Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 29

Τσαρλς Μπουκόβσκι: Pulp

pulp_mpoykobski.jpg
Pulp, μυθιστόρημα, Τσαρλς Μπουκόβσκι, μτφρ. Γ.Ι. Μπαμπασάκης, εκδόσεις Μεταίχμιο 2015

 

2  


Μπήκε στο γραφείο.
Δεν ήταν δίκαιο, δεν ήταν καθόλου δίκαιο. Το φόρεμά της ήταν εφαρμοστό, τόσο που θαρρείς θα σκιζόταν στις ραφές. Θα είχε τσακίσει τα σοκολατούχα, η κυρία. Και φορούσε κάτι γόβες τόσο ψηλοτάκουνες, που έμοιαζαν με ξυλοπόδαρα. Βάδιζε σαν σουρωμένος σακάτης, έτσι όπως σκουντουφλούσε στο δωμάτιο. Μια μεγαλειώδης ζάλη σάρκας.
«Κάθισε, βολέψου, κυρία μου» είπα.
Κάθισε κάνοντας ένα σταυροπόδι που κόντεψαν να μου βγουν τα μάτια έξω.
«Χαίρομαι που σε βλέπω, κυρία μου» συνέχισα.
«Σταμάτα να χάσκεις έτσι, σε παρακαλώ. Δεν είναι κανένα καινούργιο θέαμα».
«Εδώ κάνεις λάθος, κυρία μου. Και τώρα μπορώ να έχω το ονοματάκι σου;»
«Λαίδη Θάνατος».
«Λαίδη Θάνατος; Στο τσίρκο δουλεύεις; Στον κινηματογράφο μήπως;»
«Όχι».
«Τόπος γεννήσεως;»
«Δεν παίζει ρόλο».
«Ημερομηνία γεννήσεως;»
«Να μη σε νοιάζει».
«Απλώς χρειάζομαι κάποιες πληροφορίες…»
Αφαιρέθηκα. Αλλού γι’ αλλού. Μετά στύλωσα το βλέμμα στις γάμπες της. Ανέκαθεν με ξετρέλαιναν οι γάμπες. Ήταν το πρώτο πράγμα που είδα όταν γεννήθηκα, οι γάμπες. Τότε όμως πάσχιζα να βγω αποκεί μέσα. Έκτοτε το γύρισα ανάποδα και πασχίζω να μπω, αλλά με χάλια αποτελέσματα.
Έκανε μια στράκα με τα δάχτυλά της.
«Ε, χαμένε στο Διάστημα! Σύνελθε!»
«Ναι;»
«Υπόθεση Σελίν. Θυμάσαι;»
«Ναι, αμέ».
Πήρα έναν συνδετήρα, τον έκανα ευθεία γραμμή, τον έστρεψα πάνω της.
«Θα χρειαστώ μια επιταγή για παροχή υπηρεσιών».
«Το δίχως άλλο» είπε χαμογελώντας. «Πόσο χρεώνεις;»
«Έξι δολάρια την ώρα».
Έβγαλε το μπλοκ επιταγών, έγραψε κάτι, έκοψε την επιταγή, την πέταξε στον αέρα προς το μέρος μου. Προσγειώθηκε στο γραφείο. Τη σήκωσα. Διακόσια σαράντα δολάρια. Είχα να δω τόσο χρήμα από το 1988 που είχα πιάσει ένα δίδυμο στον ιππόδρομο στο Χόλιγουντ Παρκ.
«Σ’ ευχαριστώ, Λαίδη…»
«…Θάνατος» διευκρίνισε.
«Μάλιστα» είπα. «Και τώρα για πες μου κάτι παραπάνω γι’ αυτό τον λεγόμενο Σελίν. Κάτι είπες για ένα βιβλιοπωλείο, σωστά;»
«Ναι. Τριγυρίζει στο βιβλιοπωλείο του Ρεντ, συχνάζει εκεί… ψαχουλεύει… ρωτάει διάφορα για τον Φόκνερ, την Κάρσον ΜακΚάλερς. Για τον Τσαρλς Μάνσον…»
«Ώστε συχνάζει στο βιβλιοπωλείο, ε; Χμμ…»
«Ναι» είπε «τον ξέρεις τον Ρεντ. Του αρέσει να δείχνει την πόρτα στους πελάτες, να τους πετάει έξω απ’ το βιβλιοπωλείο του. Μπορεί να αφήσεις χίλια δολάρια εκεί, κι έτσι και χασομερήσεις λίγο, ένα δυο λεπτά, σε πιάνει ο Ρεντ και σου λέει: “Δεν στρίβεις αποδώ μέσα, λέω εγώ; Άντε μπράβο. Δίνε του, σου λέω”. Ο Ρεντ είναι εντάξει τύπος, καλός, απλώς είναι λίγο μουρλοκομείο. Όπως και να ’χει, όλο τον πετάει έξω τον Σελίν, και ο Σελίν πάει στου Μούσο και την αράζει στην μπάρα και είναι μες στη θλίψη. Και δεν περνάνε καμιά δυο μέρες και ξαναγυρνάει εκεί και ο Ρεντ τον πετάει πάλι έξω και φτου κι απ’ την αρχή».
«Ο Σελίν είναι στα θυμαράκια, Λαίδη μου. Ο Σελίν και ο Χέμινγουεϊ πέθαναν με μια μέρα διαφορά. Τριάντα δύο χρόνια τώρα».
«Για τον Χέμινγουεϊ το έχω υπόψη μου. Τον πέτυχα τον Χέμινγουεϊ, εντάξει μ’ αυτόν».
«Είσαι σίγουρη ότι ήταν ο Χέμινγουεϊ;»
«Κόβω το κεφάλι μου».
«Και τότε πώς γίνεται να μην κόβεις το κεφάλι σου και για το ότι ο εν λόγω Σελίν είναι ο αληθινός Σελίν;»
«Έλα ντε. Δεν ξέρω. Έχω ένα κόλλημα, κάποιο μπλοκάρισμα εν προκειμένω. Δεν μου έχει ξανασυμβεί. Ίσως να είμαι στο παιχνίδι πάρα πολύ καιρό πια. Οπότε ήρθα σ’ εσένα. Ο Μπάρτον λέει ότι είσαι καλός». «Και πιστεύεις ότι ο αληθινός Σελίν ζει; Λες ότι είναι ζωντανός; Και τον θέλεις;»
«Όσο δεν φαντάζεσαι, καμάρι μου».
«Μπελέιν. Νικ Μπελέιν».
«Καλώς, Μπελέιν. Θέλω να το σιγουρέψω, Μπελέιν. Ότι είναι ο αληθινός, ο πραγματικός Σελίν, κι όχι κάνας δευτεράντζας δήθεν. Θα πρέπει να υπάρχουν ένα σωρό δευτεράντζες».
«Πες το ψέματα».
«Λοιπόν, να το τερματίζουμε. Θέλω τον μεγαλύτερο συγγραφέα της Γαλλίας. Πολύ καιρό περίμενα πια. Δεν πάει άλλο».
Και μετά σηκώθηκε κι έφυγε. Τέτοιον κώλο δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου. Ασύλληπτος. Αδιανόητος. Απερινόητος. Πού να σου εξηγώ.
Μη με ζαλίζεις τώρα, φιλαράκο. Άσε με να τον ονειρευτώ.     

3  


Την επαύριον τώρα.
Είχα ακυρώσει τη συνάντηση που είχα στο Εμπορικό Επιμελητήριο του Παλμ Σπρινγκς.
Έβρεχε. Το ταβάνι έσταζε. Η βροχή διαπερνούσε το ταβάνι και έκανε «πλοπ, πλοπ, πλοπ, πλοπ, πλοπ, πλοπ, πλοπ, πλοπ, πλοπ, πλοπ, πλοπ, πλοπ…».
