Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 29

Άγριος - Aθηνά Χατζή

 hadji29.jpg
φωτό: Νίκος Πολύζος
[…] ἄγριος ἰδέσθαι καὶ ἀνήμερος ἄνθρωπος, ἀδηφάγος δ' ἰσχυρῶς.
Αθήναιος, Δειπνοσοφιστές 10.8.2
Ἦλθε θηρίον ἄγριον κ’ ἐμένα τριγυρίζει, τὲς χῶρες μου ὁλόγυρα ὅλες τὲς ἀφανίζει.
Διήγησις του Αλεξάνδρου, Recensio poetica (recensio R), 1307

 

Ένα κλαδί έτριξε, έτριξε κι εκείνος τα δόντια του, σημάδεψε και πυροβόλησε• γέμισε ο τόπος ένα λιωμένο ζώο που όταν ήταν ακέραιο το έλεγαν αλεπού. Είχε να κοιμηθεί καμιά τριανταριά ώρες, αλλά δεν έφταιγε η αϋπνία. Τα νεύρα του είχαν παραδώσει προ πολλού• από την ώρα που αποφάσισε να το κάνει. Συζητούσαν καιρό και κατάστρωναν σχέδιο απόδρασης, κι όταν πια πήραν την απόφαση εκείνος πρωτοστάτησε.
Ούτε που κατάλαβε πως βρέθηκε στην άκρη του κόσμου, στα απάτητα βουνά που κάμποσα βουνά πιο πέρα, απέναντι, έστεκαν τα δικά του βουνά, οι δικοί του άνθρωποι και κάποτε η δική του ζωή• πως βρέθηκε θήραμα αντί κυνηγός• και πως ξοπίσω του έτρεξαν, καθώς εκπαιδευμένα κυνηγόσκυλα, οι άντρες – λες και άλλος ΣΕΣΗΜΑΣΜΕΝΟΣ ΕΠΙΚIΝΔΥΝΟΣ ΚΑΚΟΠΟΙΟΣ δεν κυκλοφορούσε ελεύθερος, αμέριμνος, ανώνυμος και προπάντων αυτό: επικίνδυνος. Μέσα σε τρεις μέρες είχε γίνει ο  πλέον διάσημος άνθρωπος της χώρας, ο πλέον τρομερός και ο πλέον καταζητούμενος. Και σίγουρα ο πλέον αδίστακτος. Δεν υπήρχε γυρισμός.
Στην αρχή ένιωσε αυτό που έλεγαν ελευθερία – κι αν είχε δει το «Εξπρές του Μεσονυκτίου» αυτή ή μουσική θα έπαιζε στο κεφάλι του, όπως στη σκηνή του τέλους που ο ήρωας τρέχει στην αρχή διστακτικά, κατόπιν με ορμή και λαχτάρα μακριά απ’ τη φυλακή που τον είχαν κλείσει λιγάκι άδικα, οπωσδήποτε όμως όχι άνευ λόγου. Η ελευθερία ωστόσο δε μπαίνει στο ζύγι ανάλογα με το βάρος του κρίματος. Είχε σκοτώσει. Και ξανασκοτώσει. Και θα ξανασκότωνε.
Τώρα ή θα σκότωνε ή θα τον σκότωναν, το ήξερε, το ένιωθε. Και όσο περνούσαν οι ώρες το «Ελευθερία ή Θάνατος» που επίσης δεν το ήξερε και δεν τον αφορούσε κιόλας ως ιστορική συγκυρία γινόταν «Ο θάνατός σου η ζωή μου» στην αρχή και κατόπιν ο θάνατος ως μονόδρομος. Κι όλα αυτά εκεί, στα ίδια βουνά που κάποτε Έλληνες είχαν παλέψει με το θάνατο για την ελευθερία από τους Τούρκους και κατόπιν Έλληνες είχαν προσφέρει αφειδώς το θάνατο σε εξίσου Έλληνες.
Έσφιγγε ο κλοιός. Τις πρώτες μέρες, προτού φτάσουν οι άλλοι στο χωριό, οι χωρικοί (άλλος από λύπηση, άλλος από φόβο) αφήνανε ένα πιάτο φαί στο ερειπωμένο καλύβι που είχε βρει καταφύγιο και κρυψώνα. Τώρα όμως οι άντρες είχαν φτάσει στο χωριό οπλισμένοι, όπως άλλωστε κι εκείνος. Οι άλλοι όμως είχαν και κάτι άλλο: ένα εφιαλτικό όσο και θαυμαστό ανθρώπινο έργο που εντοπίζει το θήραμα από τη θερμοκρασία του καθώς κινείται, έτσι ακριβώς.
