Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 29

Άγιος Μανουήλ ο μάρτυρας/Η θεία Τούλα του Μιγέλ ντε Ουναμούνο

unamuno.jpg
Άγιος Μανουήλ ο μάρτυρας/Η θεία Τούλα, νουβέλες, Μιγέλ ντε Ουναμούνο, μτφρ. Τάσος Ψάρρης, εκδόσεις Vakxikon.gr 2014

 

Άγνωστος σχεδόν στην χώρα μας ο Μιγέλ ντε Ουναμούνο, γνωστός στην Ισπανία κυρίως για το φιλοσοφικό του έργο, αποδεικνύεται με τις δυο νουβέλες που περιέχονται στην συλλογή «Άγιος Μανουήλ ο μάρτυρας και Η θεία Τούλα» πως δεν συμπεριλαμβάνεται άδικα στους σπουδαίους μοντερνιστές του καιρού του. Με στόφα πραγματικού καλλιτέχνη, ο Ουναμούνο έγραψε ιστορίες ευκολοδιάβαστες και ενδιαφέρουσες.
Στο Άγιος Μανουήλ ο Μάρτυρας πρωταγωνιστής είναι ο Μανουήλ, ένας ιερέας δοσμένος στο καθήκον του, που κάνει πάντα το καλό. Η νουβέλα είναι γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο και αφηγήτρια μια γυναίκα, βαθιά θρησκευόμενη, που μας μιλά για τον Μανουήλ, μας αφηγείται πόσο καλόψυχος και δυναμικός είναι, πόσο κάνει πραγματικό έργο για το ποίμνιό του. Ο αδελφός της αφηγήτριας, ο Λάθαρο, δεν πιστεύει στον θεό, γοητεύεται παρ’ όλα αυτά από τον Μανουήλ, γίνεται φίλος του και τον ακολουθεί. Η αποκάλυψη πως ο ιερέας έχει χάσει  κι αυτός την πίστη του στην μετά θάνατο ζωή, αλλά πιστεύει ακράδαντα πως η πίστη θα σώσει τους συγχωριανούς του και για αυτό ζητά από τον Λάθαρο να μην τους τσιγκλά, είναι κομβικής σημασίας για την πλοκή.
Λέει ο ίδιος ο Μανουήλ στον Λάθαρο, όταν τον ρωτά γιατί ενώ δεν πιστεύει πια, προωθεί τόσο την πίστη ανάμεσα στους χωριανούς του, συνεχίζει να αγωνίζεται για την Εκκλησία αλλά και την κοινωνία. Αλλά και γιατί εξομολογείται σε κείνον την αθεΐα του.
«Γιατί αν δεν το έκανα, θα με τρομοκρατούσε τόσο πολύ, που θα κατέληγα να την διαλαλώ στο κέντρο της πλατείας, κι αυτό δεν μπορεί να γίνει ποτέ, ποτέ μα ποτέ. Η αποστολή μου είναι να ζωντανεύω τις ψυχές των πιστών μου, να τους κάνω ευτυχισμένους, να τους κάνω να ονειρεύονται ότι είναι αθάνατοι κι όχι να τους σκοτώνω. Αυτό που χρειάζονται αυτοί οι άνθρωποι είναι να ζουν με υγεία και με συναισθηματική σύμπνοια και με την αλήθεια, την δική μου αλήθεια, δεν θα ζούσαν. Πρέπει να ζήσουν. Αυτό κάνει η Εκκλησία, τους χαρίζει ζωή.»
Ο Μανουήλ καταλήγει στον θάνατο κρατώντας αυτή στάση ως το τέλος. Ο ίδιος βασανίζεται από την αμφιβολία, την αφήνει σαν σαράκι να τον κατατρώει, όμως δεν δίνει σε καμία στιγμή αφορμή τους χωριανούς του να το καταλάβουν. Οι μονοί που το ξέρουν είναι ο Λάθαρο και η αφηγήτρια. Ο Λάθαρο δεν πίστευε ποτέ, κι έτσι ο Μανουήλ δεν μπορεί να τον βλάψει. Ενώ η αδελφή του, διατηρεί παρ’ όλα αυτά ζωντανή την φλόγα της πίστης της και λυπάται τον Μανουήλ που την έχασε.
Συμπυκνώνονται στις ελάχιστες σελίδες τούτου του κειμένου τόσες σκέψεις για την ζωή, την αθανασία, τον θάνατο, την πίστη αλλά και την αίσθηση του Ουναμούνο πως αυτό που μετράει είναι το κάθε άτομο ξεχωριστά και πως δεν αξίζει στο όνομα της αλήθειας να καταστρέψεις την ζωή του καθενός.
