κορίτσια της οδού Ο` Κόνελ στο Δουβλίνο που τα θυμάμαι
να περνούν σκορπώντας στο γρήγορο διάβα τους
ολόλευκα τριαντάφυλλα. Να μνημονεύσω επίσης εδώ,
τον παλιό μου φίλο Ciaran Gilgunn• σήμερα δεν ζει πια
στον καιρό του όμως, υπήρξε πουλί που διέσχιζε θριαμβευτικά
έναν προς έναν όλους τους θλιμμένους ορίζοντες.
Μια νύχτα πριν από πολλά χρόνια, μου μίλησε συγκινημένος
μέχρι δακρύων για τη μεγάλη απεργία πείνας του`81 και για όλα
τα μακρινά μελαγχολικά σύννεφα που ταξίδευαν αργά
πάνω από τη στέγη των φυλακών του Λονγκ Κες
και για τα πεινασμένα σμήνη των γλάρων
που είδε κάποτε στις μεγάλες έρημες ακτές του βορρά.
Μου μίλησε ακόμα για κάποιον θείο του που είχε
πολεμήσει στην Ισπανία απ` όπου επέστρεψε με μια
μεγάλη πληγή στο στήθος• είχε μάλιστα αγαπήσει
μια κοπέλα που ονομαζόταν Πιλάρ και κράτησε
τη φθαρμένη φωτογραφία της επάνω του μέχρι το τέλος
της ζωής του αλλά ο Ciaran δεν ήξερε να μου πει
τίποτα περισσότερο κι έτσι συνεχίσαμε την περιπλάνησή μας
στους νυχτερινούς δρόμους ώσπου μας βρήκε
το ξημέρωμα σκυφτούς πάνω στις παγωμένες
έρημες γέφυρες κι εγώ σκεπτόμουν τη φθαρμένη
φωτογραφία της Πιλάρ στη Βαρκελώνη ίσως
ή στη Μαδρίτη μέσα στις φλόγες εκείνου του καιρού.
Θυμάμαι ακόμα τον αποχαιρετισμό
και τα τελευταία του λόγια: Στέκω στο κατώφλι ενός άλλου, τρεμάμενου κόσμου
και πια δε μιλήσαμε άλλο. Μόνο κοιτάζαμε περίλυποι τα ακίνητα νερά
του μεγάλου ποταμού των νεκρών.
Άλογο στη βροχή
Τα χρόνια εκείνα συχνά
επισκεπτόμουν τον άρρωστο
και άπλωνε, θυμάμαι, τα χέρια να μ` αγκαλιάσει
ο δυστυχής αν και πλέον δεν μ` αναγνώριζε
κανέναν δεν αναγνώριζε πλέον ο δυστυχής
μονάχα αφροί έβγαιναν πότε πότε από το στόμα του
και προφητείες και λόγια ακατάληπτα
για το Θεό που κοιμάται
και πρέπει να τον ξυπνήσουμε.
Συχνά για πράγματα περασμένα μιλούσε
για τη Βενετία, το Τορίνο, για βάρκες που έπλεαν
γαλήνια στα ήρεμα νερά κάποιας σκοτεινής
λίμνης, για τα θλιμμένα τριαντάφυλλα
της Λου Σαλομέ και για περιστατικά
της παλιάς του ζωής
που ήθελε αλλά δε μπορούσε να λησμονήσει.
Κυρίως όμως, μιλούσε για ένα γέρικο άλογο
και τότε γέμιζαν τα μάτια του δάκρυα.
Για ένα άλογο μιλούσε που στεκόταν ακίνητο
κάτω από τη βροχή στην πλατεία Κάρλο Αλμπέρτο
σε μιαν άλλη, μακρινή ζωή
που ήθελε αλλά δε μπορούσε να λησμονήσει.
Ακίνητο στεκόταν το άλογο στην πλατεία Κάρλο Αλμπέρτο
και ο μεθυσμένος αμαξάς το χτυπούσε ασταμάτητα.
Κάθε λεπτομέρεια θυμόταν τότε ο δυστυχής
και γέμιζαν τα μάτια του δάκρυα.
Θυμόταν ότι ολόκληρη τη νύχτα έβρεχε
στην πλατεία Κάρλο Αλμπέρτο
εκεί όπου ένας αμαξάς μεθυσμένος
χτύπησε κάποτε μέχρι θανάτου
ένα γέρικο άλογο.
Ολόκληρη τη νύχτα έβρεχε
κι έτριζαν άγρια οι ρόδες της άμαξας
στο υγρό λιθόστρωτο.