Έπινα σάκε και με κρατούσε ζεστό. Αλλά τι σόι ζεστός ήμουν; Ένας ζεστός τίποτας, ένα μηδενικό, να τι ήμουν. Στα πενήντα πέντε μου ήμουν και δεν είχα καν ένα κατσαρόλι να πέφτει η βροχή εκεί. Με είχε προειδοποιήσει ο πατέρας μου εμένα, θα κατέληγα να κωλοβαράω σε κανενός ξένου την πίσω βεράντα, στο καλό μας το Αρκάνσας. Και είχα ακόμη καιρό να τα καταφέρω. Τα λεωφορεία, τα Greyhounds, ξέρεις, αναχωρούσαν κάθε μέρα. Αλλά εμένα τα λεωφορεία με κάνουν δυσκοίλιο, και πάντα υπήρχε εκεί ένας γέρος Εγγλέζος με τσαγκό γένι και βροντερό ροχαλητό. Μπα, άσε. Καλύτερα να πιάσω δουλειά, ρε φίλε, ν’ ασχοληθώ με την Υπόθεση Σελίν.
Ήταν ο Σελίν στ’ αλήθεια ο Σελίν ή ήταν κανένας άλλος; Εδώ δεν ήξερα αν εγώ είμαι εγώ μερικές φορές. Καλά, εντάξει, είμαι ο Νικόλας ο Μπελέιν. Αλλά άκου κι αυτό: Φωνάζει κάποιος «Χάρι, ε, Χάρι! Χάρι Μάρτελ!» και το πιο πιθανόν είναι ν’ απαντήσω, ο καλός σου, και να πω: «Ναι, έλα, πώς πάει;». Θέλω να πω ότι θα μπορούσα να είμαι ο οποιοσδήποτε, να είμαι εσύ, ο άλλος, ο τρίτος, τι σημασία έχει; Τι πάει να πει ένα όνομα;
Μυστήριο κόλπο η ζωή, έτσι δεν είναι; Εμένα πάντα με έβαζαν τελευταίο στην ομάδα του μπέιζμπολ γιατί ήξεραν ότι μπορούσα να στείλω το μπαλάκι στου διαόλου τη μάνα, στο Ντένβερ μπορούσα να το στείλω το μαλακισμένο, στο Ντένβερ κι ακόμα παραπέρα. Τι κουφάλες ζηλιάρηδες που ήταν όλοι τους!
Ήμουν προικισμένος, είμαι προικισμένος ο δικός σου, είμαι. Μερικές φορές, κοίταζα τα χέρια μου και συνειδητοποιούσα τι σπουδαίος πιανίστας, τι μεγάλος και τρανός, θα μπορούσα να γίνω. Και τι έχουν κάνει αυτά τα χέρια; Τι έκαναν; Έξυσαν τ’ αρχίδια μου, υπέγραψαν επιταγές, έδεσαν κορδόνια παπουτσιών, τράβηξαν καζανάκια, να τι έκαναν. Τα χαράμισα τα χέρια μου. Τα χαράμισα. Και το μυαλό μου. Το χαράμισα κι αυτό.
Καθόμουν σαν χάννος στη βροχή.
Χτύπησε το τηλέφωνο. Το σκούπισα μ’ έναν απλήρωτο λογαριασμό της Εφορίας και το σήκωσα.
«Εδώ Νικ Μπελέιν» είπα – ή μπας κι ήμουν ο Χάρι Μάρτελ;
«Εδώ Τζον Μπάρτον» είπε η φωνή.
«Ναι, μου στέλνεις και πελατεία τώρα, χίλια ευχαριστώ».
«Σε παρακολουθώ καιρό. Έχεις ταλέντο. Είναι κομμάτι ακαλλιέργητο, αλλά αποτελεί κι αυτό μέρος της γοητείας».
«Χαίρομαι που τ’ ακούω. Γιατί έχουμε αναδουλειές, μεγάλε. Κεσάτια». «Σε παρακολουθώ καιρό, σου λέω. Θα τα καταφέρεις, κάνε λίγη υπομονή και θα δεις».
«Μάλιστα. Και τι μπορώ να κάνω για την αφεντιά σου, κύριε Μπάρτον;»
«Προσπαθώ να εντοπίσω το Κόκκινο Σπουργίτι».
«Το Κόκκινο Σπουργίτι; Τι στο διάβολο είναι πάλι αυτό;»
«Είμαι σίγουρος ότι υπάρχει. Και θέλω να το βρω. Να μου το βρεις εσύ, να το εντοπίσεις, ξέρεις».
«Καμιά ένδειξη, καμιά πληροφορία, κάτι;»
«Όχι, τίποτα. Αλλά ξέρω σίγουρα ότι κάπου εκεί έξω είναι το Κόκκινο Σπουργίτι».
«Αυτό το εν λόγω Σπουργίτι μπας κι έχει και ονοματάκι;»
«Τι θες να πεις; Τι ονοματάκι;»
«Να, ονοματάκι. Όνομα. Πώς λέμε Χένρι. Ή Άμπνερ. Ή Σελίν».
«Α, όχι, όχι. Μονάχα Κόκκινο Σπουργίτι. Είμαι σίγουρος ότι μπορείς να το βρεις. Σου έχω εμπιστοσύνη. Πιστεύω σ’ εσένα, Μπελέιν».
«Θα σου κοστίσει η ιστορία, κύριε Μπάρτον».
«Αν βρεις το Κόκκινο Σπουργίτι, θα σου δίνω εκατό δολάρια τον μήνα σ’ όλη σου τη ζωή».
«Χμμ… Για πες, μήπως γίνεται να μου τα δώσεις όλα μαζί να τελειώνουμε».
«Όχι, Νικ. Θα τα έπαιρνες και θα γινόσουν καπνός».
«Καλώς, κύριε Μπάρτον, άσε μου το τηλέφωνό σου και το κανονίζουμε».
Ο Μπάρτον μού έδωσε το τηλέφωνό του και μετά είπε:
«Σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη, Μπελέιν».
Και το έκλεισε.
Ωραία λοιπόν, έπαιρναν τα πάνω τους οι δουλειές. Αλλά το ταβάνι έσταζε χειρότερα από ποτέ. Τίναξα αποπάνω μου μερικές σταγόνες, κατέβασα άλλο ένα σάκε, έστριψα ένα τσιγάρο, το άναψα, τράβηξα μια τζούρα, κόντεψα να πνιγώ απ’ τον βήχα. Συνήλθα. Φόρεσα την καπελαδούρα μου, μια καφετιά ρεπούμπλικα, έβαλα τον αυτόματο τηλεφωνητή σε λειτουργία, βάδισα αργά ίσαμε την πόρτα, την άνοιξα και είδα τον ΜακΚέλβι να στέκεται εκεί. Είχε πελώριο στήθος και έμοιαζε λες και φορούσε βάτες στους ώμους.
«Έχει λήξει το συμβόλαιό σου, αληταρά!» βρυχήθηκε. «Μάζευέ τα και δίνε του!»
Κοίταξα την κοιλιά του. Ήταν σαν μαλακό βουνό από σκατά. Έδωσα μια γερή και βύθισα τη γροθιά μου εκεί μέσα. Μετά του έριξα μια γονατιά στη σκατόφατσά του. Σωριάστηκε και μετά κύλησε στο πλάι. Αηδιαστικό θέαμα. Έσκυψα πάνω του και σούφρωσα το πορτοφόλι του. Είχε φωτογραφίες με παιδιά σε πορνογραφικές πόζες.
Σκέφτηκα να τον σκοτώσω. Αντ’ αυτού πήρα τη Χρυσή Visa του, του έριξα μια κλοτσιά στον κώλο, μπήκα στο ασανσέρ και κατέβηκα. Αποφάσισα να πάω με τα πόδια στο βιβλιοπωλείο του Ρεντ. Όταν έπαιρνα το αμάξι, έπρεπε πάντα να το αφήσω σε πάρκινγκ και κόστιζε πολύ το άτιμο.
Είχα ένα σφίξιμο, μια θλίψη, ρε παιδί μου, όπως βάδιζα προς του Ρεντ.
