Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 29

Ουίλκυ Κόλλινς: Ο ζωντανός νεκρός

collinse.jpg
Ο ζωντανός νεκρός ή το φάντασμα του Τζον Ιάγο, νουβέλα, Ουίλκυ Κόλλινς, μτφρ. Μιχάλης Παπαντωνόπουλος, εκδόσεις Vakxikon.gr 2015Ο ασθενής

 

«Από καρδιά είστε μια χαρά», είπε ο γιατρός. «Κι από πνεύμονες, το ίδιο. Οργανικό πρόβλημα δεν φαίνεται να υπάρχει. Φίλιπ Λεφράνκ, η κατάσταση της υγείας σας δεν εμπνέει ανησυχία – κανένας λόγος πανικού. Δεν θα πεθάνετε κιόλας. Πάσχετε από υπερκόπωση. Η μόνη θεραπεία που συνιστάται στην περίπτωσή σας είναι... ξεκούραση».
Αυτή ήταν η διάγνωση του γιατρού που μ’ επισκέφτηκε στο διαμέρισμά μου, στη συνοικία Τεμπλ του Λονδίνου. Περίπου μισή ώρα νωρίτερα, στο γραφείο μου, είχα κατατρομοκρατήσει τον γραμματέα μου, πέφτοντας λιπόθυμος μπροστά στα μάτια του. Δεν έχω καμία διάθεση να επιβάλλω την περιττή –κι ανεπιθύμητη, ίσως– παρουσία μου στη συνείδηση του αναγνώστη∙ εντούτοις, νομίζω ότι πρέπει να προσθέσω –δίκην ευγενικής διευκρίνισης– πως είμαι ένας νεός –και γιατί όχι φέρελπις– δικηγόρος, με πολύ καλές προοπτικές για μια επιτυχημένη επαγγελματική σταδιοδρομία στον κλάδο μου. Κατάγομαι από το νησί Τζέρσεϋ στα στενά της Μάγχης. Η γαλλική προφορά του οικογενειακού μας επωνύμου (Λεφράν) αγγλοποιήθηκε εδώ και γενεές γενεών. Ωστόσο, διατηρούμε ζωντανή –και με αξιοσημείωτη υπερηφάνεια– την ιδιαίτερη ταυτότητα του Οίκου μας. Μέχρι σήμερα ακόμη, ο πατέρας μου αρνείται να συμφιλιωθεί με την ιδέα πως ο γιος του αποτελεί ένα ευυπόληπτο μέλος του αγγλικού νομικού συστήματος.
«Ξεκούραση!» επανέλαβα, μόλις αποφάνθηκε ο γιατρός για το είδος της πάθησης που με κατέβαλε. «Καλέ μου φίλε, γνωρίζετε την έννοια του όρου ‘’προθεσμία’’; Σε περίπτωση που σας διαφεύγει, σας πληροφορώ πως τα δικαστήρια ακόμη συνεδριάζουν. Δείτε μόνο τις δικογραφίες που με περιμένουν πάνω στο τραπέζι. Στην κατάστασή μου, ξεκούραση σημαίνει καταστροφή».
«Και δουλειά», πρόσθεσε χαμηλόφωνα ο γιατρός, «σημαίνει θάνατος».
Τινάχτηκα ξαφνιασμένος. Δεν προσπαθούσε να με φοβίσει: μιλούσε με απόλυτη ειλικρίνεια.
«Είναι καθαρά θέμα χρόνου», συνέχισε. «Διαθέτετε γερή κράση∙ εξάλλου, είστε νέος. Όμως, οι ρυθμοί της δουλειάς σας είναι πραγματικά εξοντωτικοί: είστε καταβεβλημένος πνευματικά και το νευρικό σας σύστημα βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Χρειάζεστε άμεσα διακοπές. Αν είστε λάτρης της θάλασσας, προτιμήστε ένα ταξίδι με πλοίο. Ο ωκεανός θα σας αναζωογονήσει. Δεν θέλω να σας γράψω φάρμακα. Αυτά – τίποτα άλλο».
Oλοκληρώνοντας τη φράση του, ο γιατρός βγήκε από το δωμάτιο. Πείσμωσα: την ίδια κιόλας μέρα πήγα στο δικαστήριο.
Ο δικηγόρος για τον οποίο εργαζόμουν μού ζήτησε κάποιες πληροφορίες για την υπόθεση, τις οποίες ήταν καθήκον μου να γνωρίζω και να του τις μεταφέρω. Προς μεγάλη μου έκπληξη –και τρόμο, οφείλω να παραδεχτώ– ήταν αδύνατον να βάλω σε λογική σειρά τις σκέψεις μου∙ ημερομηνίες και γεγονότα βρίσκονταν ατάκτως ερριμμένα στους σκοτεινούς διαδρόμους του μυαλού μου. Βγήκα από την αίθουσα έντρομος κυριολεκτικά για την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η πνευματική υγεία μου. Την επομένη, οι δικογραφίες που είχα αναλάβει επέστρεψαν στο δικηγορικό γραφείο και μοιράστηκαν στους συναδέλφους μου. Λίγες ώρες αργότερα, επιβιβαζόμουν στο πρώτο ατμόπλοιο που βρήκα για Νέα Υόρκη, ακολουθώντας τη συμβουλή του γιατρού μου να ταξιδέψω στην αμερικανική ήπειρο.