Δεν το ήξερε• αν το ήξερε, θα είχε χαράξει τις φλέβες του επί τόπου, να τρέξει το  αίμα, να εξαντληθεί, να πάψει να έχει θερμοκρασία, να πάψουν να τον κυνηγάνε. Όμως, δεν το ήξερε, και στο μυαλό του η μάχη δεν είχε τελειώσει.
Οι πυκνές φυλλωσιές ήταν με το μέρος του, από την άλλη όμως τον έβαζαν όλο και πιο βαθιά στην καρδιά του βουνού. Δε σκέφτηκε ούτε για μια στιγμή το «μετά» και εδώ και ώρες πολλές δε σκεφτόταν ούτε το «πριν», αυτό που μέχρι πρότινος ήταν το μόνο που είχε, αυτό από το οποίο είχε γαντζωθεί και αυτό το οποίο αρνείτο πεισματικά να αποχωριστεί με κόστος ακόμα και τη ζωή του: είχε απαρνηθεί το ταπεινό «πολύ πριν» για ένα σύντομο, εγκληματικό και προσοδοφόρο παρόν• είχε γίνει δυνατός. Αυτός, ο παρίας, είχε γίνει ρυθμιστής: λεφτά, γυναίκες, ναρκωτικά και κυρίως η υπακοή• αυτός αρχηγός, αυτός από πάνω, αυτός όριζε ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει, αυτός εκτελούσε συμβόλαια εκτέλεσης ανθρώπων, χωρίς κόστος, χωρίς συνέπειες, σε μία εκτυφλωτική τροχιά που δε φαινόταν να έχει τέλος.
Κλασική περίπτωση ύβρεως: ούτε αυτή την ήξερε. Ούτε βεβαίως ήξερε ότι η θολωμένη μανία που τον είχε καταλάβει είχε κι εκείνη όνομα, την έλεγαν άτη και πάντοτε την ακολουθούσε μία σπουδαία κυρία, η νέμεσις, για να αποδοθεί εν συνεχεία η τίσις και να γυρίσει ξανά ο κόσμος στην αιώνια αταραξία του. Το έλεγαν οι αρχαίοι, το έλεγαν κι οι ακόμη αρχαιότεροι απ’ τους αρχαίους φυσικοί νόμοι. Όμως, ο μόνος νόμος (φυσικότατος) στον οποίο υπάκουε ήταν το ένστικτο της επιβίωσης, χωρίς οιαδήποτε διήθηση σε λογική, κοινωνία και άλλα επίκτητα τινά.
Όταν δραπέτευσε, πίστευε ότι θα επέστρεφε στην παλιά ζωή και θα ήταν σα να μην είχε μεσολαβήσει το διάλειμμα του εγκλεισμού, ότι εκεί τελείωνε η τιμωρία του. Σιγά-σιγά θα καταλάβαινε ότι μόλις άρχιζε. Όταν χωρίστηκαν έξω από τις φυλακές, και τράβηξε ο καθένας το δρόμο του, θεωρούσε ότι θα σώσει το τομάρι του• δε σκέφτηκε ότι θα μπορούσε και να μην το σώσει.
Ένιωθε ακόμα ατρόμητος. Μετά από τριάντα και βάλε ώρες πίσω από τις φυλλωσιές, με την υγρασία του ανήλιαγου δάσους να περονιάζει το κορμί του και τα κάθε λογής τριξίματα, κρωξίματα και τους πλέον ανεπαίσθητους και υπό άλλες συνθήκες απαρατήρητους θορύβους ενός τοπίου που ήταν μαθημένο στην ησυχία του, δεν ήταν πια καθόλου σίγουρος. Το κεφάλι του είχε θολώσει, είχε σύνδρομο στέρησης, είχε πυρετό, είχε αγωνία, είχε εξάντληση, και για πρώτη φορά έβλεπε καθαρά το αδιέξοδο με μία διαύγεια πρωτόγνωρη και ειρωνική για τις περιστάσεις του.