Οι άνθρωποι γεννιούνται, οι άνθρωποι πεθαίνουν. Τι νόημα είχε; Κάθεσαι και περιμένεις. Τι περιμένεις; Το τρένο για το πουθενά, αυτό περιμένεις. Ή άλλοτε περιμένεις μια θεο­γκόμενα να σε τρελάνει με τις βυζάρες της μια αυγουστιάτικη νύχτα σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στο Λας Βέγκας. Περιμένεις να μάθει να τραγουδάει το ποντίκι. Περιμένεις να βγάλει φτερά το φίδι. Περιμένεις. Και περιμένεις. Και περιμένεις.
Ο Ρεντ ήταν στο βιβλιοπωλείο του.
«Κωλόφαρδος είσαι» μου είπε «μόλις έφυγε ο παπάρας ο Τσινάσκι.
Ήταν εδώ και μας τα ζάλιζε με την καινούργια του ταχυδρομική ζυγαριά».
«Καλά, καλά» είπα. «Μπας κι έχεις κανένα υπογεγραμμένο αντίτυπο του Καθώς ψυχορραγώ, του Φόκνερ;»
«Φυσικά».
«Πόσο πάει;»
«Δύο χιλιάδες οκτακόσια δολάρια».
«Καλά, θα το σκεφτώ…»
«Για μισό λεπτό» είπε ο Ρεντ. Και στράφηκε σ’ έναν τύπο που ξεφύλλιζε μια πρώτη έκδοση του You can’t Go Home Again του Τόμας Γουλφ.
«Άσε κάτω το βιβλίο, σε παρακαλώ, και δίνε του αποδώ μέσα!»
Ήταν ένας λεπτεπίλεπτος τύπος, με υπερβολικά γερμένους ώμους.
Φορούσε κάτι που έμοιαζε με κίτρινη λαστιχένια στολή.
Ο τύπος άφησε πάλι το βιβλίο στο ράφι, πέρασε από μπροστά μας και βγήκε στον δρόμο, με μάτια βουρκωμένα. Και είχε κοπάσει η βροχή. Του ήταν άχρηστη εκείνη η κίτρινη περιβολή.
«Το πιστεύεις ότι μερικοί από δαύτους έρχονται εδώ μέσα με παγωτό πύραυλο στο χέρι;»
«Και αυτό το πιστεύω, κι ακόμα χειρότερα».
Και μετά πρόσεξα ότι ήταν και κάποιος άλλος στο βιβλιοπωλείο.
Στεκόταν στην άλλη άκρη. Στο πίσω μέρος. Τον αναγνώρισα απ’ τις φωτογραφίες. Ο Σελίν. Ο Σελίν;
Βάδισα αργά προς το μέρος του. Πήγα κοντά του. Πολύ κοντά. Τόσο κοντά, που έβλεπα τι διάβαζε. Τόμας Μαν διάβαζε. Το Μαγικό Βουνό.
Με είδε.
«Αυτός ο τύπος έχει ένα πρόβλημα» είπε δείχνοντάς μου το βιβλίο.
«Τι πρόβλημα;»
«Θεωρεί ότι η βαρεμάρα είναι τέχνη».
Έβαλε πάλι το βιβλίο στο ράφι και στάθηκε εκεί, φτυστός ο Σελίν.
Τον κοίταξα.
«Είναι εκπληκτικό» είπα.
«Τι είναι εκπληκτικό;» ρώτησε.
«Σε είχα για πεθαμένο. Έτσι νόμιζα, ότι πέθανες» είπα.
Με κοίταξε.
«Κι εγώ σε είχα για πεθαμένο» είπε.
Και σταθήκαμε έτσι, εκεί δα, και κοιταζόμασταν.
Μετά άκουσα τον Ρεντ.
«ΕΣΥ ΕΚΕΙ!» ούρλιαξε. «ΤΣΑΚΙΣΟΥ ΦΥΓΕ ΑΠΟΔΩ ΜΕΣΑ!»
Μόνο εμείς οι δύο ήμασταν εκεί.
«Ποιος να τσακιστεί να φύγει αποδώ μέσα;» ρώτησα.
«ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΜΟΙΑΖΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΣΕΛΙΝ! ΝΑ ΤΣΑΚΙΣΤΕΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙ ΑΠΟΔΩ ΜΕΣΑ!»
