Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 23

Σωτήρης Κακίσης: Το μυαλό της καρδιάς

 
Το μυαλό της καρδιάς, ποίηση, Σωτήρης Κακίσης, Εκδόσεις Αιγαίον 2013

 

1.


κάνει ζέστη. αν κι είναι Σεπτέμβριος η ζέστη ιδίως μέσα μου είναι πολλή, μια πόλη ολόκληρη φουντωμένη, ένας λαός ολόκληρος καίγεται. ονόματα χιλιάδες προσπαθούν να χωθούν μέσα σε ένα, στο δικό μου, όλο αυτό το φως στου μυαλού μου τον φάρο συνωθείται. τελευταία το Γιάννης και Νανά, του πατέρα και της μάνας μου οι μορφές πάλι κοντοστέκονται για να μη με φοβίσουν. από ’κεί που είναι τώρα αγωνίζονται να καθυστερήσουν αυτό το κατάμαυρο μαύρο. κι αν είναι φεγγάρια στα βάθη των θαλασσών κι όλο νερά η νέα τους πόλη, κι η Ελλάδα Ατλαντίδα γεμάτη πάντα ζωή. γιατί φοβάμαι τώρα εγώ; τι να φοβηθώ;

2.


περνάω τη ζωή μου σαν δύο άνθρωποι, αυτό είναι. ο ένας είναι, είμαι, των άλλων ανθρώπων, κι ο άλλος είμαι, είναι άνθρωπος χωρίς σκοπό, με το φως στην τσέπη του, στην τσέπη μου. τη μια στιγμή όλοι μου λείπουνε, την άλλη κανέναν, μα κανένα δεν θέλω. το αίμα μου όλες τις στιγμές ίδιο κι απαράλλαχτο είναι, να σώσω όλον τον κόσμο, πηγαινοέρχεται και λέει. μα ποιος μου λέει εμένα πως ο κόσμος από αίματα σαν κι αυτό καταλαβαίνει, πως δεν είναι ο κόσμος όλος λίγο απέξω σαν ποτάμι κόκκινος, κι από μέσα σαν τον άλλον εμένα όλα τα ποτάμια μόνο, όλα τα νερά τα κάτασπρα;

3.


μένω όλο και πιο λίγος, όλο και πιο ελεύθερος. κι ένα γατί το ίδιο θα ’ναι πριν τον θάνατο, το ίδιο μόνο κι έρημο, ωραία με τις στιγμές ερωτευμένο. ο χρόνος χωρίς θάνατο δεν έχει νόημα, ούτε κι εσύ, και θάλασσα να ’σαι, και νησί, και βουνό στων βυθών τα βάθη χωρίς βάσανα. σκέφτομαι τώρα πάλι τη γάτα μου, του κεφαλιού της την ηρεμία, των ποδιών της τις βουβές προβλέψεις. σκέφτομαι πώς κι εγώ γάτα χωρίς θόρυβο στον κόσμο μέσα προσπαθώντας να είμαι, όλης της Γης τη φασαρία με το σπαθί μου, με τα νύχια μου έγδαρα.

4.


βαθειά μέσα μου είν’ ένα δάσος. δάσος σαν λίμνη, σαν βουνό. δάσος σαν πηγή, σαν ποτάμι. εκεί, σ’ αυτό το ποτάμι, λοιπόν, κυλάει λάβα λευκή, παγωμένη, πολτός από φύλλα, από στιγμές. εποχές πια εκεί πέρα δεν υπάρχουν, μόνο αισθήματα, χωρίς λόγια, χωρίς πανικό. ένα αίσθημα εκεί μέσα λέει πως κι ο θάνατος παιδί δικό μου είναι, κύκνος χωρίς λαιμό, παγώνι χωρίς ουρά, χωρίς χρώματα, χωρίς φως. δεν είναι σαν χιόνι η λάβα μου αυτή η λευκή, δεν είναι σαν ωραίο, άγραφτο χαρτί. είναι σαν γαλαξίας άγνωστος, σαν άστρα σβηστά, σαν ο πιο μεγάλος κι αδιάφορος ωκεανός. σαν τέλος από τη Γη ήρεμο. χωρίς άλλα λόγια, χωρίς πανικό.

5.


δεν σαλεύει και το μυαλό μου. στέκεται το μυαλό μου σαν γατί, σαν βάτραχος στην άκρη, και περιμένει, περιμένει κάτι. σαν γατί το μυαλό μου περιμένει να φύγω για να ξανασηκωθεί, σαν βάτραχος να το φιλήσω φεύγοντας για ν’ αλλάξει. όμως εγώ με το μυαλό πια τι να πω, τι έχουμε να πούμε; το θυμάμαι το μυαλό μου μια σταλιά, εγώ παιδί κι αυτό αέρας. ύστερα σαν χαρταετό έστω στον αέρα του μέσα, ύστερα σπασμένο το μυαλό μου μες στις χαράδρες, με τα χαρτιά του σκισμένα, σκορπισμένα. τώρα το μυαλό μου πού να ξαναπετάξει, σε ποιο μυαλό άλλο μέσα να  κρυφτεί; κάθεται πια σαν βροχή, και κυλάει.