Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 29

Ο μαύρος γάτος - Αλέξανδρος Κεφαλάς

kefalas29zamp.jpg
φωτό: Θεοδ. Ζαμπάκα
Κάθε μεσημέρι, γυρνώντας από το σχολείο, απέφευγε με χαζές προφάσεις να ακολουθήσει τις φιλενάδες της στο πολύβουο στρατί της τσιμεντένιας λεωφόρου. Οι φανταχτερές βιτρίνες και η κίνηση του δρόμου δεν την ενδιέφεραν καθόλου. Προτιμούσε να «κόβει» δρόμο από ένα στενό, ανήλιαγο σοκάκι — από τα ελάχιστα εκείνα πολεοδομικά δείγματα του αστικού ιστού της περιοχής της— που είχαν γλιτώσει από τα αδηφάγα σαγόνια της μεταπολιτευτικής μπουλντόζας. Το στενάκι αυτό, καμιά κατοσταριά μέτρα όλο κι όλο, είχε να επιδείξει δυο ετοιμόρροπες μονοκατοικίες του Μεσοπολέμου με ξεφτισμένες γύψινες διακοσμήσεις που έχασκαν σαν πληγές ανοιχτές, αφήνοντας έκθετα στα μάτια του περαστικού τα σπλάχνα της γερασμένης πλινθοδομής τους, και άλλες τόσες πολυκατοικίες της δεκαετίας του ‘60, όχι ιδιαίτερα ψηλές, σε καλύτερη όμως κατάσταση. Το μοναδικό κατάστημα που κάποτε στεκόταν ανοιχτό στο δρομάκι εκείνο καταλάμβανε τη μια πλευρά του ισογείου της τελευταίας από αυτές. Στα βρόμικα και θολά από τη χρόνια εγκατάλειψη τζάμια του έβλεπες, ή καλύτερα μάντευες, καθώς πολλά από τα γράμματα της επιγραφής είχαν ξεθωριάσει, πως τις μέρες της δόξας του ήταν ψιλικατζήδικο: 

ΨΙΛΙΚ(Α)
(Τ)ΣΙ(Γ)ΑΡΑ-ΕΙ(Δ)Η ΚΑΠ(Ν)ΙΣΤΟ(Υ)


Αν και κλειστό για πάνω από τριάντα χρόνια, πολλές φορές πίσω από τον σκονισμένο πάγκο μπορούσε να διακρίνει ο διαβάτης μια ισχνή ανδρική φιγούρα με αδρά χαρακτηριστικά. Δεν είναι λίγοι που έστρεφαν δυο φορές έκπληκτοι το κεφάλι στο θέαμα του άνδρα, καθώς για δευτερόλεπτα η κραταιά λογική ξεστράτιζε περνώντας τον για φάντασμα. Η Λουκία τον έβλεπε σχεδόν κάθε μεσημέρι που γύρναγε από το σχολείο. Αν και αρχικά τη φόβιζε και επιτάχυνε πάντα το βήμα της περνώντας μπροστά από το μαγαζάκι, με τον καιρό είχε εξοικειωθεί με την παρουσία του αλλόκοτου «ψιλικατζή». Ο μυστηριώδης άνδρας δεν ήταν παρά γιος του αλλοτινού ιδιοκτήτη που είχε πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια. Περνούσε ώρες ολόκληρες παρέα με ένα παλιό τραντζίστορ στο κλειστό μαγαζάκι του πατέρα του. Οι γείτονες, που πάντα τον θεωρούσαν λιγάκι «ζαβό», δεν έδιναν σημασία. Πίστευαν απλά πως δεν είχε ξεπεράσει τον χαμό των γονιών του. Μόνος «σαν το κούτσουρο», άλλωστε, χωρίς οικογένεια και δικά του παιδιά, έβρισκε εκεί ένα αποκούμπι για να ξεκουράσει τις χαρούμενες αναμνήσεις του παρελθόντος και να αντέξει την τωρινή του μοναξιά. Πολλοί κουνούσαν με λύπηση το κεφάλι τους σαν τον έβλεπαν χαμένο στον σαβανωμένο κόσμο του ψιλικατζήδικου.
Στο τέλος του δρόμου, στριμωγμένο στην πίσω όψη μια νεόδμητης πολυκατοικίας, ασφυκτιούσε ένα μίζερο παρκάκι, τρία παγκάκια κι ένα μεγάλο παρτέρι με μουσμουλιές όλο κι όλο. Εκεί, ανάμεσα στους σκουπιδοντενεκέδες του δήμου, υπήρχαν πάντα μέσα σε αλουμινόχαρτο δύσοσμα αποφάγια και ξηρά τροφή για γάτες. Αυτό ήταν που μαγνήτιζε τη Λουκία οδηγώντας τα μεσημβρινά της βήματα προς το σοκάκι. Λάτρευε κυριολεκτικά τις γάτες! Να τις χαϊδεύει, να παίζει μαζί τους παρά τα γρατσουνίσματα από τα νυχάκια τους, να τις κανακεύει και να τις ταΐζει λιχουδιές σε κάθε ευκαιρία! Ο πατέρας της ήταν αλλεργικός, πράγμα που καθιστούσε το όνειρο της απόκτησης μιας γατούλας ανέφικτο. Της είχαν γίνει εμμονή οι γάτες. Οι σχολικές της εκθέσεις και εργασίες, ανεξαρτήτως θέματος, έβριθαν από... γάτες. Στον δρόμο, αν συναντούσε καμία «φιλάνθρωπη», δεν την άφηνε σε ησυχία μέχρι να την κατσιάσει. Την πρώτη φορά που είχε τυχαία περάσει από το στενό πρόσεξε όχι μία αλλά πέντε να λιάζονται νωχελικά στο παρκάκι. Τι ευτυχία! Οι τέσσερις λάκισαν άμα τη αφίξει της, αλλά ένας χοντρός γάτος με στιλπνό μαύρο τρίχωμα και κόκκινο λουράκι στον λαιμό του έμεινε ατάραχος στη θέση του πάνω σ’ ένα παγκάκι. Της έκανε την τιμή να τον χαϊδολογήσει για λίγο, προτού εξαφανιστεί πηδώντας τον γερμένο μαντρότοιχο μιας μονοκατοικίας. Ήταν σπιτόγατος το δίχως άλλο... Για τα πράσινα γατίσια μάτια του και τη βασιλική του χάρη κάθε μεσημέρι η Λουκία πέρναγε το στενάκι με την κρυφή ελπίδα να τον ξαναδεί. Έτσι κι εκείνο το μεσημέρι. Από την τελευταία σχολική ώρα ονειρευόταν τον μαύρο της γάτο. Σαν υπνωτισμένη ακολούθησε το γνώριμο μονοπάτι. Περνώντας έξω από το ψιλικατζήδικο, έριξε μια πλάγια ματιά στο εσωτερικό του. Μα ήταν δυνατόν; Μήπως δεν έβλεπε καλά; Όχι... έβλεπε παρά τη θολούρα της τζαμόπορτας. Πάνω στον πάγκο, δίπλα στον ανέκφραστο άνδρα, ήταν φαρδύς πλατύς ξαπλωμένος ο γάτος... Στάθηκε για λίγο αναποφάσιστη στο πεζοδρόμιο. Έσκυψε κι έκανε πως δένει τα κορδόνια της. Άκουσε το τρίξιμο της πόρτας. Ένα  ρίγος διαπέρασε  την εύσχημη καμπύλη του λαιμού της. Ένιωσε τη θέρμη από τη γούνα του στη γάμπα της, ενώ το γουργούρισμά του δεν της άφηνε αμφιβολίες πως είχε χαρεί κι εκείνος που την είχε ξαναδεί. Άκουσε, έπειτα, να αντηχούν αργά, προσεκτικά βήματα από το άδειο ψιλικατζήδικο. Έμεινε κοκαλωμένη στη θέση της να χαϊδεύει τον γάτο.
«Μαυρήηηη…» ακούστηκε η στριγγιά φωνή μιας ηλικιωμένης που είχε βγει στον κήπο της απέναντι μονοκατοικίας. Τα βήματα πίσω της σταμάτησαν. Μετά από μερικά αβέβαια δευτερόλεπτα, που της φάνηκαν αιώνας, τα άκουσε να απομακρύνονται βιαστικά προς το εσωτερικό του μαγαζιού. Το ίδιο έκανε κι ο γάτος προς την αντίθετη όμως κατεύθυνση.
Δεν ξαναείδε τον μαύρο γάτο ούτε τον αλλόκοτο ψιλικατζή. Από την επόμενη κιόλας μέρα επέστρεφε από το σχολείο με τις φιλενάδες της πάντα από τη λεωφόρο.

Ο Αλέξανδρος Κεφαλάς έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα Η Αγγλίδα κυρία (εκδόσεις Διόπτρα 2007), Επικίνδυνες συνδέσεις (εκδόσεις Άπαρσις 2011), Ιερό πάθος (εκδόσεις Άπαρσις 2013), Γλυκό κυδώνι (εκδόσεις Τσουκάτου 2013), τη συλλογή διηγημάτων Νυχτερινός διαβάτης (εκδόσεις Λέμβος 2014), καθώς και την ποιητική συλλογή Άπολις (εκδόσεις Οδός Πανός 2013). Ζει κι εργάζεται στην Αθήνα.