Top menu

Ντουρς Γκύνμπαϊν: Γκρίζα ζώνη το πρωί [Ανέκδοτες μεταφράσεις]

Μεταφράζει ο Γιώργος Καρτάκης
Ο Ντουρς Γκύνμπαϊν (Durs Grünbein) γεννήθηκε το 1962 στη Δρέσδη. Το 1986 ξεκίνησε σπουδές θεατρικών επιστημών στο Βερολίνο, τις οποίες διέκοψε μετά τον πρώτο χρόνο. Εργάστηκε σε διάφορα θέατρα της τότε Ανατολικής Γερμανίας. Πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους ποιητές, δοκιμιογράφους και μεταφραστές της σύγχρονης Γερμανίας. Το 1994 του απονεμήθηκε η μεγαλύτερη γερμανική λογοτεχνική διάκριση, το βραβείο Γκέοργκ Μπύχνερ.1.

ΓΚΡΙΖΑ ΖΩΝΗ το πρωί, mon frère, στο δρόμο
διασχίζοντας την πόλη
για το σπίτι
ή τη δουλειά (τί πειράζει) -

Τώρα όλα συμβαίνουν στο ύψος των ματιών. Στα
πρώτα πρόσωπα, γωνιώδη και
σκληρά, δεν λείπει τίποτα άλλο
μόνο τα μαύρα δοκάρια
πάνω απ’ τα μάτια, σβησμένα για το
εχέμυθο αρχείο απάντων των μαρτύρων του
σιωπηλού συναγερμού κατά του νέφους της αιθαλομίχλης
(πρωί
5 και μισή).

Κι υπάρχει αυτή η πυκνότητα (πήχτρα:

ΟΠΩΣ ΛΕΕΙ Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ) ώστε να στρέφονται
λοξά κατά του πονοκέφαλου και του
βουητού των εσωτερικών μας
διυλιστηρίων.

2.

ΚΑΤΙ  ΥΠΟΛΟΓΙΣΙΜΟ (κιόλας απ’ το πρωί) είναι
ενός δικύκλου
η νωθρή αυτή λάμψη χρωμίου
που σού ‘ρχεται απ’ απέναντι. Το καλοκαίρι

ολοκληρωτικά παγωμένο, κείτεται στις τελευταίες
αμαξοστοιχίες (Σύμφωνοι,
κάτι καινούργιο). Εσύ
μασάς τσίχλα στο μισόφωτο του μουσείου, γιατί είναι
το καλύτερο φάρμακο κατά
της μπαροκφοβίας. Φθινοπωριάζει ακριβώς στην ώρα του,
έρχεται η κατάθλιψη
των καρεκλοσειρών
μπροστά από μια θερινή θεατρική σκηνή,
ανενεργή προ αμνημονεύτων

χρόνων βροχής. Δυο τρεις εργάτες
τυλίγουν λωρίδες υφάσματος,
ξηλώνουν τις σανίδες
απ’ τα πλαίσια. Τους γνέφεις.
Κάποιες φορές

δεν υπάρχει τίποτα ελαφρώς πιο μπανάλ απ’ όσο
ένα ποίημα, μια πρώτη συνεδρίαση
τόσο νωρίς το πρωί στα
κοκαλωμένα φτερά του σκόρου που

η αφή του είναι πολύ απαλή μέσα στο χέρι σου.

3.

«Εδώ οι περισσότεροι, βλέπεις, είναι εθισμένοι
σε μια πραγματικότητα που μοιάζει σαν  από 2ο χέρι…», είπε.
«Κανένας που να μπορεί να ξεκόψει
από αυτή την κόλαση των λεκτικών προκλήσεων,
απ’ τις κερματισμένες εικόνες των μαζών

το πρωί στους δρόμους
διασχίζοντας την πόλη, έγκλειστοι

σε ασφυκτικά γεμάτα τραμ, θωρακισμένοι
σε χώρο στενό (δεν το  ‘λεγαν…
εντροπία;).

Φαντάσου: ένα café γεμάτο κόσμο, όλοι
με ανοικτά κρανία, μυαλά
έκθετα
(Αυτό το γκρίζο!) κι ανάμεσα
τίποτα πια απ’ ό,τι θα μπορούσε να αναχαιτίσει
μια εναρμόνιση
με τον τρόμο ολόγυρα. Amigo, θα
σου ‘στριβε μ’ αυτόν τον
ήχο ημιτόνιου των,
σίγουρα, 1000 Ηz
που χτυπάει στα νεύρα…».