Ασφαλώς είχα τους λόγους μου που προτίμησα την Αμερική από οποιονδήποτε άλλον θαλάσσιο προορισμό. Πριν πολλά χρόνια, κάποιος συγγενής της μητέρας μου είχε ακολουθήσει τον δρόμο της μετανάστευσης στις Ηνωμένες Πολιτείες, με εξαιρετικά αποτέλεσματα, εφόσον σύντομα απέκτησε μια φάρμα που του εξασφάλιζε μιαν άνετη –αν όχι πλούσια– ζωή. Η πρόσκληση εκ μέρους του να τον επισκεφτώ, αν κάποτε έπαιρνα την απόφαση να διασχίσω τον Ατλαντικό, ήτανε πάντα ανοιχτή. Η μακρά περίοδος απραξίας –στο όνομα της «ξεκούρασης»– στην οποία με είχε καταδικάσει το ιατρικό πόρισμα, σκεφτόμουν πως δεν θα μπορούσε να κυλήσει με τρόπο πιο ευχάριστο από την επανασύνδεσή μου με τον εν λόγω συγγενή και τη γνωριμία μου με τα τοπία της Αμερικής. Μετά από σύντομη παραμονή στη Νέα Υόρκη, πήρα το τρένο για την κατοικία του οικοδεσπότη μου, κύριου Ισαάκ Μήντοουκροφτ – τη φάρμα του στο Μόργουικ.
Η Αμερική παρουσιάζει μερικά από τα πιο μεγαλοπρεπή φυσικά θεάματα στο πρόσωπο της επίγειας δημιουργίας. Συγχρόνως, όμως, ορισμένες πολιτείες της αποκαλύπτουν τα πιο επίπεδα, μονότονα και αδιάφορα για τον ταξιδιώτη τοπία ανά την υφήλιο. Το μέρος όπου βρισκόταν η φάρμα του κύριου Μήντοουκροφτ ανήκε σίγουρα στη δεύτερη κατηγορία. Μόλις κατέβηκα από το βαγόνι της αμαξοστοιχίας και πάτησα το πόδι μου στην αποβάθρα του σταθμού, κοίταξα ένα γύρο και μονολόγησα: «Αν, στην περίπτωσή μου, θεραπεία σημαίνει πλήξη, τότε προφανώς επέλεξα το κατάλληλο μέρος γι’ αυτόν τον σκοπό».
Ξαναδιαβάζω τις τελευταίες λέξεις υπό το φως των πρόσφατων γεγονότων και τις προφέρω, όπως θα τις προφέρετε σύντομα κι εσείς, σαν να επρόκειτο για τα λόγια ενός βαθιά απερίσκεπτου ανθρώπου, η βιαστική κρίση του οποίου δεν λάμβανε ποτέ υπόψη της τα απρόβλεπτα παιχνίδια του χρόνου και της τύχης.
Ο μεγάλος γιος του κύριου Μήντοουκροφτ, ονόματι Αμπρόουζ, με περίμενε στον σταθμό για να με οδηγήσει στη φάρμα.
Το παρουσιαστικό του Αμπρόουζ Μήντοουκροφτ δεν προμήνυε τ’ αλλόκοτα, φρικτά περιστατικά που έμελλε να ακολουθήσουν την άφιξή μου στο Μόργουικ. Ένας γεροδεμένος, όμορφος νέος, από τους χιλιάδες που κυκλοφορούν, με πλησίασε και είπε: «Τι κάνετε, κύριε Λεφράνκ; Χαίρομαι που σας γνωρίζω. Ανεβείτε στην άμαξα∙ ο αχθοφόρος θ’ αναλάβει τις αποσκευές σας». Ανταποδίδοντας τα δέοντα, απάντησα ευγενικά: «Καλοσύνη σας. Τι κάνει η οικογένεια;» Κι έτσι, πήραμε τον δρόμο για τη φάρμα.
Αρχικά, ο διάλογός μας περιστράφηκε γύρω από τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Η πλήρης άγνοιά μου πέρι καλλιεργειών και βοοειδών φανερώθηκε πριν καν προλάβουμε να διανύσουμε δέκα γιάρδες με την άμαξα. Ο Αμπρόουζ προσπάθησε να βρει ένα θέμα που θα κάλυπτε το ενδιαφέρον και των δύο – μάταια! Δίχως να το πολυσκεφτώ, ρώτησα τον συνεπιβάτη μου αν είχα επιλέξει την κατάλληλη χρονική περίοδο για να πραγματοποιήσω αυτό το ταξίδι. Το απαθές, μελαψό πρόσωπο του νεαρού φωτίστηκε μεμιάς. Προφανώς, μόλις είχα ανοίξει συζήτηση πάνω σε ένα άκρως ενδιαφέρον θέμα – έστω και κατά τύχη.
