Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 23

Τσαρλς Μπουκόβσκι: Τέσσερα ποιήματα [Μέρος 4ο]

Μεταφράζει η Κατερίνα Καντσού
- διαβάστε τα προηγούμενα μέρη -

 

Η μορφή της τέχνης μου

Παρακολουθώ τους αναβάτες να εμφανίζονται στον ιππόδρομο. Ο ένας θα νικήσει τον αγώνα. Οι άλλοι θα χάσουν. Αλλά ο κάθε αναβάτης πρέπει να νικήσει κάποια στιγμή σε κάποιον αγώνα κάποια μέρα και πρέπει να το κάνει αρκετά συχνά. Αλλιώς έχει ξοφλήσει ως αναβάτης.
Είναι σαν τα κορίτσια στο δρόμο που προσπαθούν να σκοράρουν τον μαστροπό τους
ή σαν τον καθένα από εμάς που κάθεται πάνω από μια γραφομηχανή απόψε ή αύριο
ή την επόμενη εβδομάδα ή τον επόμενο μήνα
και το κάνει αρκετά καλά
μια στις τόσες,
αλλιώς έχει ξοφλήσει ως συγγραφέας,
κι είναι απλά μια πόρνη που δεν μπορεί να σκοράρει.

Νομίζω πως θα ήθελα μια λίγη καλοσύνη
έτσι όπως έχουν τα πράγματα,
αλλά η φύση των πραγμάτων έχουν ένα τρόπο
μη ακοής.

Όταν ήμουν μικρό αγόρι, ονειρευόμουν να γίνω
ο ηλίθιος του χωριού.
Συνήθιζα να ξαπλώνω στο κρεβάτι μου
και φανταζόμουν τον εαυτό μου
ως έναν ευτυχισμένο ηλίθιο,
ικανό να βρίσκει εύκολα φαγητό
κι εύκολη συμπάθεια,
μια σχεδιασμένη σύγχυση όχι τόσης πολλής
αγάπης ή προσπάθειας.

Κάποιοι θα υποστήριζαν ότι έχω πετύχει.

Πλήρης κύκλος

Του Σάνφορντ του άρεσε να παίζει
βρώμικα κόλπα
όπως να κατουράει σε μπουκάλια γάλακτος,
να καίει τα πόδια απ’ τις αράχνες,
να βασανίζει σκυλιά,
να ρίχνει νερά σε ντεπόζιτα κτλ.

Ήταν γεμάτος από βρώμικα
κόλπα.

Μεγαλώσαμε μαζί.

Όταν ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος κατέφθασε,
κατατάχθηκε στον Στρατό της Πολεμικής Αεροπορίας.

«Τα ιπτάμενα αγόρια παίρνουν όλα τα μουνιά»,
μου είπε.

Στη δεύτερη αποστολή του στο Αγγλικό Κανάλι
ο κώλος του εκτοξεύτηκε έξω απ' τον ουρανό.

Δεν τον βρήκαν ποτέ.

Ακόμη ένα βρώμικο κόλπο
Σ’ έναν βρώμικο κόσμο.

Σπατάλη

«Βαρετός», είπε απ' το νεκροκρέβατό του,
«τους έπληξα όλους,
ακόμα και τον εαυτό μου.
Το σπατάλησα, ήμουν ψεύτικος, μια φούσκα...
όλα τόσο φανταχτερά...
όλα τόσο γεμάτα από κόλπα.»

«Ω, Δάσκαλε,» είπε ο νεαρός ποιητής,
«αυτό δεν είναι καθόλου,
μα καθόλου αλήθεια.»

«Όλα τόσο αλήθεια», είπε ο γέροντας.
«Η δουλειά μου ήταν καθαρά
ανοησίες.»

Ο νεαρός ποιητής δεν πίστευε
αυτές τις λέξεις.
Δεν μπορούσε, δε θα μπορούσε
μιας και ο ίδιος επίσης έγραφε
ανοησίες.

Αλλά ρώτησε τον γέροντα,
«Τότε Δάσκαλε, τι πρέπει
να γίνει;»

«Ξεκίνα από την αρχή»,
είπε ο γέροντας.

Μερικές μέρες αργότερα
πέθανε.

Δεν ήθελε να δει
τον νεαρό ποιητή με τίποτα.

Τώρα αυτό ούτε που είχε
πια σημασία.

Το αποτυχημένο επάγγελμα

Όλες οι λέξεις, ξέρεις, είναι δύσκολο να πεις αν βγαίνουν στην πορεία
ή επειδή είσαι σε κάποιο ταξίδι ματαιότητας: πόσο πολύ μπορούν να ειπωθούν, πόσο πολύ έχουν ήδη ειπωθεί και γιατί;
Άλλων συγγραφέων οι λέξεις μου κάνουν λίγο καλό, τότε, γιατί θα πρέπει
οι δικές μου να είναι ξεχωριστές;
όλες μου οι λέξεις... δημιουργούν
γέλιο μέσα από τη φλόγα;

Οι ίδιοι ποιητές διαβάζονται συνέχεια
στα ίδια μέρη.
Ντρέπομαι γι' αυτούς και για μένα:
πιστεύουμε πραγματικά ότι διαμορφώνουμε το λόγο
περισσότερο ασυνήθιστα απ' ότι το χρηματιστήριο
ή το δελτίο καιρού;

Όλες οι λέξεις - που δακτυλογραφούμε - συνέχεια και συνέχεια -
οι περισσότεροι από εμάς ζούμε συνηθισμένες, χωρίς κουράγιο ζωές -
είμαστε τόσο άρρωστοι να πιστεύουμε
ότι ο λόγος μας είναι
εξαιρετικός;

Δεν μας συμπαθώ και η αλήθεια είναι
ότι ποτέ δεν το έκανα -
υπάρχει τίποτα χειρότερο
από ένα πλάσμα που ζει μόνο
για να γράφει ποίηση;