Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 23

Μονοπάτι με κρίνους - Μαριλένα Ραπανάκη

 
Οι ηλιαχτίδες που διαπερνούν το πατζούρι στην κρεβατοκάμαρα μου με τυφλώνουν. Κάνω δεξιά το κεφάλι για να τις αποφύγω, αλλά το φως τους είναι πολύ έντονο. Κουκουλώνομαι με το ευωδιαστό σεντόνι και αφήνομαι άνευ όρων στο όνειρο που με επισκέπτεται.
Βρίσκομαι σε ένα μέρος στη μέση του πουθενά. Ψηλά βουνά αγκαλιάζουν την αγριεμένη θάλασσα, που φουρτούνιασε από τον μανιασμένο αέρα που δεν λέει να κοπάσει.
Καθώς βαδίζω πίσω από τον μεγάλο λόφο και κατά μήκος της ακτής, συναντώ ένα παράξενο μονοπάτι γεμάτο με λευκούς κρίνους. Στο ξεκίνημα του στην αριστερή πλευρά, υπάρχει μια ξύλινη παλιά πινακίδα με την επιγραφή «Ονειρεμένη Ελλάδα». Πέτρες και χώμα δεν υπάρχουν εδώ. Προχωρώ με περιέργεια για το που θα με οδηγήσει αυτό το παραδεισένιο δρομάκι. Πατάω στις μύτες των ποδιών μου, προσπαθώντας να μην πληγώσω την ομορφιά κανενός λουλουδιού. Δυστυχώς είναι πολύ δύσκολο, επειδή δεν διακρίνω τίποτα άλλο, όπου κι αν κοιτάξω υπάρχουν μόνο αυτά τα πανέμορφα άσπρα άνθη. Ο ουρανός, η γη κι όλα γύρω μου είναι ντυμένα με κρινένια φορεσιά.
  Ο παραμυθένιος αυτός τόπος είναι σαν να μην πατήθηκε ποτέ από κανέναν. Σας να μην τον πλήγωσε η ανθρώπινη παρουσία. Τον οραματίστηκαν πολλοί, τον πόθησαν άλλοι τόσοι, αλλά κανένας δεν κατόρθωσε να τον κατακτήσει, να ανακαλύψει την εκτυφλωτική, αμόλυντη, ομορφιά του.
Αυτός ο δρομάκος συνοψίζει μέσα σε λίγα μέτρα, την κλεμμένη αθωότητα μιας προδομένης πατρίδας, με τεράστιο φυσικό πλούτο.

Η μητέρα μου πάντα έλεγε πως όλα τα ωραία διαρκούν λίγο. Έτσι γίνεται και με το αληθοφανές όνειρο μου. Το κουδούνι της πόρτας ηχεί κι η αδερφική μου φίλη Ισμήνη με επαναφέρει στην πραγματικότητα.
-    Ακόμα κοιμάσαι Μάρθα;
-    Δηλαδή τι έπρεπε να κάνω;
-    Με κοροϊδεύεις; Έπρεπε να είσαι έτοιμη για την εκδρομή μας.
Με επιπλήττει καθώς κάθεται στον καναπέ του σαλονιού.
-    Ωχ! το είχα ξεχάσει. Έβλεπα μια εκπληκτική ταινία και με πήρε ο ύπνος το ξημέρωμα. Πάω να ντυθώ.
-    Θέλεις βοήθεια για να κάνουμε πιο γρήγορα; Τα αγόρια θα μας περιμένουν στο καφέ.
-    Όχι ευχαριστώ. Δε θ’ αργήσω.

Με το καροτσάκι μου έχουμε γίνει ένα κι έτσι αποφεύγω να χρησιμοποιώ την δοτική κολλητή μου. Άλλωστε μπορώ να κάνω σχεδόν τα πάντα.

