Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 29

Όπου ο Μαρσέλ Σβομπ τα πίνει με τον Κώστα Καρυωτάκη

kolazmargariths.jpg
Γράφει ο Κυριάκος ΜαργαρίτηςΗ γονιμότητα της παρακμής

Η αίσθηση που είχε ο Μαρσέλ Σβομπ ήταν ότι τα πάντα έχουν ειπωθεί. Ως προς αυτό, αποτελούσε τυπικό εκπρόσωπο του καιρού του, που ήταν το τέλος του 19ου αιώνα, και ενός κόσμου.
Η ηχώ που διαπερνά το έργο του είναι της κραυγής, «Ο Μέγας Παν πέθανε!», μια αγγελία θανάτου που ορίζει το σημείο λήξης του κλασικού κόσμου, ή, σκέφτομαι εγώ, το σημείο μηδέν της γραφής.
Η παρακμή υφαίνεται σε όλα τα κείμενα του Σβομπ, ως χειρονομία ενός αποχαιρετισμού ο οποίος, όπως όλοι, μοιάζει καταπληκτικά με την υπόσχεση της επιστροφής.
Οι ποιητικές συλλογές, και τα σπαράγματα πεζού λόγου, μπορεί να είναι εξίσου κηδειόχαρτα σε στύλους, ή ραβασάκια στον κόρφο μιας καλλονής.
Στην περίπτωση του Σβομπ, η βεβαιότητα ότι όλα έχουν ειπωθεί, ενεργοποιεί την έμμονη συγγραφή, και συρραφή ενός παλίμψηστου.
Η παρακμή είναι γόνιμη όσο μια κουνέλα με κάψες, και αυτό που προκύπτει είναι μια ιλιγγιώδης αναδίφηση του παγκόσμιου αρχείου, με τρόπο πιο ρηξικέλευθο, ας μου επιτραπεί να ισχυριστώ, από τις πρωτοπορίες του 20ου αιώνα.
Ο ενταφιασμός του Πανός είναι η αφετηρία για μια γιορτή που θυμίζει τα Αδώνια, εκεί όπου οι άντρες ιερείς καμώνονταν τις εγκύους, και γεννοβολούσαν την επιστροφή του εραστή της Αφροδίτης στη γη μας.
Το μαντίλι που σαλεύει στις προβλήτες μπορεί να συγκρατεί τους θεούς, και να τους σώζει από την εξορία, αυτήν που φοβόταν ο Μάρτιν Χάιντεγκερ.
Κοντολογίς, μέσα στα αντίο ανασαίνει το αντάμωμα, και η παρακμή, όπως την αντιλαμβάνομαι από μωρό παιδί, είναι, απλώς, η ανθρώπινη κατάσταση, όταν γνωρίζει τον εαυτό της, και τον βαφτίζει πίστη, ελπίδα, ή αγάπη.
Ο Παν μπορεί να αυτοκτόνησε στο Αιγαίο, συνεπώς, είχε βραχεί, γι’ αυτό είπε να αυτοκτονήσει πάλι, στεγνά, μέσα στους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς.
Η παρακμή του 19ου αιώνα έχασε τα ποδάρια του τράγου, και η παρακμή του 20ου έδωσε στον αιώνα μας το κεφάλι του – εννοώ του τράγου, και, συγκεκριμένα, του αποδιοπομπαίου, που δεν μου το βγάζεις από το μυαλό ότι είναι μόνο ένα αρνί.
Τώρα, η παρακμή είναι η μεταμοντέρνα φαντασμαγορία, και αυτό θα ήταν ένα χαρμόσυνο νέο, αν δεν υπήρχε η υποψία ότι κάποιος μας έχει στειρώσει.
Προφανώς, επείγει να πιούμε ανεύθυνα.