Ο Μανουήλ είναι μια Δον Κιχωτική φιγούρα, ένας άνθρωπος δοσμένος στους άλλους, που κάνει αυτό που πιστεύει σωστό, που διατρανώνει την ατομική πιστή, ως προάγγελο όλων των καλών, ένας χαρακτήρας που τελικά εξελίσσεται, σε ένα περιβάλλον που μας περιγράφεται. Αυτά τα δυο χαρακτηριστικά διαχωρίζουν το κείμενο από αυτά που έγραφε συνήθως, το κάνουν διαφορετικό από τα υπόλοιπά του και για αυτό από κάποιους μελετητές θεωρείται το κορυφαίο λογοτεχνικό έργο του.
Από την άλλη μεριά, Η θεία Τούλα, είναι χαρακτηριστικό δείγμα nivola, του λογοτεχνικού είδους που δημιούργησε ο ίδιος κι ήταν μοναδικός θιασώτης. Ο συγγραφέας εδώ μας μιλά για την ιστορία μιας γυναίκας που αποφασίζει η ίδια να μείνει άσπιλη και αγνή, να μην δοθεί ποτέ σε άντρα, ενώ επιδιώκει και -τελικά καταφέρνει- να γίνει μάνα πέντε παιδιών.
Η Τούλα και η αδελφή της η Ρόζα ήταν το ακριβώς αντίθετο, με την πρώτη ματιά πρόσεχες την ομορφιά της Ρόζας- που όμως στα έδινε όλα μεμιάς- κι έπειτα στη δεύτερη επαφή έμενες στην Τούλα.
"Οι δυο αδελφές, πάντα μαζί, αν κι όχι απαραίτητα πάντα ενωμένες, σχημάτιζαν ένα ζευγάρι αχώριστο, μια και μόνη ουσία. Ήταν η υπέροχη και κάπως προκλητική ομορφιά της Ρόζας, λουλούδι σάρκινο που ανοίγει σαν λουλούδι ουράνιο στο παραμικρό φως και στον παραμικρό άνεμο, αυτή που αρχικά τραβούσε τα βλέμματα στο ζευγάρι κατόπιν όμως ήταν τα επίμονα μάτια της Γετρούδης αυτά που κατακτούσαν όποια μάτια καρφώνονταν πάνω τους"
Ο Ραμίρο νόμισε πως ερωτεύτηκε την Ρόζα. Η Τούλα τον πίεσε να παντρευτεί την αδελφή της. Όταν γεννήθηκαν τα ανίψια της, η Τούλα μετακόμισε στο σπίτι της αδελφής της κι έγινε για αυτά πιο μάνα κι από μάνα- η Ρόζα ανάρρωνε μετά από κάθε γέννα όλο και δυσκολότερα. Όταν πέθανε η Ρόζα, η Γετρούδη (η Τούλα) αρνήθηκε να παντρευτεί τον Ραμίρο, επέβαλλε στα παιδιά να την φωνάζουν μαμά και σε κείνον παντρευτεί μια υπηρετριούλα που πηδούσε.
Η θεία Τούλα, η άμωμος παρθένος που γίνεται μάνα με το έτσι θέλω, που διώχνει τους άντρες, που απαρνιέται το κορμί της, που χρησιμοποιεί τις άλλες γυναίκες για να γίνει μάνα κι αυτές πεθαίνουν πάνω στις γέννες είναι από τα πιο περίεργα θηλυκά της λογοτεχνίας. Δεν είναι σπάνια η μορφή της υστερικής παρθένου που διατάζει όλο το σπίτι ακόμα κι αν δεν είναι δικό της. Αυτό που διαφοροποιεί την ιστορία είναι πως ο συγγραφέας βλέπει μια τέτοια ηρωίδα με συμπάθεια. Ο Ουναμούνο την αγαπά την Τούλα του, δεν την θεωρεί κακιά, της δίνει τον κεντρικό ρόλο. Ταυτόχρονα μιλά για τον θεσμό της οικογένειας, της αδελφικής και της μητρικής αγάπης, της θρησκείας, της έννοιας της «θυσίας».
Κι οι δυο νουβέλες μαζί, στην καλαίσθητη έκδοση των εκδόσεων www.vakxikon.gr δίνουν μια πρώτη γεύση από το έργο του Ουναμούνο, και κάνουν τον αναγνώστη ανυπόμονο για να μεταφραστεί κι άλλο από το σημαντικό έργο του συγγραφέα στην χώρα μας.

Kατερίνα Μαλακατέ