Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 23

#1 Περικλής Σφυρίδης: "Σ’ όλο το έργο μου ο λόγος είναι προσωπικός και εξομολογητικός"

Συνέντευξη
στον Νίκο Μπίνο
Συνομιλήσαμε με τον θεσσαλονικιό συγγραφέα Περικλή Σφυρίδη για τη συλλογή διηγημάτων Τα ερωτικά (Ιανός 2013). Το βιβλίο μάλιστα θα παρουσιαστεί τη Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου, στις 20.30, στο βιβλιοπωλείο Ιανός (Σταδίου 24). Γι' αυτό θα μιλήσουν ο συγγραφέας - κριτικός Παναγιώτης Γούτας και η επίκουρος καθηγήτρια Φιλολογίας ΑΠΘ και συγγραφέας Σωτηρία Σταυρακοπούλου.Αφορμή για να γίνετε πεζογράφος στάθηκε το τέλος ενός δεσμού σας. Εκτός από την ανάγκη που σας δημιουργήθηκε να εξιστορήσετε όλα αυτά τα βιώματα, πού αλλού αποσκοπούσε τότε αυτή η νέα «σελίδα» στη ζωή σας;

Δεν νομίζω να υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει ζήσει το τέλος ενός ή περισσοτέρων ερωτικών δεσμών. Αυτό σ’ άλλους μπορεί να προκαλεί στενοχώρια και σ’ άλλους ανακούφιση. Εξαρτάται από το είδος του δεσμού και από τον χαρακτήρα των δύο προσώπων που συμμετέχουν στην ερωτική σχέση.     Δεν σημαίνει όμως ότι το τέλος ενός δεσμού μπορεί να γίνει η αφορμή για να γίνει κάποιος συγγραφέας. Οι περισσότεροι άνθρωποι ξεχνούν τον πόνο που τους προκάλεσε η κατάρρευση  ενός δεσμού -όσο δραματική κι αν αυτή υπήρξε- μόλις βρουν την ευκαιρία να συνάψουν μια νέα ερωτική σχέση. Για να γίνει κάποιος συγγραφέας και ν’ αλλάξει «σελίδα» στη ζωή του, όπως είπατε για μένα, πρέπει να συνυπάρχουν κι άλλοι παράγοντες: πρώτα ο συγγραφέας να διαθέτει αφηγηματικό ταλέντο. Χωρίς το ταλέντο, που είναι χάρισμα, λογοτεχνία δεν γίνεται με σχολές δημιουργικής γραφής και ανάλογα σεμινάρια. Αυτά είναι ξενόφερτα «κατασκευάσματα» που εκμεταλλεύονται την επιθυμία που έχει ο κάθε άνθρωπος να γράψει ένα λογοτεχνικό βιβλίο. Σκοπό έχουν το κέρδος. Κερδίζει ο επιχειρηματίας που έχει τη «σχολή» και οικονομούν μεροκάματο και κάποιοι φτασμένοι λογοτέχνες που αυτοπροσδιορίζονται ως «καθηγητές». Επειδή όμως η φύση είναι πολύ φειδωλή στη δημιουργία μεγάλων ταλέντων, όλοι εμείς που έχουμε ένα κάποιο μικρό ταλέντο, πρέπει να το καλλιεργήσουμε συστηματικά. Με πολύ ιδρώτα. Αποτελεί αυτό μια δεύτερη προϋπόθεση, που σημαίνει λογοτεχνική παιδεία, το διάβασμα, δηλαδή, πολλών λογοτεχνικών βιβλίων αρχίζοντας από τα δικά μας και τα ξένα κλασικά, τα οποία λόγω της ποιότητάς τους άντεξαν στον χρόνο. Ένα τρίτο πεδίο καλλιέργειας προσφέρουν και τα λογοτεχνικά περιοδικά. Το 2005 διοργάνωσα ένα συνέδριο για τα λογοτεχνικά περιοδικά της πόλης μου στον 20ό αιώνα. Ο τίτλος που έδωσα στο συνέδριο αυτό ήταν «Φυτώρια Λογοτεχνίας στη Θεσσαλονίκη». Φυσικά επιμελήθηκα και τα πρακτικά του (Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, 2006). Αυτές οι τρεις προϋποθέσεις υπήρχαν σε μένα. Την πρώτη όμως, το ταλέντο δηλαδή, την αγνοούσα. Κάτι ερωτικά ποιήματα έγραφα κι από έφηβος αλλά τέτοια γράφουν οι μισοί Έλληνες. Την λογοτεχνική παιδεία την είχα, αφού σπούδασα με υποτροφία (ως άπορος) στο Αμερικανικό Κολέγιο Ανατόλια Θεσσαλονίκης και δούλευα εκεί, επί επτά χρόνια, ως βοηθός του διευθυντή βιβλιοθηκονόμου, του κ. Στράτου Παρασκευαΐδη, στον οποίον οφείλω πολλά. Επίσης ευτύχησα να έχω λαμπρούς φιλολόγους καθηγητές: Παπαχατζή, Μπακαλάκη, Γεωργοπαπαδάκο, Παραρά, κ.ά. Ακόμα, τον καιρό που συνέβη η συντριβή του δεσμού μου αυτού για τον οποίον μιλάμε, είχα γνωρίσει τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και βρισκόμουν στον προθάλαμο του πολύ σημαντικού λογοτεχνικού περιοδικού του Διαγώνιος. Τέλος υπάρχει και ο παράγοντας «χαρακτήρας». Φαίνεται ότι είμαι περισσότερο ευαίσθητος και ευάλωτος στον πόνο απ’ ό,τι οι περισσότεροι άνθρωποι και επιπλέον το κυριότερο: δεν ξεχνώ. Έτσι, λοιπόν, τα τραυματικά μου βιώματα από το προσωπικό, φιλικό και επαγγελματικό μου περιβάλλον – το ερωτικό στην προκειμένη περίπτωση από την απροσδόκητη κατάρρευση του δεσμού αυτού – παραμένουν πάντα μέσα μου και επίμονα επιζητούν τη λογοτεχνική εκφορά τους που με ανακουφίζει. Γι’ αυτό σ’ όλο το έργο μου ο λόγος μου είναι προσωπικός και εξομολογητικός.