Ξέχασα να συστηθώ, είμαι η Μάρθα Παύλου τριάντα τριών ετών, εργάζομαι ως επιμελήτρια κειμένων σε γνωστό εκδοτικό οίκο. Δεν έκανα πάντα αυτή τη δουλεία. Πριν το ατύχημα με την μηχανή μου όλα ήταν διαφορετικά. Ήμουν συγγραφέας δεκάδων βιβλίων και κατάφερνα να βγάζω τα προς το ζην μέσα από την αγαπημένη μου ασχολία. Όμως εδώ και τρία χρόνια η έμπνευση κι εγώ έχουμε πάρει διαζύγιο. Σαν να σταμάτησε ο χρόνος, όταν εκείνο το μαύρο φορτηγό με παρέσυρε στο πέρασμα του, στην εθνική οδό.

Πολλές φορές αναρωτιέμαι, τι με ενοχλεί περισσότερο; Ότι δεν μπορώ να τρέξω ή ότι η νεράιδα της τέχνης μου έκλεισε την πόρτα; Πότε απαντάω με ευκολία το πρώτο και πότε το δεύτερο. Πάντως αυτά τα δυο πράγματα είναι τα μόνα που αδυνατώ να κάνω.

Φοράω με βιασύνη το κόκκινο αέρινο φόρεμα με τις καρό λεπτομέρειες. Ο Στάθης που είναι ο σύντροφος της Ισμήνης, έχει ένα συνεργάτη στην εταιρεία που εργάζεται και του πρότεινε να βγούμε όλοι μαζί. Εικάζω ότι θέλουν να μου τον προξενέψουν, έτσι για να μην τους εκθέσω προσπαθώ να είμαι όσο πιο προσεγμένη γίνεται.

Φτάνουμε στη καφετέρια που μας περιμένουν. Η συνείδηση μου, μου επιβάλει να πάρω την ευθύνη της καθυστέρησης μας.
-    Μας συγχωρείται, αλλά εγώ φταίω για την αργοπορία.
-    Εντάξει δεν πειράζει. Με λένε Γεράσιμο.
-    Μάρθα, χαίρω πολύ.
Σηκώνεται, απλώνει το χέρι του ψάχνοντας το δικό μου κι αφού το βρίσκει, μου το σφίγγει με στιβαρότητα. Το σώμα του είναι σμιλεμένο σαν αρχαίο γλυπτό. Τα μαλλιά του μακριά και ίσια, τα σκούρα γυαλιά κρύβουν περίτεχνα τα μάτια του. Μοιάζει να ξεπήδησε από μια άλλη εποχή.

Παραμερίζει τον Στάθη που μόλις με έχει αφήσει στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και με την βοήθεια του οδηγητικού μπαστουνιού που κρατάει, πιάνει το αναπηρικό καροτσάκι μου και το τοποθετεί στο πορτμπαγκάζ. Αμέσως σκέφτομαι πως αυτός ο άντρας έχει τσαγανό.

Στην διαδρομή με τον Γεράσιμο μιλάμε για τα κοινά μουσικά μας ακούσματα, για τις δουλειές μας, για τον τόπο μας. Με έχει απορροφήσει τόσο η κουβέντα, που έχω ξεχάσει την διακριτική παρουσία των φίλων μου στις μπροστινές θέσεις του αμαξιού.