Πιλότος από την Οκλαχόμα των Η.Π.Α. θυμάται ακόμα έπειτα από εβδομήντα ολόκληρα χρόνια της Δρέσδη
Θυμάμαι ακόμα και σήμερα μια χειμωνιάτικη νύχτα πριν από
εβδομήντα ολόκληρα χρόνια όταν πετάξαμε πάνω από εκείνη
την πόλη• χιόνι μας οδηγούσε και φεγγάρι ολόλαμπρο• τίποτα
δε στεκόταν στο δρόμο μας• ούτε σύννεφο ούτε πουλιά πέρα μακριά
στον ορίζοντα• τίποτα στην οθόνη των βομβαρδιστικών εκτός από την πόλη
την ίδια και τους μεγάλους τρούλους του καθεδρικού σκεπασμένους
με χιόνι• και κάτω πιο χαμηλά, τα μαύρα νερά του Έλβα όπου επέπλεαν
οι παραμορφωμένες σκιές των πνιγμένων• και κάτω πιο χαμηλά, δρόμοι
και πλατείες, μεσαιωνικές καμάρες και γέφυρες εκεί όπου συνωστίζονταν
τα απελπισμένα πλήθη της πείνας• πρόσφυγες που έφθασαν εκεί από τα
δεν έβλεπες ανθρώπους εκεί κάτω, τίποτα δεν υπήρχε παρά μόνον ένας
ατελείωτος πληθυσμός μυρμηγκιών που έπρεπε κι αυτός
να εξολοθρευτεί όπως όλοι.
Και τότε είδα μπροστά μου ξανά τα κατασκότεινα δάση
της μακρινής μου πατρίδας• τις λίμνες είδα που το χειμώνα πάγωναν
αλλά το καλοκαίρι ήταν γεμάτες από κάθε λογής παράξενα ψάρια και άκουσα
βατράχων που ήξεραν να γίνονται ένα με τις πέτρες και θυμάμαι
έναν γέρο ψαρά που όταν ήμουν παιδί μάς μάθαινε κόλπα
για να πιάνουμε εύκολα τις πέστροφες• και το φεγγάρι θυμάμαι που φώτιζε
με το θαμπό του φως τις έρημες πεδιάδες της Οκλαχόμα.
Αλλά όλα αυτά δεν ήταν παρά ένα όνειρο, ένα όραμα αστραπιαίο
που αμέσως διαλύθηκε και τώρα έπρεπε ν` ανεβούμε με τ` αεροπλάνα
ψηλότερα και από τα σύννεφα γιατί κάτω μακριά η γη ολόκληρη έτρεμε
φλόγες διαβολικές κατάπιναν ήδη την πόλη με τις μεσαιωνικές
καμάρες και τις γέφυρες και όλα χάνονταν μέσα σε πελώριες
στήλες καπνού• μόνο οι μεγάλοι τρούλοι του καθεδρικού έμεναν
σαν από θαύμα ανέπαφοι. Τελευταίος στόχος για τα βομβαρδιστικά μας
κάτω από την αιώνια και φοβερή αδιαφορία των άστρων.
Ύμνος και θρήνος για την πόλη της Γάζας
Κύριε, ρίξε πάνω μου την τρέλα
και τη φωτιά που πέφτει από τον ουρανό. Άφησε
να ζήσουν οι θλιμμένες μητέρες των ερειπίων• άφησε
να ζήσουν τα άρρωστα νήπια τα σημαδεμένα
από τα δάκρυα. Στρέψε πάνω μου το τυφλό
μαχαίρι των φονιάδων, Κύριε. Θάνατος πέφτει
από τον ουρανό. Σώσε Κύριε τις θλιμμένες
μητέρες των ερειπίων• σώσε τα άρρωστα παιδιά μας
τα σημαδεμένα από τα δάκρυα. Θάνατος πέφτει
από τον ουρανό. Αφάνισέ με για πάντα Κύριε, στη θέση
εκείνων που πρέπει να υπάρξουν και αύριο. Είμαι εδώ
και ανοίγω το στήθος στη θέση του αθώου Ισαάκ.
Ο Σταμάτης Πολενάκης έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Το χέρι του χρόνου (εκδόσεις Όμβρος 2002), Τα γαλάζια άλογα του Φραντς Μαρκ (εκδόσεις Οδός Πανός 2006), Νοτρ Νταμ (εκδόσεις Οδός Πανός 2008), Τα σκαλοπάτια της Οδησσού (εκδόσεις Μικρή Άρκτος 2012) και Η ένδοξη πέτρα (εκδόσεις Μικρή Άρκτος 2014). Ζει κι εργάζεται στην Αθήνα.