Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 23

Στήλη: Δαίμονας χωρίς ταυτότητα [Μέρος 15ο]

Γράφει η Άτη Σολέρτη
- διαβάστε τα προηγούμενα μέρη -
 
Ζαλισμένος από τα φώτα, και με το ενοχλητικό γέλιο του σαρκασμού να τον συντροφεύει... βαδίζει αργά... ελαφρά δακρυσμένος. Απομονωμένος. Ναι. Έτσι νιώθει. Απομονωμένος από όλους και όλα. Απ’ τον κόσμο που βαδίζει και ζει δίπλα του.Μόνος. Σ’ έναν κόσμο, σε δύο στάλες νερό που  χαράζουν τα όνειρα. Περιμένει την αυγή... γιατί η μέρα κι η νύχτα, δίχως μορφή του τυραννούν τις σκέψεις. Περιμένει τον αγέρα που θα ‘ρθει με μορφή γέρικων πουλιών να του διώξουν το πέπλο της πλάνης.

Κι ο κόσμος, ο χρόνος, οι λέξεις..., δε μαρτυρούν το δρόμο που πήρε ο αγέρας. Έτσι... δε ψάχνει.

Το πέπλο μη βγάλεις! Δίδυμος, δίμορφος μένεις. Όχι μη φεύγεις! Σταμάτα να τρέχεις! Κι άκου τη μοίρα που ξέρει. Η φωτιά... πάντα θα καίει! Κι αν ο πόνος, σα χρόνος αργός σε προλάβει, πάλι μη ψάξεις! Γιατί ο κόσμος... έγινε δυο στάλες... αίμα που έφερε ο αγέρας.

Κουράστηκε βαδίζοντας τόσες ώρες! Ίσως λεπτά, δευτερόλεπτα. Ποτέ εξάλλου δεν τα πήγαινε καλά με το χρόνο. Βρέθηκε μπροστά σε μια πολυτελή οικία και κάθισε στα σκαλοπάτια της. Ένας ρυθμικός ισχυρότατος ήχος τον σήκωσε απ’ τη θέση του, τον ξάφνιασε! Ο ήχος μιας καμπάνας! Η πολυτελής οικία ήταν... μια εκκλησία, με μεγάλη αυλή γεμάτη καταπράσινο γρασίδι και πολλά... κόκκινα λουλούδια. Όλα υποκλίνονταν μπροστά στο μεγαλείο του Θεού, στο μεγαλείο της Φύσης!

Ακόμα και ο δαίμονάς του!

Εκείνος νηφάλιος και άδειος από σκέψεις, κάθισε στο μεγάλο πέτρινο πλατύσκαλο μπροστά από τη μαύρη καγκελόπορτα της Εκκλησίας. Σχεδόν είχε ξαπλώσει πάνω του.

Έμοιαζε με ζητιάνο. Τα ρούχα του είχαν κουρελιαστεί. Το σώμα του ήταν παντού πληγωμένο. Μάλλον... είχε αρχίσει να σαπίζει.


Άνοιξε την παλάμη του και την έστρεψε πάνω, ψηλά προς τον ουρανό. Όχι. Δε ζητούσε βοήθεια απ’ το Θεό. Ούτε ελεημοσύνη από τους περαστικούς διαβάτες. Ήθελε απλά να νιώσει το άγγιγμα μιας μικρής ψιχάλας την οποία κοίταζε με βλέμμα παγωμένο ώρα τώρα και την παρακαλούσε να τον λυπηθεί... Ήταν μόνο μια μικρή σταγόνα. Τόση δά. Κι όμως... έφτανε για να τον λούσει και να καθαρίσει λυτρωτικά όλες του τις πληγές, σβήνοντας έτσι τις φωτιές που τον έκαιγαν.
Παραλίγο... Τι κρίμα! Αστόχησε! Αυτή η σταγόνα της βροχής, έπεσε βαριά κι απότομα πάνω στα καλογυαλισμένα παπούτσια του ιερέα που έβγαινε απ’ το ναό κι είχε σταθεί να κλειδώσει την πόρτα. Έπεσε τόσο αθώα από την καρδιά του Ουρανού, σαν τα δάκρυα απ’ την καρδιά της πιστής πόρνης πάνω στα γυμνά πόδια του Ιησού. Σαν τα δάκρυα που χύνει κάθε πόρνη και κάθε αμαρτωλός -που αφορίζει κάθε ιερέας- πάνω στα χρυσοκέντητα άμφιά του καθημερινά. Εκείνος κάτι μουρμούρησε ενοχλημένος, αλλά μπροστά στις κυρίες περιωπής που περνούσαν όλως τυχαίως από δίπλα του, έδειξε τα κατάλευκα αστραφτερά του δόντια, αφήνοντας ένα αβρό όλο γλυκύτητα χαμόγελο να σχηματιστεί στο πρόσωπό του, και τις χαιρέτησε παίρνοντας το ύφος του ταπεινού και συνετού δούλου του Θεού.