-    Μάρθα χαίρομαι που έχεις Κρητικές ρίζες.
-    Έχεις έρθει στα μέρη μου;
-    Πέρυσι ήμουν στο Ρέθυμνο. Μάλιστα έτυχε να παραβρεθώ σε μια συναυλία του Χαρούλη και μου άρεσε πολύ. Περπάτησα στα πέτρινα σοκάκια, ευχαριστήθηκα την φιλοξενία των ντόπιων, με μια ρακί στο χέρι ήμουν όλη την ώρα. Φυσικά χόρτασα με τα σκαλτσούνια, μάλιστα σε ένα εστιατόριο δοκίμασα ακόμη και κοχλιούς.
-    Στη Μήλο έχεις πάει; Έχει φοβερές αμμουδερές παραλίες.
-    Όχι, αλλά έχω ακούσει για το Σαρακήνικο, και για τις λιχουδιές του νησιού, για την παραδοσιακή καρπουζόπιτα, την λιαστή ντομάτα και το γλυκό κολοκύθα που έχουν ιδιαίτερη γεύση.
-    Όντως είναι πολύ νόστιμα. Μακάρι να βρεις χρόνο και να σε ξεναγήσω στον τόπο καταγωγής μου.
-    Αν ερχόμουν, πρώτα σε ποιο μέρος θα με πήγαινες;
-    Μα φυσικά στον Άγιο Σώστη. Είναι μια παραλία που την ξέρουν λίγοι, έτσι έχει διατηρήσει την καθαρότητα της. Ένας φίλος μου λέει, ότι τα καταπράσινα νερά της σε ταξιδεύουν.
-    Ίσως πάμε μια μέρα.
-    Ωραία. Πες μου για τα χρώματα του ουρανού αυτήν την ώρα.
-    Παντού βαθύ γαλάζιο, με απαλές κίτρινες πινελιές όπου στάζει ο ήλιος.
-    Μου περιγράφεις τόσο παραστατικά, που είναι σαν να βλέπω. Μπορείς να μου μιλήσεις για σένα. Πως μοιάζεις;
-    Αυτό δε γίνεται.
-    Μα γιατί; Έλα μη ντρέπεσαι.
-    Όχι, λυπάμαι.
-    Εντάξει, τότε μπορώ να ψηλαφίσω το πρόσωπο σου ; Αν δεν νιώθεις καλά το καταλαβαίνω.
-    Δεν έχω πρόβλημα.

Αγγίζει απαλά με τα δάχτυλα του τα κοντά μαλλιά μου και συνεχίζει πιο χαμηλά.
-    Έχεις μακρύ λαιμό. Τα μαλλιά σου είναι ξανθά;
-    Ναι.
-    Το κατάλαβα από το ανοιχτόχρωμο φως γύρω τους. Μπορώ να διακρίνω μονάχα σκιές.
-    Αν θέλεις βγάλε τα γυαλιά σου.
Το κάνει και αφήνει να φανεί το ακούνητο καστανό βλέμμα του. Ακουμπάει τα μάγουλα μου λες κι είμαι πορσελάνινη κούκλα και φοβάται μη με σπάσει.
-    Τα χείλη σου είναι ζουμερά. Είσαι πολύ όμορφη.

Ο Στάθης οδηγεί για να φτάσουμε σε ένα όμορφο εξοχικό μέρος λίγο έξω από την Αθήνα κι όσο βρίσκομαι με τον Γεράσιμο, νιώθω πως ο δικός μας δρόμος που πριν λίγο ξεκίνησε δεν έχει τελειωμό.

Μιλάω με έμφαση για το υπέροχο όνειρο που είδα.
-    Θέλω πολύ να υπάρχει αυτό το μονοπάτι με τους κρίνους και να το συναντήσω κάποια μέρα.
-    Στο εύχομαι φιλενάδα μου.
Πετάγεται χαμογελαστή η Ισμήνη.
-    Εύχομαι να το ανακαλύψουμε μαζί αυτό το δρομάκι της γαλήνης, όπως ακριβώς το περιγράφεις.
Συμπληρώνει ο γοητευτικός άντρας δίπλα μου.
Φτάνουμε στην πανσιόν του γραφικού χωριού. Χωρίσαμε τα δωμάτια, δυο μονόκλινα κι ένα δίκλινο για το ζευγάρι. Τρώμε σε μια ψαροταβέρνα πλάι στο κύμα και αφού απολαύσαμε τους θαλασσινούς μεζέδες, πηγαίνουμε στα κρεβάτια μας για λίγη ξεκούραση.