4.

ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΡΩΙ ΕΦΤΑΣΕ στο τέλος της η δεκαετία του ‘80
μ’ αυτά τα υπολείμματα
της δεκαετίας του ‘70 που έμοιαζε
όπως κι αυτή του ‘60: νηφάλια και άγρια.

«3 δεκαετίες με μια ελπίδα στο off…»

Πάρε ένα αρνητικό φωτογραφίας (και ξέχασε): αυτές
τις ουρές αναμονής που διασταυρώνονται στις στάσεις,
τα μποτιλιαρίσματα στις ώρες της αιχμής,
πλήρως κατεψυγμένες χειρονομίες στο κιόσκι των εφημερίδων,
τις παρεξηγήσεις («θιχτήκατε;») -

(«Ξέρετε το Δάντη;»). Είδες πώς περίμεναν,
απομονωμένοι κάποιοι από τη λάμψη της εξορίας τους.
Ο αέρας (άτρωτος
κατά τ’ άλλα)
ήταν γεμάτος με σκηνές από ταινίες του Chaplin, ένας
στρόβιλος χρωστικών πιο πριν, μέρα νύχτα
γκρίζα βροχή απ’ το εργοστάσιο λιγνίτη πάνω από τις
νεκρές ομοιότητες όλων των νεκρών, χωλών και κουλών αγγέλων
γύρω απ’ τα ερείπια. Ωραία, λοιπόν,

σκέφτηκες: αυτός ο τόπος
είναι σχεδόν ένας άλλος
εδώ στην Κεντρική Ευρώπη
μετά την ανατολή του ήλιου με

καλπάζοντα κοπάδια σύννεφων και πρωινή οχλαγωγία,
λες και τον άρπαξε
η ρουφήχτρα ενός  λιμανιού…

Αυτό είναι;
Όσο εσύ συνεχίζεις, θερμαίνεσαι,
χασμουριέσαι ενώ χαιρετάς μερικούς φίλους
(«Ένας που χάσκει!»)
κορεσμένος απ’ τις ταυτολογίες, την πείνα, την

αργή είσοδο σ’ αυτό το σήμερα.

5. Στον ποταμό  Έλβα

«Όπως είπαμε… κάτι μοιάζει
ξεπερασμένο».
Δεν ξέρω, όμως  τριγυρίζω πότε πότε
χωρίς κάποιο λόγο

κατά μήκος αυτού του μολυσμένου ποταμού,
μετρώ τις πάπιες και τους ακατάβλητους κύκνους
και τότε μου συμβαίνει να σκεφτώ
όλους αυτούς τους ποταμίσιους θεούς (βλέποντας
τις ακαθαρσίες  να τραβούν προς τα κάτω στο διάβα μου:
παλιόχαρτα και τσίγκινα μπιτόνια, λίγη πολυστυρόλη)
λες και δεν έχουν καθόλου υπάρξει (οι οργασμοί
των 3000 θυγατέρων του Ωκεανού) και

κάθε εισροή
προσθέτει καινούργιες φυσαλίδες χημικών
που φέγγουν απαλά.
Αηδιασμένος φτύνω από πάνω

Στέκοντας στο γυμνό κάτω εξώστη,
νιώθω δυσάρεστα (ο «ήρωας στην ταινία») κι αργότερα
θαυμάζω δυο λαχανιασμένους γέρους άντρες
που κάνουν τζόκινγκ
στην ίδια κατεύθυνση με το ρεύμα.

6. Περιστέρια

Χαρακτηριστική περίπτωση παραλλαγής: το πλήθος
Απ’ τα περιστέρια των σιδηροδρομικών σταθμών
τσιμπολογώντας
ανάμεσα σε υπολείμματα από μπισκότα και ψωμί,
γράσο, χαλίκια και

βαλίτσες,
πάνω στις ράγες φυτρωμένα γερά όπως φαίνεται,
στα εναέρια σύρματα,
από την εποχή της θεμελίωσης και από μαντέμι
όπως τα πλευρικά τόξα, οι στύλοι, οι θόλοι.

Καμιά φορά, αποκολλάται κάποιο, πετά και
σηκώνει βρωμιά απ’ το έδαφος, όπου,
σαν στις φθηνές τις αισθηματικές ταινίες, ταξιδιώτες

κοκαλωμένοι από την αδημονία της άφιξης
καπνίζουν.