Σαμιώτικο ή Λένα Πλάτωνος 

Στις 27 Μαρτίου του 1997, προμηθεύτηκα, στη μικρή μας πόλη, δηλαδή την Πάφο, τα Άπαντα του Καρυωτάκη, από τις εκδόσεις Πέλλα.
Έτσι έγινα χαρούμενος, και ένας θείος μου με πέρασε για τρελό, επειδή είχε λόγους να ανησυχεί για τυχόν απόπειρα αυτοκτονίας, κατά προτίμηση με ρεβόλβερ.
Κι όμως είμαι ακόμα εδώ, καλοκαίρια και χειμώνες, χάρη σε δυο μαγικές λέξεις, ξόρκια, και οιωνούς, που τα έθαψε, ο μακαρίτης, κάτω από τον ευκάλυπτο, τον γνωστό, αυτόν που δεν έχει πάψει από τότε να θροΐζει.
Εννοώ: Ελεγεία, και εννοώ: Σάτιρα.
Πάνω από την απόλυτη ομοιότητα του θανάτου, συνθέτουμε τις ελεγείες του κοινού παρελθόντος, και ενθέτουμε, μέσα τους, την σχετικώς απόλυτη, και απολύτως σχετική διαφορά της ζωής μας, που είναι σάτιρα.
Μιλώ για την παρωδία όταν γίνεται με αγάπη, και ακυρώνει τη μέθοδο του Βίκτωρα Φρανκεστάιν. Μιλώ για την επίκληση της έσχατης μεταμόρφωσης (και όχι αναγέννησης), ήτοι, της αναστάσεως.
Ο εγερτήριος ψίθυρος Θανάτω θάνατον πατήσας επιτρέπεται όταν μας έχει φανερωθεί η δυναμική της ελεγείας (θανάτω) που παίζει με τη σάτιρα (πατήσας) και συνθλίβει τον θάνατο – το τέλος το θεού, της λογοτεχνίας, της ζωής, και τα λοιπά.
Αίφνης, οι συμπληγάδες (ναι, η ελεγεία, και η σάτιρα) είναι μόνο τα σώματα των εραστών, και αντί για συντριβή, υποψιαζόμαστε έναν πολλαπλό οργασμό, μια σύλληψη, ένα όργιο, και μια σταυροφορία από παιδιά.
Όλα είναι ίδια, και όλα είναι αλλιώς, επειδή ο Δον Κιχώτης έχει τουλάχιστον δυο συγγραφείς, και ο ένας ζει στο κεφάλι του Χόρχε Λουίς Μπόρχες.
Δεν έχουμε δει τίποτα, και, κυρίως, δεν έχουμε πει το παραμικρό. Η μέθη είναι αποκατάσταση της παρθενίας. Μένει να γεννήσουμε έναν πατέρα της προκοπής, αλλά παρασύρθηκα, γιατί μιλούσαμε περί Καρυωτάκη, και άλλων δαιμονίων.
Σε εκείνα τα Άπαντα, λοιπόν, μαγεμένος από την ελεγεία, και την σάτιρα, δεν συγκινήθηκα επαρκώς με το ποίημα «Σε Παλαιό Συμφοιτητή», ίσως επειδή πήγαινα ακόμα στο λύκειο.
Όταν έγινα φοιτητής, και μετά άνεργος, και σκέφτηκα να φύγω από την Αθήνα, η Λένα Πλάτωνος μου θύμισε το εν λόγω ποίημα, και κόντεψα να βάλω τα κλάματα, από οινώδη κατάνυξη.
Θα πάω προς την ταβέρνα, το σαμιώτικο / που επίναμε για να ξαναζητήσω. / Θα λείπεις, το κρασί τους θα ’ναι αλλιώτικο, /  όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω.
Το κρασί είναι αλλιώς, αλλά η μέθη είναι ίδια. Η ομοιότητα μεθά με τον εαυτό της, που είναι ένας άλλος: η διαφορά.
Στα χριστιανικά, το λέμε εκ του θανάτου εις την ζωή. Στα ομηρικά, το λέμε νόστιμη μέρα. Μα είναι τυχαίο που ο πόντος είναι οίνοπας;

ΠολυκράτηςΣτους Μίμους, ο Μαρσέλ Σβομπ παίζει με το βουκολικό μυθιστόρημα του Λόγγου, Δάφνις και Χλόη (αυτό που ζήλευε ο Γκαίτε), και συνθέτει μιαν αντιστροφή του έργου Μίμοι του Αλεξανδρινού ποιητή Ηρώνδα.
Η ομοιότητα είναι προφανής, το ίδιο και η διαφορά, καθότι ο Σβομπ στήνει τις ελεγειακές σάτιρές του ως ίσκιος (ή φάντασμα;) του αρχαίου ποιητή.
Ο Σβομπ είχε σπουδάσει και την ομοιότητα, και την διαφορά, σε ένα άλλο έργο του, από το οποίο αντιγράφω: «Φανταστείτε ότι η ομοιότητα είναι η νοητική γλώσσα των διαφορών, ότι οι διαφορές είναι η αισθητή γλώσσα της ομοιότητας».
Στον δωδέκατο μίμο της συλλογής, ο Σβομπ περιγράφει (σατιρίζει) τον τύραννο της Σάμου, Πολυκράτη, ο οποίος ζητά τρία διαφορετικά κρασιά.
Ο σκλάβος, όμως, γεμίζει τα διαφορετικά φιαλίδια με το ίδιο κρασί. Ο Πολυκράτης κρίνει από το περίβλημα, απορρίπτει τα δυο πρώτα, και, εν τέλει, αφού αδειάζει το τρίτο, διάφανο φιαλίδιο σε μια κούπα, δοκιμάζει.
«Αυτό, είπε μ’ έναν αναστεναγμό, είναι το καλύτερο κρασί που δοκίμασα ποτέ». Ο δωδέκατος μίμος έχει τον υπότιτλο «λήκυθος», και την ένδειξη «σαμιώτικο κρασί».
Ο Καρυωτάκης επιστρέφει στην Αθήνα. Το κρασί είναι αλλιώτικο, αλλά αυτός αγνοεί τη διαφορά, και μεθά – έτσι κι αλλιώς. Ο Πολυκράτης δεν αγνοεί τη διαφορά, αλλά την ομοιότητα, και το ευχαριστιέται – έτσι κι αλλιώς.
Οι μαγικές λέξεις: Έτσι, και αλλιώς. Ομοιότητα, και διαφορά. Ελεγεία, και σάτιρα. Το ένα, χωρίς το άλλο, είναι στειρότητα.
Ας πιούμε. Είναι 17 Φεβρουαρίου του 2015, και επείγει να βρεθεί αυτός που θα γράψει τον Δον Κιχώτη, για να μην αναφέρω όλα (εννοώ όλα!) τα υπόλοιπα.