«Μα γιατί;» ρώτησα.
«ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ ΕΓΩ ΤΟΥΣ ΤΖΑΜΠΑΤΖΗΔΕΣ ΚΙ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΟ ’ΧΟΥΝ ΣΚΟΠΟ Ν’ ΑΓΟΡΑΣΟΥΝ ΤΙΠΟΤΑ».
Ο Σελίν, ή όποιος κι αν ήταν, πήρε τα πόδια του και βγήκε απ’ το βιβλιοπωλείο. Βγήκα κι εγώ ξοπίσω του.
Πήγε προς το βουλεβάρτο κι ύστερα σταμάτησε στο κιόσκι με τα έντυπα.
Το κιόσκι βρισκόταν εκεί από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Με θυμάμαι να κάθομαι εκεί δύο και τρεις δεκαετίες πριν παρέα με τρεις πόρνες. Τις πήρα όλες μαζί στο σπίτι μου και μία από δαύτες μαλάκισε τον σκύλο μου. Τους φάνηκε πολύ διασκεδαστικό, τι να σου πω. Ήταν πιωμένες και χαπακωμένες. Μετά η μία πόρνη πήγε στο μπάνιο κι έφαγε μια τούμπα και κοπάνησε το κεφάλι της στην άκρη της λεκάνης και γέμισε αίματα τον τόπο. Μου βγήκε η πίστη να μαζέψω τα αίματα με μεγάλες βρεγμένες πετσέτες. Την έβαλα στο κρεβάτι και κάθισα με τις άλλες και στο τέλος τα μάζεψαν κι έφυγαν. Αυτή που ήταν στο κρεβάτι έμεινε. Και μάλιστα έμεινε τέσσερις μέρες και νύχτες και μου ήπιε όλες μου τις μπίρες και μου έφαγε τα αυτιά μιλώντας μου για τα δύο παιδιά που είχε στο ανατολικό Κάνσας Σίτι.
Τέλος πάντων, ο τύπος –ήταν άραγε ο Σελίν;– στεκόταν στο κιόσκι και διάβαζε ένα περιοδικό. Όταν σίμωσα κι άλλο, πρόσεξα ότι ήταν το New Yorker. Το έβαλε πάλι στο ράφι του και γύρισε και με κοίταξε.
«Σ’ αυτό το περιοδικό ένα πρόβλημα έχουν» είπε.
«Ποιο δηλαδή;»
«Δεν ξέρουν να γράψουν οι άσχετοι. Κανένας τους».
Εκείνη τη στιγμή πλησίασε αργά ένα ταξί.
«ΤΑΞΙ!» φώναξε ο Σελίν.
Το ταξί επιβράδυνε και ο Σελίν έκανε έναν πήδο μπροστά, η πίσω πόρτα άνοιξε, ο Σελίν μπήκε.
«Ε!» του φώναξα. «ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΕ ΡΩΤΗΣΩ ΚΑΤΙ!»
Το ταξί επιτάχυνε προς τη Χόλιγουντ Μπούλεβαρντ. Ο Σελίν έγειρε έξω, έβγαλε το χέρι του, μου έκανε κωλοδάχτυλο. Μετά, πάει, χάθηκε. Δεκαετίες ολόκληρες είχα να δω ταξί σ’ εκείνα τα μέρη – άδειο εννοώ, έτσι απλώς να περνάει.
Το λοιπόν, είχε κοπάσει η βροχή, αλλά παρέμενε το πρόβλημα. Επίσης, είχε ψύχρα τώρα και ο αέρας μύριζε λες και έκλανε το σύμπαν.
Μαζεύτηκα και καμπούριασα για να μην κρυώνω κι ύστερα τράβηξα κατά το στέκι του Μούσο.
Είχα τη Χρυσή Visa. Ήμουν ζωντανός – που λέει ο λόγος. Όχι, ήμουν. Εντάξει. Άρχιζα να νιώθω ο παλιός καλός Νικόλας Μπελέιν.
Σιγοτραγούδησα ένα ωραίο του Έρικ Κόουτς.
Πάλι χάλι.