Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 29

Τρία ποιήματα - Αντρέας Πολυκάρπου

polycarpou29.jpg
φωτό: Αλ. Κατσής
Νεκρές ώρεςΝεκρές οι τόσες μου ώρες περνάνε στο χωνευτήρι της ζωής.
Με μια σταγόνα από το βούρκο μεθάω το τέλμα μου.
Σε δανεικό χαρτί μαζεύω το κουράγιο μου.
Βουλιάζω όλο πιο κάτω στου ονείρου την αυταπάτη.

Όσοι τα καλοκαιρινά των νησιών φώτα δεν είδατε σαν φθινοπωριάζει να σβήνουν
δεν ξέρετε την όψη του θανάτου και την παλιγγενεσία της θλίψης.

Νεκρές, χαμένες ώρες.
Τι να υπάρχει εκεί έξω;
Τρομάζω το κατώφλι να διαβώ.
Τα φώτα σβήνουν στο διάβα μου.
Μαζεύω την ανάσα μου για το τελευταίο αναφιλητό.
Τα πρόσωπα που με συντροφεύουν αργά στα μάτια μου θολώνουν.
Τυφλός ψάχνω το βωμό.
Κάποτε φορούσα ένα χαμόγελο.
Πάει, φθάρηκε κι αυτό.
Τι να θυσιάσω πια;

Μην μας λησμονείς

Μην μας λησμονείς, μην μας εγκαταλείπεις.
Φως που ανατέλλεις απ’ τα τυφλωμένα μάτια
την αμαρτία και την κόλαση φέρουμε στις ψυχές μας.
Σάρκα από τη σάρκα ενός Θεού που μας έδιωξε.
Αίμα από το αίμα ενός Θεού που σταυρώθηκε.
Φοβάμαι την αμαρτία σαν κοιτάω,
τους σπασμούς της στο σώμα μου σαν νιώθω.
Μικρός ο θάνατος Σού λάβωσε τη πτέρνα.
Ανίσχυρος το Γολγοθά σε κοιτούσε να ανεβαίνεις
με ένα φορτίο ανθρώπινες αμαρτίες.
Τρομάζω την κόλαση σαν ατενίζω.
Εδώ γεννήθηκα, ανάμεσα στα ρυτιδιασμένα, αποστεωμένα σώματα
με τα γυρτά κεφάλια.
Το χρίσμα της λήθης έλαβα στην κολυμβήθρα μου.
Άγγελοι σαλεμένοι με κομμένα τα φτερά παρηγοριά μας είναι
στην καταραμένη που ζούμε γη.
Οι ψυχές, οι ψυχές τι θα απογίνουν κι αυτές;
Ποιο φως θα τις εξιλεώσει σκόρπιες καθώς είναι
στις ευαγγελικές σελίδες;
Από το Σατανά προδομένες θάβονται στο καθαρτήριο
μιας επελθούσης ζωής που δεν έρχεται.
Λόγια από Ευαγγέλια που δεν καταλαβαίνουμε
και νουθεσίες που τα ένστικτα αποκοιμίζουν.
Αποδόμησε για μια μόνο στιγμή την υψηλή μορφή Σου
και άρχισε να αποκωδικοποιείς την ψυχή μας.
Εσύ την έπλασες γιατί από μας προσμένεις να την κατανοήσουμε;
Ποια ιδέα το Ον ευφραίνει;
Άνθρωπος είσαι κι Εσύ.
Άνθρωπος που έχασε το δρόμο για την αμαρτία, για την κόλαση.

Φύλακας άγγελος

Όταν γεννιέται ο άνθρωπος έναν άγγελο φύλακα του κληρώνουν οι μοίρες.
Κάποιον για να του δείχνει το δρόμο και να σκορπίζει τα νέφη.
Έναν άγγελο να του απλώνει το χέρι,
να τον σηκώνει από το βούρκο των ανθρώπων.
Ο δικός μου, όμως, έχει ένα δαιμόνιο στην ψυχή του,
μιαν καταραμένη όψη και ελαττώματα φρικτά.
Μέθυσος γυρνάει τα βράδια στις προκυμαίες για φτηνό, λαθραίο αλκοόλ
και τσιγάρα με αμερικάνικο καπνό.
Παράνομα όλα και λαθραία.
Σέρνεται στα μπουρδέλα της φτηνής σάρκας
και αγοράζει τον έρωτα σε ιδρωμένα, βρωμερά κρεβάτια.
Πλαγιάζει με γριές πόρνες και τραβεστί.
Το φτηνό τους άρωμα και η ρυτιδιασμένη τους σάρκα ερεθίζουν το άλλοτε άγιο σώμα του.
Πάσχει από σύφιλη και τα πρωινά ξύνει με τα νύχια του την κρούστα της αρρώστιας του.
Όταν δεν έχει χρήματα πουλάει το σώμα του σε πλούσιους γέρους
που δίνουν τα πάντα για μια νεανική, αρσενική πόρνη.
Πουλάει προστασία στα καταγώγια της ύλης
και καπνίζει χασίς από τα μπάρκα της Ασίας και της Ανατολής.
Οι φλέβες του είναι διάτρητες από τις σύριγγες που τρυπιέται.
Τις νύχτες συχνάζει σε πάρκα, απομονωμένες, σκοτεινές γωνιές
και ετοιμόρροπα κτίρια.
Μιλάει στις γάτες, στα βατράχια και στα ερπετά.
Ποτέ δεν άπλωσε τη χείρα του σε άνθρωπο.
Ο φύλακας άγγελος μου είναι μισάνθρωπος.
Σαν τον ρωτάω για μένα με φτύνει στο πρόσωπο.
Το φως δεν το αντέχει, σιχαίνεται το χάραμα.
Λένε ότι πούλησε την ψυχή του στο Σατανά
όταν τον είδε να πέφτει από τον παράδεισο.
Τότε που το φως του ωραιότερου των αγγέλων έσβησε τον πυρακτωμένο ήλιο.
Στη στέγη του δωματίου μου διαβάζει ύμνους στο Σατανά
και προσηλυτίζει τους περαστικούς στη θρησκεία του σκότους.
Τις Κυριακές βγάζει από την πλάτη τα φτερά του,
φοράει λεκιασμένα ρούχα
και συχνάζει στα προαύλια των εκκλησιών.
Παζαρεύει στους πιστούς βυζαντινά εικονίσματα και κομποσκοίνια.
Την ώρα της λειτουργίας κοιτάει τον ουρανό με ένα μειδίαμα στα χείλη,
ειρωνεύεται τους θρήσκους και τα ευαγγέλια.

Ο φύλακας άγγελος μου, όμως, με προστατεύει.
Με απομακρύνει από όλους εσάς.
Με κρατάει στο περιθώριο της σάπιας κοινωνίας.
Στο περιθώριο, αμόλυντος και καθαρός καθώς είμαι,
αδύνατο από τους ανθρώπους να λεκιαστώ.

Ο Αντρέας Πολυκάρπου έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Τα πρωτοβρόχια της ψυχής μου (εκδόσεις Power Publishing 2006), Διάφανες βάρκες (εκδόσεις Εν Τύποις 2010), Απρόσωπα φαγιούμ (εκδόσεις Άπαρσις 2013), καθώς και το θεατρικό έργο Κατά Ιωάννη Αποκαθήλωση (εκδόσεις Vakxikon.gr 2014). Ζει κι εργάζεται μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας.