Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 22

Άνθρωποι πραγματικοί κι ανύπαρκτοι - Γιάννης Παπαγιάννης

Άνθρωποι πραγματικοί: οι γνωστικοί άνθρωποι.


Λένε πώς η Gertrude Stein, τις τελευταίες στιγμές της ζωής της, στη νεκρική κλίνη, ρώτησε τη σύντροφό της: «ποια είναι η απάντηση»;
Κι όταν δεν πήρε απάντηση, είπε: «εν τοιαύτη περιπτώσει, ποια είναι η ερώτηση»;

ΆΝΘΡΩΠΟΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΙ: Ο άχρονος άνθρωπος.


Ο Georg Kantor, πατέρας της θεωρίας συνόλων, ήταν ο άνθρωπος (λένε) που ανακάλυψε το μοναδικό τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας όπου ο χρόνος δεν υπάρχει. Παρατήρησε, λοιπόν, αυτός ο μέγας μαθηματικός ο οποίος κατέληξε έγκλειστος σε ψυχιατρική κλινική, ότι στα μαθηματικά ό,τι είναι αληθές, δεν είναι αληθές παντού, ενώ, αντίθετα, ό,τι είναι αληθές, είναι πάντα αληθές, επομένως, στα μαθηματικά δεν υπάρχει χρόνος. Και, ορμώμενος από την αλήθεια του αυτή, σκέφτηκε, μήπως, εφ’ όσον υπάρχει έστω ένας τομέας δραστηριότητας που δεν υπάρχει χρόνος, ο χρόνος δεν υπάρχει και σε άλλες δραστηριότητες, αλλά είναι ψευδαίσθηση και, μήπως, εάν πιστέψει ότι ο καιρός δεν περνάει, σταματήσει πράγματι ο χρόνος και αυτός, ο Georg Kantor, γίνει ο πρώτος άνθρωπος που θα κερδίσει την πραγματική αθανασία.

Άνθρωποι πραγματικοί: Ο άνθρωπος που δεν γνώριζε πώς ήταν.


Υπήρχε ένας άνθρωπος που δεν ήξερε τίποτα, ούτε καν πώς ήταν η φάτσα του, γιατί το πρόσωπό του στον καθρέπτη έμοιαζε διαφορετικό απ’ ό,τι το έβλεπαν οι άλλοι κι οι φωτογραφίες αλλοίωναν, τροποποιούσαν, σε κάθε χάρτινη απεικόνιση ζούσε κι ένας διαφορετικός άνθρωπος και αισθανόταν ως περίεργο, ίσως μάλιστα εφιαλτικό, το γεγονός ότι όλοι οι άλλοι μπορούσαν να τον δουν και μονάχα αυτός δεν μπορούσε να δει τον εαυτό του. Έπειτα όμως κατάλαβε ότι ούτε οι άλλοι μπορούσαν να τον δουν, διότι κάθε ένας είχε μια δικιά του εικόνα και μια δικιά του ερμηνεία κι έτσι υποχρεώθηκε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι κανένας δεν μπορούσε να τον δει, επομένως, αυτό που ήταν, στην πραγματικότητα δεν υπήρχε.

Άνθρωποι πραγματικοί: ο άνθρωπος κι οι νόμοι.


Οι Ρωμαίοι, ως γνωστόν, ήταν ο λαός εκείνος που όχι απλώς υπέταξε τον κόσμο σχεδόν όλο, αλλά επέβαλλε και πολιτισμό και νόμους, ακόμη και στην περίπτωση που ο κόσμος δεν ήθελε τίποτε από τα δύο. Τα θέματα συμπεριφοράς, ακόμη και τα πλέον ασήμαντα, ρυθμίζονταν από θεσπισμένους νόμους κι έτσι κανένας δεν μπορούσε να φερθεί σαν βάρβαρος και να κάμνει του κεφαλιού του. Υπήρχε νόμος ακόμη και για το κολαφίζειν και μάλιστα προέβλεπε, σε περίπτωση παραβίασής του, αποζημίωση 25 ασσαρίων. Ένας λοιπόν εύπορος και νομοταγής πολίτης, το όνομα του οποίου διέσωσε ο Απουλήιος στην ιστορία, λεγόταν Lucius Veratius, ο οποίος είχε το βίτσιο να χαστουκίζει τους Ρωμαίους πολίτες στον δρόμο, έτσι, χωρίς λόγο, έβγαινε πάντοτε συνοδευόμενος από τον αγαπημένο δούλο του. Καθώς εβάδιζαν ησύχως, ξαφνικά ο Lucius Veratius, εάν έβρισκε μαγουλάκι που τον ενέπνεε, σταματούσε και του τραβούσε ένα ξεγυρισμένο χαστούκι κι αμέσως μετά ο δούλος έβγαζε από το βαλάντιό του τα 25 ασσάρια και τα εναπόθετε στο χέρι του θύματος.