Έχετε δηλώσει πως ο έρωτας της μέσης ηλικίας είναι διαφορετικός από τον εφηβικό, όσον αφορά τα όνειρα και τις προσδοκίες. Ποιος, κατά τη γνώμη σας, θα πρέπει να είναι ο σωστός χειρισμός του τόσο στη μια όσο και στην άλλη περίπτωση;

Δεν ξέρω. Αυτές είναι προσωπικές καταστάσεις που επηρεάζονται από πολλές και διαφορετικές «περιστάσεις». Δεν μπαίνουν σε κανόνες. Γενικά όταν είναι κανείς νέος έχει ολόκληρη τη ζωή μπροστά του: αλλιώς σκέπτεται, αλλιώς ονειρεύεται, αλλιώς αγαπάει ή ερωτεύεται και το τέλος της ζωής δεν τον απασχολεί ούτε σαν θεωρητική υπόθεση (έστω κι αν είναι Ο θάνατος ελεύθερος σκοπευτής  / στη στέγη μας  / κι εμείς συντάσσομε  / μακρόπνοα προγράμματα αναπτύξεως, όπως έγραφα το 1978 στη συλλογή ποιημάτων μου Αντιπαροχή). Ο έρωτας της μέσης ηλικίας σημαίνει ότι έχεις απογοητευθεί από τη μισή ζωή σου και ελπίζεις να κερδίσεις τα χαμένα σου χρόνια μέσα από μια νέα ερωτική σχέση. Εν τω μεταξύ έχουν δημιουργηθεί διάφορες συνθήκες, κάθε άλλο παρά εύκολα προσπελάσιμες, ιδίως όταν κάποιος είναι ευαίσθητος: οικογένεια, παιδιά, συγγενείς, κοινοί φίλοι, επαγγελματικές υποχρεώσεις. Η νέα σχέση δεν αρχίζει από το τίποτα όπως στον εφηβικό έρωτα, αλλά στήνεται πάνω στα ερείπια της προηγούμενης, μ’ ό,τι συνεπάγεται αυτό. Κι αυτό είναι οδυνηρό. Ο μεγάλος μου γιος (κοντεύει τα πενήντα πλέον και έχει πείρα) κάποτε μου είπε τα εξής που μ’ εντυπωσίασαν και τα έχω συμπεριλάβει σ’ ένα ανέκδοτο διήγημά μου που τιτλοφορείται Ημερολόγι»: «Η δική μας γενιά σε τέτοιου είδους προβλήματα έδωσε απλές λύσεις: χωρίζουμε κι όλα ξεχνιούνται. Εσείς θελήσατε να κρατήσετε δυο καρπούζια στην ίδια μασχάλη. Να βρείτε αλλού αυτό που δεν είχατε στο σπίτι σας αλλά και το σπίτι να μην το χαλάσετε. Έτσι μια ζωή βασανιζόσαστε. Ακόμα και τώρα δεν μπορείτε να δείξετε ο ένας στον άλλο κάποια καλά αισθήματα». Πιστεύω πως έχει δίκαιο. Προσθέτω όμως και τα εξής: η δική μας η γενιά ήταν ίσως η τελευταία που είχε τόσο αναπτυγμένο το αίσθημα της ευθύνης για τα παιδιά του φέραμε στον κόσμο. Η νέα γενιά, ακολουθώντας το πνεύμα της εποχής, έγινε πιο ατομικιστική. Κάθε χρόνο τα διαζύγια είναι όσα και οι γάμοι. Δεν ξέρω – κι ούτε περισσεύει χρόνος για να μάθω – αν η επόμενη γενιά από εκείνη των παιδιών μου, αυτή που μεγάλο μέρος της μεγάλωσε με χωρισμένους γονείς ή με τους παππούδες και τις γιαγιάδες,  θα ζήσει καλύτερα ή χειρότερα απ’ ό,τι εμείς και τα παιδιά μας μ’ όσα και ό,τι προβλήματα αντιμετωπίσαμε. Ζούμε σε μια εποχή ραγδαίων αλλαγών και εξελίξεων σε όλους τους τομείς και κάθε πρόβλεψη δεν μπορεί παρά να είναι επισφαλής.

