Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 22

#2 Γιώργος Μαρκόπουλος - Κωστής Νικολάκης: "Δεν κάναμε μια ακόμη ανθολογία αλλά ένα βιβλίο αγάπης"

Συνέντευξη
στον Νέστορα Πουλάκο
Συνάντησα τον ποιητή Γιώργο Μαρκόπουλο και τον ποιητή - εκδότη Κωστή Νικολάκη στο θρυλικό βιβλιοπωλείο - εντευκτήριο των εκδόσεων Εκάτη, στη Γ' Σεπτεμβρίου 91 της Πλατείας Βικτωρίας, ώστε να συζητήσουμε για το βιβλίο που αντιπροσωπεύει μια ολόκληρη, σίγουρα αλλοτινή εποχή: τα Ποιήματα που αγαπήσαμε (Εκάτη 2009) είναι μια ιδιότυπη ποιητική ανθολογία που εκτείνεται από τους ανανεωτές της παράδοσης μέχρι και τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά. Έτσι κι αλλιώς, στις 300 και σελίδες του περιλαμβάνονται τα ποιήματα που διαβάστηκαν στο βιβλιοπωλείο του Κ. Νικολάκη, στα κρυφά, με άφθονα τσιγάρα και αλκοόλ ως συνοδευτικά, για τρεις και πλέον δεκαετίες.Κι όπως αναφέρουν οι επιμελητές - ανθολόγοι στον πρόλογο τους: Ήμασταν άλλοι παιδιά και άλλοι μεγαλύτεροι, όταν από το βιβλιοπωλείο της οδού Γ' Σεπτεμβρίου 91, φεύγοντας και ο τελευταίος βραδινός πελάτης, κλείναμε την πόρτα και, διψασμένοι για ποίηση, διαβάζαμε, διαβάζαμε, ποιήματα μεγάλα σαν πέτρες σε λιμάνια, όπου και τα γερανοφόρα ακόμη παραιτήθηκαν από το να τις σηκώσουν, ποιήματα... δύστροπα, επίσης, που έπρεπε με κόπο να σπάσεις το κέλυφος τους για να φτάσεις στον πυρήνα, αλλά και ποιήματα... φτωχά, που οι πολλοί τα προσπερνούσαν όπως τους σταθμούς όπου δε σταματάνε πια τα τραίνα.

Εμείς, πάντως, πρέπει να ομολογήσουμε πώς δίναμε ιδιαίτερη έμφαση σε αυτά τα τελευταία, στα μικρά και ταπεινά, πού μπορεί να μην ήσαν μεγαλειώδη, άναβαν όμως μια σπίθα μέσα μας και έφερναν ένα κάτι πού μάς συντροφεύει ακόμη και σήμερα...

Μιλήστε μου για την Ιστορία αυτού του βιβλίου.

Κωστής Νικολάκης: Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, μαζί με τους θαμώνες αυτού του βιβλιοπωλείου, πολλοί εκ των οποίων ποιητές και συγγραφείς, αποφασίσαμε να μένουμε τα βράδια μετά το κλείσιμο του, και να διαβάζουμε και να συζητάμε τα ποιήματα που μας άρεσαν, μας έκαναν εντύπωση και μας προκάλεσαν το ενδιαφέρον ή και τα δικά μας, αυτά που γράφαμε οι ίδιοι. Εν ολίγοις, στο επίκεντρο ήταν τα διαβάσματα και τα γραφτά μας και φυσικά ότι επιπλέον ανακαλύπταμε εκείνη την εποχή. Αυτές οι συναντήσεις βέβαια ήταν και μια καλή αφορμή για να γνωριστούμε καλύτερα και να πιούμε και ένα ποτάκι, χαλαρώνοντας από την ένταση της ημέρας. Είκοσι χρόνια και κράτησαν αυτές οι βραδιές. Και μετά από καιρό, σε μια συνάντηση μας με το Γιώργο, αποφασίσαμε αυτή την έκδοση.

