραγμάτων
που κάτω από φανοστάτες κάθονται
φως να κλέβουν
και θεόρατα να σκιάζουν.

Διέλυσε τις πλάνες του νερού
που κάποτε πίστη βάφτιζα.
Ντύσε με ανυποψίαστες αλήθειες
τους τοίχους της κάμαρας μου.

Και…
σκέπασε τον θυμό του χειμώνα
άλλο ξεπάγιασμα
στην ψυχή μου
μη στείλει.

Έτσι ας γίνει.

Περίπατος

Μια στιγμή
κι αλλιώτικα γύρισε ο καιρός.
Χορταριασμένες θύμησες
υπαγόρευσε
μετατρέποντας την αποτραβηγμένη άμπωτη
σε πλημμυρίδα.

Επέστρεψε ήχους το νερό
-ανείπωτους-
εκπληρώνοντας την υπόσχεση
εκείνης της μέρας
-που βάσταξα στα χέρια μου
όλα τα ξεβρασμένα φύκια
μιας φθινοπωρινής θάλασσας-
και που ακόμα,
το γέλιο της θυμάμαι.

Πόσο ευσπλαχνικά αντήχησε
εντός μου.
Και εκεί
σε εκείνη τη λύτρωση
ορκίστηκα να ζήσω.

Μια λέξη
κι η μέρα αλλιώτικα έτρεξε.
Με ταχύτητες ξέχειλες
ρέει στο παντού,
συρρικνώνοντας ζωή σε λαχανιασμένες αφηγήσεις.

Σ’ απρόβλεπτους ορίζοντες διευρύνομαι,
πεθυμιές ξετυλίγω,
υπερβάλω κι αφήνομαι
μεθυσμένη
στα σπάργανα μιας ανάσας πρωτόφαντης.

Κι εδώ
σε τούτους τους παλμούς
θέλω να ζήσω,
την αιωνιότητα της μέρας
που -απροσδόκητα- με μια φλούδα φεγγάρι
μου χαρίστηκε σε μια στιγμή
ο ουρανός όλος.