Κάνω ένα χαλαρωτικό ντους. Ξαφνικά κάποιος χτυπάει την πόρτα του δωματίου μου. Βάζω το μπουρνούζι που κρέμεται δίπλα από την μπανιέρα και με προσοχή για να μην γλιστρήσω, κάθομαι στην καρέκλα μου.
-    Γεράσιμε, έγινε κάτι;
-    Όχι Μάρθα μου, όλα καλά. Μπορώ να περάσω;
-    Ναι.
Του απαντάω απορημένη.
-    Ξέρεις δεν μπορούσα να κοιμηθώ, γιατί σε σκεφτόμουνα. Να σε βάλω στο κρεβάτι; Θέλω να σου μιλήσω από πιο κοντά.
-    Εντάξει.
-    Μη φοβάσαι, δεν πρόκειται να σε ρίξω.
-    Σε εμπιστεύομαι. Άλλωστε είσαι αρκετά γυμνασμένος για να μπορείς να με σηκώσεις.
Με αφήνει κολλητά πλάι του. Η ανάσα του καυτή στα χείλια μου. Μου ψιθυρίζει κομπλιμέντα στο αυτί. Ο λαιμός του μοσχοβολάει άρωμα γιασεμιού. Αφηνόμαστε στον κοινό πόθο που μας τυλίγει.

Λυτρωτική ιεροτελεστία, ένωση ευλογημένη η πράξη μας. Είμαστε αγκαλιασμένοι κι ανακουφισμένοι στο κρεβάτι. Δεν μπορώ να μην τον ρωτήσω.

-    Είδες το μονοπάτι με τους κρίνους;
-    Ναι μωρό μου, μέσα από τα μάτια σου με έκανες να το δω, με κάθε λεπτομέρεια. Ήταν τόσο αγνό, διάφανο, αυτό το μονοπάτι, που μου αρκεί και δεν με νοιάζει να ξαναδώ τίποτα άλλο.
-    Ξέρεις κι εμένα δεν με βασανίζει απολύτως τίποτα πια. Ήρθαν στο νου μου παρθένες ιδέες κι εικόνες για το καινούργιο μου βιβλίο, χάρις σε σένα που με έκανες να βιώσω το μονοπάτι με τους κρίνους.

 

Ένα χρόνο μετά

   Η αλμύρα του Αιγαίου έχει ποτίσει το δέρμα μου. Το καράβι αράζει στον Αδάμαντα. Με τον Γεράσιμο φτάνουμε στο σπίτι της θείας του. Οι λιγοστοί και εκλεκτοί καλεσμένοι μας, είδη φιλοξενούνται σε κεντρικό ξενοδοχείο του νησιού.
Το ξωκλήσι του Αγίου Σώστη στο χωριό Προβατάς είναι στολισμένο με τα αγαπημένα μας λουλούδια. Διάσπαρτοι κατάλευκοι κρίνοι με τα πράσινα μακριά κοτσάνια τους, έχουν γεμίσει τον μικρό ναό με τις γαλάζιες λεπτομέρειες στον τρούλο.
Η Ισμήνη και ο Στάθης που είναι οι κουμπάροι, έχουν φροντίσει την κάθε λεπτομέρεια. Η ώρα του μυστηρίου πλησιάζει. Όλα είναι στην θέση τους. Ο Γεράσιμος με τον κουμπάρο δίπλα του, με παίρνει αγκαλιά κι ανεβαίνει με προσοχή και σταθερά βήματα τα χτιστά, πλατιά σκαλοπάτια της εκκλησίας. Το πέπλο μου ανεμίζει στον ρυθμό του κυκλαδίτικου ανέμου.
-    Αγάπη μου κοιτάζω το πέλαγος και μαγεύομαι.
-    Κι εγώ περπατάω με σένα στα χέρια μου κι αισθάνομαι πραγματικά ελεύθερος. Όπως οι γλάροι που τραγουδούν γύρω μας.
  Πήγαν όλα περίφημα, η τελετή ολοκληρώθηκε.

Με τον άντρα μου αποφασίσαμε να ταξιδεύουμε όσο συχνότερα μας επιτρέπουν οι οικονομίες μας. Να ανακαλύψουμε την ίδια μας την πατρίδα, να βρούμε σημεία και σοκάκια που κανένας δεν πρόσεξε. Εγώ θα είμαι τα μάτια του κι εκείνος τα πόδια μου.

Η Μαριλένα Ραπανάκη έχει εκδώσει τη νουβέλα Ελπίδα χαμογέλα (Ιωλκός 2013). Ζει κι εργάζεται στην Αθήνα.