Κοινός παρονομαστής των διηγημάτων σας είναι το φινάλε. Ως παθών πλέον, μπορούμε να πούμε ότι είστε και μαθών; Πώς θα αντιμετωπίζατε τώρα μια αντίστοιχη ερωτική ιστορία;

Απευθύνεστε σε μένα σαν να είμαι πάντα ο ήρωας των διηγημάτων μου. Γνωρίζω ότι η κριτική μ’ έχει κατατάξει ως έναν από τους πλέον βιωματικούς πεζογράφους του καιρού μας, κάτι άλλωστε που το έχω αποδεχτεί σ’ όλες σχεδόν τις συνεντεύξεις μου. Κι αυτό γιατί όσο πιο καλά πατάω πάνω στο βίωμα, τη προσωπική δηλαδή εμπειρία (μπορεί να μην είναι αποκλειστικά δική μου αλλά και άλλων του περιβάλλοντός μου που μου την εξιστόρησαν ή έτυχε να τη μάθω), τόσο μεγαλύτερη αληθοφάνεια διαθέτουν τα διηγήματά μου, κάτι που πρέπει να χαρακτηρίζει κάθε ρεαλιστή συγγραφέα, όπως είμαι εγώ. Ακόμα όμως κι όταν καταντώ αυτοβιογραφικός, η ζωή του κεντρικού ήρωα-αφηγητή δεν συμπίπτει απόλυτα με τη ζωή μου. Το κενό το καλύπτει η δημιουργική φαντασία, χωρίς την ύπαρξη της οποίας πάλι δεν μπορεί να υπάρξει αξιόλογη λογοτεχνία. Έρχομαι τώρα στην παρατήρησή σας για την επανάληψη μιας απογοήτευσης και πίκρας με τα οποία κλείνουν συνήθως τα ερωτικά  διηγήματά μου. «Φινάλε» το είπατε εσείς. Αυτό όμως δεν απαντάται μόνο στα ερωτικά μου διηγήματα αλλά σ’ όλο μου το έργο. Ο αείμνηστος καθηγητής Παναγιώτης Μουλλάς είχε γράψει τα εξής για το έργο μου: «Από τα πεζογραφήματά του [Σφυρίδη] αναδύεται μια πικρή πείρα, μια ορισμένη απαισιοδοξία και μια απογοήτευση  που, όσο περνούν τα χρόνια, γίνεται εντονότερη. Θα έλεγε κανείς ότι ο Σφυρίδης αντιμετωπίζει με αυξανόμενο σκεπτικισμό την ηθική κρίση που μαστίζει την εποχή μας. Η καθημερινότητά του, που κυλάει χωρίς εντυπωσιακά επεισόδια, δεν φαίνεται να έχει διέξοδο. Οι ήρωές του, κοινοί άνθρωποι σαν χιλιάδες άλλους που ζουν γύρω μας, θύτες και θύματα, παραπαίουν μέσα σ’ έναν κόσμο που δεν γνωρίζει ρίγη ανάτασης ή μεγαλείου. Μολονότι δεν λείπουν εδώ και κάποιες στιγμές ιλαρότητας και χιούμορ, βρισκόμαστε πάντως σ’ ένα κλίμα όπου κυριαρχεί η διάψευση, μεταβάλλοντας συχνά την ειρωνεία σε σαρκασμό». Ανάλογα ο Ν. Γ. Πεντζίκης, που θεωρείται μια από τις πιο σημαντικές μορφές της λογοτεχνίας της Θεσσαλονίκης και του τόπου μας γενικότερα, μιλώντας για μια συλλογή ερωτικών μου διηγημάτων (Κούφια λόγια, 1984) είπε χαρακτηριστικά τα εξής: «Όλο το βιβλίο είναι ενδιαφέρον σαν η εν χρόνω και τόπω αλλοίωση των ηθών πάνω στη σχέση ανδρός και γυναικός. Η καταγραφή γίνεται με αντικειμενικότητα – είναι έργο ερευνητικό και μπορούμε να μιλήσουμε για προσφορά. Πρώτη φορά στην Ελλάδα βλέπουμε τώρα μια αλλαγή ηθών και εθίμων που περνάει στη λογοτεχνία, όχι σαν σάτιρα εναντίον άλλων, αλλά σαν παράθεση γεγονότων. Αν είναι αυτό καλό ή κακό είναι άλλο ζήτημα, αλλά για την κατάσταση που δημιουργείται δεν φταίει κανένας». Έρχομαι τώρα στο τρίτο μέρος της ερώτησής σας, το «πώς θα αντιμετώπιζα σήμερα μια αντίστοιχη ερωτική ιστορία». Αναρωτιέμαι κι εγώ με τη σειρά μου, η ερώτησή σας απευθύνεται στον συγγραφέα ή στον άνθρωπο; Ως συγγραφέας έχω μετά το 2000 γράψει διηγήματα για ερωτικά ναυάγια ανθρώπων της τρίτης ηλικίας που είχαν την ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσαν να  φτιάξουν στα γεράματα τη ζωή τους ή ακόμα να νικήσουν και τον θάνατο μέσα από μια ανάπηρη και εκ των πραγμάτων καταδικασμένη ερωτική ιστορία. Στις συλλογές μου Εσωτερική υπόθεση (Καστανιώτης 2002) και Το πάρτι και  άλλα διηγήματα (Εστία 2011) υπάρχουν τρία τέτοια διηγήματα («Γλυκά ψέματα και πικρές αλήθειες», «Η μπόρα» και «Οι έρωτες και ο θάνατος του Πάνου Παπανάκου»), τα οποία συμπεριέλαβα και στον παρόντα τόμο του «Ιανού», για να υπάρχει στο βιβλίο αυτό το σύνολο σχεδόν των ερωτικών μου διηγημάτων. Αν με ρωτάτε σαν άτομο θα σας έλεγα ότι αγνοείτε την ηλικία μου – φέτος είμαι ογδόντα ετών. Για μένα οι έρωτες της τρίτης ηλικίας είναι γελοίοι στην τραγικότητά τους. Πολλές φορές βλέπω στην τηλεόραση γερόντια «του παρά ένα θανάτου» (τη φράση τη δανείζομαι από ένα διήγημα του Ηλ. Κουτσούκου) να ερωτεύονται στους οίκους ευγηρίας, όπου τους έριξαν οι δικοί τους για να τους ξεφορτωθούν και να θέλουν να παντρευτούν για να  ξαναφτιάξουν τη ζωή τους. Ποια ζωή;  Βέβαια άλλο είναι όταν μια νέα γυναίκα δηλώνει πως λατρεύει ένα ματσωμένο γέρο ή κάποιο ραμολί του σινεμά και του θεάτρου ή και κάποιον γέρο  πολιτικό καριέρας και τον παντρεύεται για να καρπωθεί τα οφέλη ενός τέτοιου γάμου. Όπως και να το κάνουμε, και οι δύο περιπτώσεις, για μένα προσωπικά, είναι γελοίες και τραγικές συνάμα.