Σχεδόν θυμωμένος, έφυγε βιαστικός, σκουπίζοντας με το μαντήλι του το νερό της βροχής που είχε πια σταματήσει... κι είχε ποτίσει τα ακριβά υποδήματά του.
Η λύτρωσή μου στο μαντήλι σου κι εσύ την πετάς στις λάσπες του δρόμου! Στο βούρκο της κολάσεως με στέλνεις, αδιαφορώντας για μένα που σε κοιτώ και σ’ εκλιπαρώ για λίγη συμπόνοια, αδερφέ μου εξ’ αίματος. Αδιαφορώντας για την υλική μου υπόσταση στον κόσμο του Χάους. Τυφλός στα ώτα, στα μάτια και στον νου παραμένεις... και κρίνεσαι άξιος να ευλογείς μόνο είδωλα καμόντων, τις σκιές των νεκρών που ερωτεύεσαι και που δίπλα τους σέρνεσαι στη φλεγόμενη βάτο του δικού σου Παράδεισου.

Ιδού ο άνθρωπος! Ο άνθρωπος... σκιάς όναρ.


Πάντα σκιά... πάντα τέφρα. Τέφρας όναρ!
Κι εσύ... εξακολουθείς νοητικά να με στέλνεις στο πυρ το εξώτερον και να με καις... για να με κάνεις τέφρα, αγνοώντας πως σαν φοίνικας μπορώ να αναγεννηθώ εκ ταύτης της τέφρας μου.

Άλλος ένας Θεός της αδιαφορίας. Άλλος ένας Θεός-μάρτυρας των Παθών. Άλλος ένας τάφος των μυστικών κάθε ύπαρξης. Τάφος κεκονιαμένος! Άλλη μια μάσκα! Άλλη μια φούσκα έτοιμη να σκάσει. Άλλο ένα προσωπείο της σύγχρονης τραγωδίας, που κρύβει τα πραγματικά του αισθήματα, τις πραγματικές του αλήθειες... και σκέψεις κάθε μορφής, κάτω απ’ τα μαύρα ράσα ηθικοφανατικών ιδεολογιών.

Κι αν αυτό που είναι ηθικό... στην ουσία είναι ανήθικο; Και τι γίνεται όταν το ανήθικο οδηγεί στο ηθικό;

Ποιος ορίζει πού αρχίζει το ήθος και πού τελειώνει; Ποιος βάζει φραγμούς στις αρετές της ηθικής και της ανηθικότητας;

Βολεμένος σε μια πεποίθηση που οδηγεί στο ψέμα, στην πλάνη της υπάρξεως, αναμένει..., προσδοκά..., δίχως να σκέφτεται και να απορεί. Βολεμένος σε μια πίστη μόνο και μόνο γιατί έτσι αποκτά κίνητρο για να ζει... όμως έτσι;


Μαύρη ψυχή. Καταραμένη αιώνια να ‘σαι!

Αν η ηθική σου σε καταπιέζει... τότε γίνεται ανηθικότητα.
Ίσως και να ‘ναι αλήθεια... πως ό,τι μισείς το ποθείς. Ό,τι μισείς είναι αυτό που λαχταράς βαθιά μέσα σου. Που στη θέα του... τα μάτια σου γυαλίζουν από ανείπωτη ηδονή. Από έναν βαθύ παροξυσμό εγκεφαλικό και μόνο.