Σκέφτηκε κάποτε να τινάξει τα μυαλά του στον αέρα – όχι, δε θα τους έκανε τη χάρη. «Ελάτε να με πιάσετε», ψιθύρισε με χαμόγελο σαρδόνιο και οραματίστηκε τον εαυτό του εναντίον της ομάδας, να τον γαζώνουν και να πέφτει αδόξως μεν παίρνοντας όσους περισσότερους μπορούσε μαζί του δε.
Τον ξύπνησε το σάλιο στο μάγουλο του. Είχε αποκοιμηθεί αποκαμωμένος και ξύπνησε από ένα αλλόκοτο όνειρο, όνειρο δυσοίωνο που δεν το θυμόταν καθόλου• θυμόταν μόνο τα μάτια της μάνας του στο τέλος, καρφωμένα πάνω του και δακρυσμένα. Είχε συμβεί πολλάκις η σκηνή στ’ αλήθεια, από νωρίς είχε λοξοδρομήσει και η μάνα του ένιωθε ότι δε θα κατέληγε καλά. Δεν ήξερε πόση ώρα είχε περάσει. Σηκώθηκε με προσοχή και πήρε να προχωράει πριν νυχτώσει – όχι ότι ήξερε που πήγαινε, όχι ότι έκανε διαφορά η μέρα με τη νύχτα στην καρδιά του δάσους.  Ήθελε ένα πράγμα: να τελειώσει αυτό. Ό, τι και να σήμαινε το τέλος.
Ο πόνος, ο κατάστηθος πόνος τον τίναξε. Δεν πρόλαβε να σηκώσει το όπλο, δεν πρόλαβε να σημαδέψει, δεν πρόλαβε καν να απορήσει. Πρόλαβε να καταλάβει ότι λύγισαν τα πόδια του, άκουσε βήματα πολλά να πλησιάζουν, έπιασε το λερό μακό μπλουζάκι μούσκεμα από ένα πηχτό υγρό που ήξερε καλά, το είχε δει, το είχε προκαλέσει πριν γίνει εκείνος το θήραμα, δεν είχε πολλή ζωή ακόμη• τόσες μέρες ζούσε μεταξύ άνθρωπος και ζώο, τόσες μέρες το δάσος τον καλούσε, τόσες μέρες λειτουργούσε μέσα του με επιτάχυνση η διαδικασία της απώλειας των εσχάτων ανθρωπίνων χαρακτηριστικών που του είχαν απομείνει. Και τώρα, την ώρα του χαμού, επετεύχθη η πλήρης μεταμόρφωσή η του, άφησε ουρλιαχτό αγριμιού που αλυχτάει παρά φωνή ανθρώπου που ξεψυχάει και παρέδωσε το πνεύμα.
Οι άντρες έκλεισαν τα μάτια του μέχρι πρότινος επικίνδυνου, νυν ασάλευτου, και πήραν μαζί τους το άψυχο κορμί.
Λίγες μόλις ώρες αργότερα τα προαιώνια βουνά, που κάποτε είχαν γνωρίσει μακελειά και σε εποχές σχεδόν μυθικές μεγαλεία και εδώ και χρόνια πολλά τα επισκέπτονταν μόνο κυνηγοί και βοσκοί και σπανίως φυσιολάτρες περιπατητές τους τάρασσαν την ησυχία, επέστρεψαν στην αιώνια αταραξία τους. Και όταν κόπασε ο ντόρος στα κανάλια, κανείς πια δε θυμόταν ότι πάνω στα τρομερά βουνά αφανίστηκε, ξέχωρα από αντάρτες, κλέφτες και αρματολούς, κι ένας άνθρωπος οπωσδήποτε εγκληματίας και οπωσδήποτε ανυπεράσπιστος, όσο και όπως του άρμοζε.

Σημείωση: Το διήγημα βασίζεται σε αδρές γραμμές στην επικαιρότητα του Ιουλίου 2013 με την καταδίωξη από την Ελληνική Αστυνομία των δραπετών των Φυλακών Τρικάλων στα βουνά της Δυτικής Ελλάδας. Δεν επιχειρείται πιστή απόδοση των γεγονότων.

Η Αθηνά Χατζή έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα Η ελεγεία της σαπουνόφουσκας (εκδόσεις Ψυχογιός 2005), La Sagrada Familia (εκδόσεις Ψυχογιός 2009) και Η θάλασσα έφυγε (εκδόσεις Μεταίχμιο 2014). Ζει κι εργάζεται στην Αθήνα.