Γιώργος Μαρκόπουλος: Ακριβώς. Με τον Κωστή είμαστε αδελφικοί φίλοι και μια φορά, όταν συζητούσαμε και θυμόμαστε τα παλιά, είπαμε να βάλουμε μπροστά αυτή την έκδοση. Ένα βιβλίο με ποιήματα που διαβάσαμε, συζητήσαμε και αγαπήσαμε σε εκείνες τις ατελείωτες βραδιές αλλά και ποιήματα που μπορεί να μην ακούστηκαν σε αυτό το χώρο αλλά... κολλούσαν με το κλίμα αυτής της εποχής που πλέον έχει περάσει. Και να τονίσω ότι η συνεργασία μας ήταν άψογη, αγαπημένη και απολύτως αρμονική.

Άρα, έχουμε να κάνουμε με μια έκδοση αγάπης, μνήμης και νοσταλγίας;

Κ.Ν.: Σωστά. Καθότι εκείνα τα χρόνια και αυτές οι βραδιές συνιστούν μια ολόκληρη εποχή που μας λείπει πολύ. Θυμόμαστε ακόμη έντονα, πολλές φορές με το Γιώργο που έρχεται από εδώ και τα λέμε, τις μεγάλες κουβέντες που κάναμε, τα γέλια και τις συζητήσεις, αλλά και τις απαγγελίες ποιημάτων που μας είχαν μείνει χαραγμένα στο μυαλό. Μάλιστα, πολλοί ερχόμασταν σε αυτές τις βραδιές φορτωμένοι με ποιήματα ώστε να τα κουβεντιάσουμε και να καταλήξουμε στη σημαντικότητα τους ή όχι -άλλωστε, και όπως είναι φυσικό, δεν άρεσαν σε όλους τα ίδια πράγματα.

Γ.Μ.: Και μάλιστα, για να συνεχίσω αυτό που έλεγα πριν, όσο περνούσε ο καιρός και προετοιμάζαμε την έκδοση όλο και θυμόμαστε κι άλλα ποιήματα, κι άλλα κι άλλα, και γι' αυτό ευχαριστώ τόσο τον Κωστή όσο και το γιο του Χρήστο Νικολάκη, που έχει τις εκδόσεις Εκάτη, που δεν φέρανε ποτέ αντίρρηση για το εύρος του βιβλίου. Για το οποίο θέλω να σημειώσω δυο πράγματα: ότι δεν είναι ανθολογία μια και δεν ακολουθεί κανέναν κανόνα της. Και ότι είχαμε ως σημαντικό σύμβουλο έκδοσης τον αγαπημένο φίλο και θαμώνα σε εκείνες τις βραδιές, Κώστα Τσαλαπάτη.

Το βιβλίο περιέχει ποιήματα μέχρι τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά. Όμως παρατήρησα κάποια μεταγενέστερα όπως εκείνα του Γιάννη Βαρβέρη και του Γιώργου Καραβασίλη.

Κ.Ν.: Έχεις δίκιο. Ο λόγος που τα συμπεριλάβαμε είναι ότι τόσο ο Βαρβέρης όσο και ο Καραβασίλης ήταν θαμώνες εκείνων των συναντήσεων και θέλαμε με το Γιώργο να τους τιμήσουμε για την παρέα τους. Κατ' εξαίρεση λοιπόν περιλήφθηκαν και από τη μεγάλη αγάπη μας στο πρόσωπο τους.

Άραγε, υπάρχει ένα ποίημα που πυροδότησε εκείνες τις βραδιές και βέβαια, μεταγένεστερα, αυτή την έκδοση;