«Δεν θα μπορούσατε να επιλέξετε καλύτερη», απάντησε εκείνος. «Το σπίτι μας περνάει τις πιο ευτυχισμένες μέρες του, εδώ και δεκαετίες».
«Επισκέψεις;»
«Δεν πρόκειται ακριβώς για επισκέπτη, αλλά για ένα καινούριο μέλος της οικογένειας που ήρθε να εγκατασταθεί μαζί μας».
«Καινούριο μέλος της οικογένειας! Μπορώ να μάθω ποιο είναι;»
Ο Αμπρόουζ Μήντοουκροφτ δίστασε. Έδωσε μια με το μαστίγιο του στη ράχη του αλόγου, έστρεψε πάνω μου το βλέμμα του επιφυλακτικά και ξέσπασε φανερώνοντας την αλήθεια με τα πιο απλά λόγια που μπορούσε να βρει:
«Είναι το πιο όμορφο κορίτσι που είδατε ποτέ στη ζωή σας, κύριε!»
«Α, μάλιστα! Κάποια φίλη της αδελφής σας να υποθέσω;»
«Φίλη; Όχι, όχι! Πρόκειται για την Αμερικανίδα μικρή ξαδέλφη μας, Ναόμι Κόουλμπρουκ».
Μόλις και μετά βίας θυμόμουν πως, στο πολύ μακρινό παρελθόν, μια από τις μικρότερες αδελφές του κύριου Μήντοουκροφτ είχε παντρευτεί έναν Αμερικανό έμπορο. Πριν κάμποσα χρόνια, η εν λόγω γυναίκα πέθανε αφήνοντας ορφανή από μητέρα τη μοναχοκόρη της. Πρόσφατα, όπως με ενημέρωσε ο Αμπρόουζ, ο πατέρας της νεαρής κοπέλας ακολούθησε την ίδια τραγική μοίρα. Πρόλαβε ωστόσο να αναθέσει την κηδεμονία της ανυπεράσπιστης κόρης του στη συμπονετική φροντίδα των συγγενών της συζύγου του στο Μόργουικ.
«Υπήρξε ένας γνήσιος τυχοδιώκτης, κύριε», πρόσθεσε ο Αμπρόουζ. «Καταπιανόταν με κάθε λογής δουλειά και πάντα αποτύγχανε. Πέθανε αφήνοντας ελάχιστα χρήματα∙ ίσα ίσα αρκούσαν για τα έξοδα της κηδείας. Ο πατέρας μου ήταν δύσπιστος για το ποιόν της Αμερικανίδας ανιψιάς του. Είμαστε Άγγλοι, καταλαβαίνετε. Παρόλο που ζούμε στις Ηνωμένες Πολιτείες, είμαστε προσκολλημένοι στον αγγλικό τρόπο ζωής – στα ήθη και έθιμά μας. Ομολογώ πως δεν συμπαθούμε ιδιαίτερα τις Αμερικανίδες∙ όμως η Ναόμι πραγματικά μας κατέκτησε. Τι κορίτσι! Αμέσως τη δεχτήκαμε ως ισότιμο μέλος της οικογένειάς μας. Μέσα σε μια βδομάδα είχε μάθει να δουλεύει στο βουστάσιο και στα κτήματα. Θα σας πω το εξής: δεν είναι καλά καλά δυο μήνες που μένει μαζί μας, κι ήδη αναρωτιόμαστε τι θα κάνουμε αν κάποτε αποφασίσει να φύγει μακριά μας!»
Από την ώρα που η Ναόμι Κόουλμπρουκ έγινε το κύριο θέμα της συζήτησής μας, ο Αμπρόουζ δεν έπαψε στιγμή να μιλάει για κείνη. Δεν χρειαζόταν να κατέχω το «θεόσταλτο» χάρισμα της διορατικότητας για να αντιληφθώ την εξαιρετική εντύπωση που είχε κάνει η Αμερικανίδα ξαδέλφη στο νεαρό μέλος της οικογένειας Μήντοουκροφτ που με συνόδευε. Ο ενθουσιασμός του Αμπρόουζ –αν και εκφρασμένος με σχετική εγκράτεια– ήταν κάτι παραπάνω από προφανής. Ενώ ο ήλιος έδυε και η άμαξά μας πλησίαζε στην πύλη της φάρμας του Μόργουικ, με κατέλαβε ένα είδος γλυκιάς ταραχής για την επικείμενη συνάντησή μου με τη Ναόμι.