Άνθρωποι ανύπαρκτοι: Η κρυφή κοπέλα

Ζούσε, κάποτε, μια νεαρή κοπέλα που δεν είχε τίποτα ιδιαίτερο, (δεν ήταν όμορφη, ούτε άσχημη, δεν μπορούσε να την πει κανείς χαζή, ούτε όμως έξυπνη), εκτός από ένα: εάν κρυβότανε, δεν μπορούσε κανένας να την ξετρυπώσει. Κι ερωτεύτηκε (η κοπέλα) ένα νεαρό αγόρι, το οποίο επίσης δεν είχε τίποτα ιδιαίτερο, εκτός από ένα: όσο καλά κι αν κρυβότανε, τον έβρισκαν πάντα εύκολα. Επειδή οι δύο νέοι έμοιαζαν πολύ σε όλα (εκτός από ένα), αγάπησαν ο ένας τον άλλον και τόσο πολύ την αγάπησε το νεαρό αγόρι, ώστε της έκανε όλα τα χατίρια. Η νεαρή κοπέλα, ειρήσθω εν παρόδω, ήταν λίγο κακομαθημένη κι όσο περισσότερες επιθυμίες της εκπλήρωνε τόσο περισσότερα ζητούσε. Όμως ο άνδρας με προθυμία και χαρά μεγάλη πάντοτε έσπευδε να εκπληρώσει, αφού τη θυσία πολλοί αγάπησαν, τον προδότη όμως κανείς. Έτσι, όταν, μία φορά, σε διάθεση παλιμπαιδισμού ευρισκόμενη, του ζήτησε να παίξουνε κρυφτό, παρ’ ότι ήδη είχαν περάσει πολλά χρόνια από την ηλικία που εθεωρείτο (για το παίγνιο) νόμιμη, εκείνος και πάλι δεν αρνήθηκε. Δυστυχώς όμως, διέπραξαν ένα ολέθριο λάθος. Αντί να τα φυλάει η κοπέλα και να κρυφτεί το αγόρι, οπότε ένα θετικό αποτέλεσμα θα ήταν εξασφαλισμένο, έπραξαν το αντίθετο: τα φύλαξε ο άντρας και κρύφτηκε το κορίτσι. Επειδή όμως όταν κρυβόταν, κανένας δεν μπορούσε να την βρει, ούτε το αγόρι κατάφερε ποτέ να ανακαλύψει την κρυψώνα της. Έτσι η κοπέλα έμεινε για πάντα κρυφή και για πολλά χρόνια ο άντρας που είχε γίνει πια μεσόκοπος και όδευε χωρίς γενναιότητα προς τα γηρατειά, την έψαχνε, την αναζητούσε και πολλές φορές έκλαιγε γιατί είχε χάσει την αγάπη του και περισσότερο στεναχωριόταν και τραβούσε τα μαλλιά του γιατί δεν έφταιγε κανείς, ούτε εκείνος, ούτε η κοπέλα, αλλά μονάχα η τύχη. Ποτέ δεν μπόρεσε να βρει την αγαπημένη του. Ούτε την αγάπη.
Άνθρωποι πραγματικοί: Ο Εσκιμώος


Είχε γνωρίσει, κάποτε, έναν Εσκιμώο από το Dorset, ο οποίος μπορούσε να σκαλίσει, σε ένα κομμάτι από δόντι θαλάσσιου ελέφαντα το οποίο δεν ξεπερνούσε σε μέγεθος το κεφάλι ενός σπίρτου, ομοιώματα ζώων με τόση ακρίβεια, ώστε, εάν κάποιος τα εξέταζε με μικροσκόπιο κι εάν αυτός ο κάποιος τύγχανε να είναι ζωολόγος, μπορούσε να διακρίνει μέχρι και τις ποικιλίες του ίδιου είδους, την κοινή κολυμπίδα, για παράδειγμα, και την κολυμπίδα με τον κόκκινο λαιμό, κι αυτή η τέχνη του (τότε, θυμάμαι) μου είχε φανεί εξαίσια και άχρηστη.

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΙ: Οι άνθρωποι που τα ΕΧΑΣΑΝ όλα.


Μία από τις πολλές παράξενες διαταγές που (εξ)έδωσε ο, διάσημος παρά την μόλις τετραετή βασιλεία του, Ρωμαίος αυτοκράτορας Καλιγούλας, ο οποίος, όπως όλα δείχνουν, είχε χάσει, εκτός από το μυαλό του, και το μέτρο και τις ανθρώπινες διαστάσεις του, ήταν: να μεταφερθούν, από την Ελλάδα στη Ρώμη, όλες οι προτομές των θεών, να αποκεφαλιστούν και στις κενές θέσεις που θα δημιουργηθούν, να τοποθετηθούν αντίγραφα του δικού του κεφαλιού. Η διαταγή δεν υλοποιήθηκε ποτέ, διότι, στο μεταξύ, κόπηκε το πραγματικό κεφάλι του Καλιγούλα, χωρίς να μπει στη θέση κανενός αγάλματος. Οι επόμενοι Αυτοκράτορες και οι συν αυτούς, αναμφισβήτητα πιο λογικοί, ούτε καν διανοήθηκαν να αποκεφαλίσουν αγάλματα.  Απλώς άλλαζαν τα ονόματα των ανδριάντων που έπαιρναν (ή, με βάση μια πιο σύγχρονη λογική, έκλεβαν) από την Ελλάδα, έσβηναν την παλαιά επιγραφή, χάραζαν καινούργια κι ένα άγαλμα, για παράδειγμα, που παλιά έγραφε «Δίας», τώρα γινόταν «Αύγουστος» κι οι προτομές του Μιλτιάδη και του Θεμιστοκλή ανέγραφαν, πλέον, ονόματα Ρωμαίων αρχόντων κι έτσι, οι μεταγενέστεροι αυτοκράτορες και οι συν αυτούς, έχασαν, όχι μόνο τα μυαλά, αλλά και τα πρόσωπά τους.