Νitimur in vetitum semper capimusque negata. Ναι! Πάντα λαχταράμε το απαγορευμένο, και ποθούμε αυτό που μας στερούν.

Ναι, είναι αλήθεια...  Ό,τι σιχαίνεσαι σε γοητεύει... Ό,τι σου στέρησαν... σε πεισμώνει να το αποστρέφεσαι μετα βδελυγμίας, χωρίς να ξέρεις ΓΙΑΤΙ.

Κι όταν δε θέλεις να παραδεχτείς πως το ποθείς... σε πνίγει.

Σε βουλιάζει στο βυθό αιμάτινων θαλασσών της κόλασης. Σε ματώνει. Σου δημιουργεί πληγές που δεν μπορείς να τις γιατρέψεις ούτε εσύ... ο μοναδικός θεραπευτής του εαυτού σου.

-Τι είναι όμως αυτό που στ’ αλήθεια μισείς;
Ο φθόνος; Ο φόβος; Η οργή; Η αδιαφορία; Η λαγνεία;
Η φιλαυτία; Η λαιμαργία; Η οκνηρία που πάντα γονιμοποιείται σε ηθικής σώμα και πνεύμα; Η φιλαργυρία; Η έπαρση; Το ίδιο το μίσος; Ο έρωτας - καρπός κάθε αμαρτίας; Η εκδίκηση;


-Όλα τα θανάσιμα αμαρτήματα που γεννούν δαίμονες-κόλακες φριχτούς, δαίμονες-πρωταγωνιστές στ’ ανοιξιάτικα όνειρα αθώων ανυποψίαστων παιδιών, που κοιμούνται σε λουλουδένια στρώματα.
Που γεννούν... δαίμονες! Θεούς-εαυτούς και Θεούς-δαίμονες.

-Θεούς που αγαπούν!

-Η αγάπη! Η φαινομενική αγάπη προς τον πλησίον... κοροϊδία εντυπώσεων!

Κοροϊδία ... στο Θεό! Παρωδία απ’ το Θεό!

Έπρεπε να προβλέψει ο Μέγας Παντογνώστης πως κάθε Αδάμ... δεν ξαναπράττει το ίδιο ανόητο σφάλμα και η κάθε Εύα τώρα πια, μόνη της γεύεται το ''μήλο'' της, χωρίς μοιρασιά, καθώς νέοι Κάιν και Άβελ γεννιούνται από τα σπλάχνα της... παίρνοντας εκ νέου, άλλους ρόλους Θύτη και Θύματος απόλυτα ταιριαστούς και δικαιολογημένους.

-«Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε».

Ένα γέλιο σαρδόνιο, ασταμάτητο, ακράτητο, γεμάτο κυνικότητα βγήκε από το στόμα του δαίμονά του καθώς ψιθύρισε το λόγο του ''Ποιητή'' του.

Το ίδιο γέλιο... Αυτό... Πάντα με συνόδευε.., είναι αλήθεια.

Στην κάθε μου σκέψη... στο κάθε μου βήμα... στο κάθε μου βλέμμα.

Μοναδικό. Μάρτυρας των όσων είδα και βίωσα. Μάρτυρας των ενδόμυχων σκέψεών μου, της συνείδησης στο Καλό και στο Κακό.

Μάρτυρας της ύπαρξής μου. Μάρτυρας της ύπαρξης ενός Θεού πολυπρόσωπου. Μάρτυρας του μεγαλείου του. Μάρτυρας της μοίρας και της ύπαρξης κάθε κόκκινου λουλουδιού, κάθε ανθρώπινης ύπαρξης.

H Άτη Σολέρτη έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Εβένινη δίνη (Περί Τεχνών 2007) και Ερημία παθών (Vakxikon.gr 2012). H ιστορία Δαίμονας χωρίς ταυτότητα θα κυκλοφορήσει σε e-book από τις Εκδόσεις Vakxikon.gr, μέσα στο 2014. Ζει και εργάζεται στην Πάτρα.