ακούω και πέφτει, αργά, το πρωτοβρόχι,
και κρυώνω.» (1)
Ποτέ μου δεν την ένιωσα σαν παιδικό παιχνίδι. Αυτό το παράξενο ξύλινο αντικείμενο των πολλαπλών εαυτών που για να φτάσεις στο κουκούτσι, πρέπει να απεκδυθείς όλους τους προηγούμενους εαυτούς. Για να φτάσεις στον καρπό, πρέπει να ξεγυμνωθείς μια και καλά στη νύχτα. Η φλόγα του κεριού φωτίζει τη μπάμπουσκά μου.
στη νύχτα, απάνω στo τραπέζι
σαν έρημη πνοή ανασαίνει..»
Η κόκκινη μικρή μπάμπουσκα της ψυχής μου. Παιχνίδι συνήθειας σε στιγμές βροχερές. Ένα παιχνίδι ξεφλουδίσματος του άλλου, μια κίνηση επαναληπτική δεξιού χεριού που ψάχνει να βρει το πιο μέσα και από το μέσα, που αποζητά το ξεφλούδισμα του έξω από το πιο έξω. Η κόκκινη μπάμπουσκα που σέρνει πάντοτε μέσα στο κούφιο σώμα της τη στριγκλιά της σφαγής σε δυο κομμάτια. Μια ιαχή που σχίζει το χώρο και την απόσταση ανάμεσα σ’ όποιον την αφήνει και όποιον την ακούει.
και που σε λίγο παύει –τίποτα άλλο.»
Πίσω από το μικρό στρουμπουλό σώμα με το χαμογελαστό πρόσωπο με τις καλλίγραμμες πινελιές η επώδυνη διαδικασία απέκδυσης κάθε εαυτού, το εναγώνιο ξεγύμνωμα του χονδροειδούς περιβλήματος μέχρι να χτυπήσουμε κόκκαλο, το σωτήριο γδάρσιμο κάθε κομματιού της ψυχής ώσπου να μείνει μόνη με τη μελαγχολία της.
μια σκέψη έτσι μακρυνή, κι έτσι θλιμμένη μόνη•
είναι μια σκέψη άρρωστη, που ζη μεσ’ στην καρδιά μου.»
Επειδή τελικά ό,τι πιο βαθιά ζει στην καρδιά μας αυτό και μας πεθαίνει, όσα σώματα και να φορέσουμε, όσα...
1.Τα αποσπάσματα είναι από ποιήματα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.