Άνθρωποι ανύπαρκτοι: Ο άνθρωπος που έμεινε εκεί.


Στη διάλεκτο της φυλής Yoruba, επειδή, όπως λέγουν οι ανθρωπολόγοι, όλες οι κοινωνίες αντιλαμβάνονται μιαν αναλογία ανάμεσα στις σεξουαλικές σχέσεις και την διατροφή, ο γάμος και το γεύμα δηλώνονται με την ίδια λέξη. Έτσι την πάτησε άγρια ένας τουρίστας, ο οποίος είχε το βίτσιο να μάθει μια ξένη γλώσσα που κανένας άλλος δεν μιλούσε και, αφού πήρε μαθήματα από νέγρο διδάσκαλο, ο οποίος στην πραγματικότητα δεν ήταν διδάσκαλος, ούτε και νέγρος, αποφάσισε να επισκεφθεί τη φυλή, για να εξασκήσει πρακτικώς τις γνώσεις του. Αφού συστήθηκε με όλο το τελετουργικό κι είδε τα αξιοθέατα του χωριού, τις καλύβες, τα ιερά και την πράσινη φύση που τον τύλιγε αποπνικτικά, πείνασε και ζήτησε να φάει. Εκείνοι όμως ερμήνευσαν τη λέξη με την δεύτερη σημασία της και, αμέσως, για να τον εξυπηρετήσουν, ως ξένος που ήταν, τον παντρέψανε. Αυτός βέβαια δεν ήθελε, υποχρεώθηκε όμως να αποδεχθεί τη μοίρα του, με τον ίδιο τρόπο που όλοι αναγκάζονται να υποταχθούν στην μοίρα κι έμεινε για πάντα εκεί, αθώο θύμα μιας γλωσσολογικής ιδιομορφίας.

Άνθρωποι πραγματικοί: ο παρ’ ολίγο σοφός άνθρωπος.


Ο Σίμων ο Μάγος, συμπαθής αιρετικός και ταχυδακτυλουργός του 1ου αιώνα μ.Χ., ο οποίος προέτρεπε τους οπαδούς του σε γενικευμένη ακράτεια, ορίζοντας ότι πρέπει να κάνουν συνέχεια σεξ, διότι κάθε γη είναι γη και δεν έχει σημασία πού σπέρνει κανείς, φτάνει μονάχα να σπέρνει, (ήταν κρίμα που δεν επικράτησε, όπως ίσως θα μπορούσε, η δικιά του χριστιανική ηθική, αλλά τον υπερκέρασε εκείνος ο ανέραστος, ο επίμονος ασχημομούρης, ο απόστολος Παύλος), υποστήριζε επίσης ότι: δεν είχε σημασία με ποιον τρόπο ζούσαν οι άνθρωποι, εάν ήταν αμαρτωλοί ή ενάρετοι, ασκητικοί ή μπήχτες, διότι, με όποιον τρόπο κι εάν διαχειρίζονταν το βίο τους στον υλικό κόσμο, θα σωζόντουσαν, εφ’ όσον πίστευαν σε εκείνον. Με αυτήν τη ρήση του, ο Σίμων ο Μάγος έφτασε πολύ κοντά στην υπέρτατη σοφία, στην αόρατη αλήθεια, το άλεφ, το άλφα, το ωμέγα και άλλα γράμματα, αλλά δεν μπόρεσε να την προσεγγίσει διότι, εγωιστής όπως όλοι οι άνθρωποι, δεν κατόρθωσε να δει (κι εάν είδε, δεν κατάφερε να ειπεί) ότι, ακόμη κι αν πίστευαν σε κάτι άλλο κι όχι σ’ εκείνον, σε οτιδήποτε κι εάν πίστευαν, πάλι θα σωζόντουσαν οι πιστοί του, επομένως, στην πραγματικότητα, δεν είχαν κανέναν λόγο να είναι πιστοί του.

Ο Γιάννης Παπαγιάννης έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα Πέντε ώρες (Σύγχρονη εποχή 1989), Η πικρή γεύση (Δελφίνι 1992), Ο ύπνος περιβάλλει (Ιστός 1997) και Η ασθένεια της πεταλούδας (Άγκυρα 2009). Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.