Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 22

Στήλη: Δαίμονας χωρίς ταυτότητα, Μέρος 14ο

Γράφει η Άτη Σολέρτη
Σηκώθηκε απότομα, αυτή τη φορά ντυμένος με τις κανονικές ανθρώπινες διαστάσεις του και βάδισε προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που θα διάλεγε, αν δεν είχε διαπληκτιστεί προηγουμένως με το δαίμονά του. Έκανε έτσι την επανάστασή του.Βάδιζε χωρίς ρυθμό..., πότε αργά και πότε γρήγορα... λες και τον κυνηγούσαν. Ίδρωνε και ξεφυσούσε. Φαινόταν αγχωμένος. Ανήσυχος. Κουρασμένος.

Πέρασε από λεωφόρους, τη γνώριμη  πλατεία, την πλανεύτρα παραλία, τα σκοτεινά σοκάκια..., περπάτησε πάνω στα φωτισμένα από τις βιτρίνες των μαγαζιών πεζοδρόμια, έκανε μια στάση στο σπίτι των αγαπημένων του φίλων... και συνέχισε την άσκοπη πορεία του.

Τα φώτα τράβηξαν και πάλι την προσοχή του. Ήταν τόσο δυνατά! Αναβόσβηναν ρυθμικά. Ήταν πολύχρωμα. Πήγε να τ’ αγγίξει. Ν’ αγγίξει το φως τους, να το λουστεί. Να το δει και να τυφλωθεί... για να μη βλέπει, να μη γεμίζει πια από εικόνες.

Αντίκρισε μια πόρτα και άκουσε δυνατή μουσική και γέλια από μέσα. Η περιέργειά του, τον ώθησε μέσα. Βρέθηκε σ’ ένα φτηνό μαγαζί που δύσκολα ξεχώριζαν οι μορφές που διασκέδαζαν μεταξύ τους. Κάθισε σε μια γωνιά. Του πρόσφεραν ποτό. Δε θέλησε να πιει. Τα φώτα πότε λιγόστευαν και πότε γίνονταν τόσο έντονα που δεν τα άντεχε. Το κεφάλι του βούιζε και πονούσε τόσο, που ήταν έτοιμο να σπάσει. Όλα θόλωσαν. Βάφτηκαν πρασινοκίτρινα.

Καπνός, Ιδρώτας, Αίμα, Αλκοόλ, Αρώματα.... Όλα είχαν ανακατευτεί στον αέρα κι ύστερα στο στομάχι του. Τον έπιασε ένας παγερός ίλιγγος, τόσο μεγάλος που άρχισε να στριφογυρίζει και ο ίδιος γύρω από τον εαυτό του, όπως τα φώτα και οι εικόνες μπροστά στα μάτια του. Γρήγορα παραδόθηκε στη συνήθεια που αποτελούσε για χρόνια το σκοπό της ύπαρξής του. Σε μια συνήθεια εθιστική, που ήταν γι’ αυτόν το ναρκωτικό της συνείδησής του. Η μοναδική θεραπεία της «επάρατης νόσου» του.

Πιστός σ’ αυτήν λοιπόν, παρατηρούσε...

Τις γυμνές σάρκες των κοριτσιών που λικνίζονταν, εκπέμποντας ερωτισμό, στους ρυθμούς αυτού του εκκωφαντικού, ναρκοφόρου απαίσιου ρυθμού της ξέφρενης υστερίας, τα ακόρεστα μάτια των αντρικών θαμώνων που κοιτούσαν αυτά τα κόκκινα ανθισμένα λουλούδια, γεμάτα ζωή, έτοιμα στα μάτια τους να κοπούν από τα δικά τους χέρια και να τους τη στερήσουν. Έμοιαζαν με σκυλιά που γλείφονται μπροστά σε ωμό κρέας περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να του ορμήξουν και να το φάνε, ξεσκίζοντάς το με μανία ως το τελευταίο του κόκκαλο, και απολαμβάνοντάς το μ’ ευχαρίστηση.

Οι καπνοί απ’ τα τσιγάρα κι οι οσμές από ιδρώτα και ποτό, τον έκαναν να φτάνει στα όρια της λιποθυμίας. Ήταν κι αυτή η άσπρη σκόνη που έπεφτε απ’ τα ταβάνια του μαγαζιού..., έπεφτε τόσο απαλά..., τόσο ρυθμικά..., λες και την είχαν υπνωτίσει οι ήχοι της ξέφρενης μουσικής και οι χορευτικές κινήσεις του πλήθους.

Μύριζε νέφτι..., σα χαλασμένο χρώμα... Είχε χρώμα... πώς είχε βάψει τα ρούχα του πλήθους! Τα ‘χε κάνει να μοιάζουν με σάβανα νεκρών! Κι όλα γύριζαν γύρω του... κι όλα στοίχειωναν δίπλα του.

Ασφυκτιούσε. Ίδρωνε. Μούδιαζε. Κρύωνε. Έφυγε... με μια αίσθηση κενότητας και αμυδρής αηδίας.

Προτού στρίψει στη γωνιά του δρόμου, ένα αγόρι γύρω στα δεκαπέντε, ξέρασε πάνω του. Ζήτησε συγγνώμη... και... μερικά λεφτά. Ύστερα δεν ξεχώριζε ούτε αυτό, μέσα στο σκονισμένο πλήθος.

Γ Ι Α Τ Ι;  Μόνο αυτό στιγμιαία σκέφτηκε, κοιτάζοντας το μαύρο του παλτό που είχε παραμείνει μαύρο. Μπορούσε να περιμένει λίγο ακόμα μέχρι ν’ ανθίσει.

H Άτη Σολέρτη έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Εβένινη δίνη (Περί Τεχνών 2007) και Ερημία παθών (Vakxikon.gr 2012). Ζει και εργάζεται στην Πάτρα.