Κ.Ν.: Καλά κάνεις και ρωτάς γιατί όντως οφείλουμε τόσο τις συναντήσεις μας όσο και την έκδοση αυτή σε ένα ποίημα του Ασημάκη Πανσέληνου, το Καφενείον Γρηγορίου Μπαγιώρη, από τη συλλογή Μέρες οργής που είχαν κυκλοφορήσει οι εκδόσεις Ίκαρος. Είμαστε, λοιπόν, στο 1972 και περνώντας από τις εκδόσεις Δωρικός μου... φορτώνουν, κυριολεκτικά και μεταφορικά, πολλά αντίτυπα αυτού του βιβλίου που σάπιζαν στην αποθήκη (περί τα χίλια). Εγώ, τότε, με το καρότσι μου και αυτό το βιβλιοπωλείο μπορούσα να προωθήσω το βιβλίο του Πανσέληνου. Όπως κι έγινε! Άνοιξα κι εγώ το βιβλίο και πέφτω πάνω σε αυτό το ποίημα. Αποκάλυψη! Φώναξα πέντε φίλους και τους το διάβασα από μνήμης... Όλοι άφωνοι! Τότε έγινε ο εθνικός μας ύμνος, σαν να λέμε, και αποτέλεσε τη σπίθα για εκείνες τις βραδιές.

Γ.Μ.: Και συμπληρώνω ότι πρόκειται για ένα υπέροχο ποίημα που δε θα μπορούσε παρά να αποτελέσει όντως τον εθνικό μας ύμνο. Να το απαγγείλεις Κωστή;

Στην άκρια της οδού λιτό κι απέριττο
το καφενείο του σύντροφου Μπαγιώρη.
Τη μοναξιά του θέρμαινε η συζήτηση
σαν ούρλιαζε στο δρόμο το αγριοβόρι.
Μες στου γκαζιού τη λάμψη την ωχρόλευκη
σκυφτός το «Ριζοσπάστη» ένας διαβάζει,
πεντέξη εργάτες τον ακούν αμίλητοι
κι ο γέρο καφετζής αναστενάζει.

Εκεί ο καφές, μισό φράγκο φτηνότερος,
συγκέντρωνε εραστές του κάθε Ωραίου,
εκεί ήταν η διεύθυνση κι η σύνταξη
του φύλλου μας του «Επαναστατικού Δικαίου».

Όμως μια μέρα που είχαμε συγκέντρωση
ενάντια στη λευκή τρομοκρατία,
κάποιος σπιούνος, μάθαμε, μας πρόδωσε
και μπήκε να μας πιάσει η αστυνομία.

Κάποιοι βρεθήκαν έτοιμοι και τράβηξαν
γενναίοι σε φυλακές και σ’ εξορίες
και κάποιοι, από μια σύμπτωση σωτήρια,
σκεπτικιστές – αλλάξαν θεωρίες.

Βέβαια με χιούμορ τούτοι θ’ αναφέρουνε
συχνά το καφενείο του κυρ Μπαγιώρη,
πήραν πτυχίο και κάποιοι πολιτεύουνται
στις επαρχίες, γιατροί και δικηγόροι.

Κι οι άλλοι; Μα γι’ αυτούς ας μη μιλήσουμε.
Κι ο σύντροφος που ζούσαμε μαζί του
βαρέθη να προσμένει – τι να πρόσμενε;
και πούλησε κι αυτός το μαγαζί του.

 

Τι είναι αυτό που ξεχωρίζει την έκδοση Ποιήματα που αγαπήσαμε από αντίστοιχες συγκεντρωτικές συλλογές;

Κ.Ν.: Το ότι δεν είναι ανθολογία. Γιατί η έκδοση περιέχει ποιήματα και ποιητές που δεν θα μπορούσε να διαβάσει, ή ακόμη χειρότερα να γνωρίσει ο αναγώστης ο οποίος δεν είναι τόσο χωμένος στην ποίηση. Είναι ένα βιβλίο αγάπης που βάλαμε αυτούς που μας αρέσανε, από τον Καβάφη μέχρι ποιητές εντελώς άγνωστους στο ευρύ κοινό.

Γ.Μ.: Συμφωνώ με τον Κωστή. Το ότι δεν είναι ανθολογία ξεχωρίζει αυτή την έκδοση. Γιατί αν ήταν δε θα επιλέγαμε τον Ευρυπίδη τον Αθηναίο του Σεφέρη ή την Ηδονή του Καβάφη αλλά πιο γνωστά και προβεβλημένα ποιήματα τους. Όπως επίσης δε θα βάζαμε ποιητές του ενός ποιήματος, κάτι που δε θα έκανε ποτέ ένας ανθολόγος.