Ποιες θεωρείτε ότι είναι οι κυριότερες αιτίες που υποβόσκουν ώστε να υπάρξει σχέση με αυτές τις καταλήξεις που μας περιγράφετε στο νέο σας βιβλίο;

Νομίζω οι αλλαγές στον τρόπο της ζωής μας από τα μέσα της δεκαετία του 1970 και μετά  (αφορμή  ο Μάης του 1968). Η αλλαγές αυτές που ξεκίνησαν από την Ευρώπη και την Αμερική άργησαν λίγα χρόνια να φτάσουν σε μας, γιατί υπήρχε η δικτατορία των συνταγματαρχών. Ταυτόχρονα η κοινωνία έμπαινε πάνω στις ράγες ενός άκρατου και άκριτου καταναλωτισμού που εμπέδωσε μια αντίστοιχη συνείδηση. Ο έρωτας από πάθος προσφοράς κατάντησε καταναλωτικό αγαθό και έχασε ακόμα και τη σημασία του. Ταυτίστηκε με τη σεξουαλική απόλαυση και έγινε μέσον επιδίωξης προσωπικών στόχων. Επόμενο ήταν να δημιουργείται στις ερωτικές σχέσεις το δίδυμο θύτη και θύματος. Ήδη από το 1982 ο Νίκος Δαββέτας σχολιάζοντας τη συλλογή ερωτικών μου διηγημάτων Το τίμημα γράφει: «Η λέξη “χρησιμοποίηση” είναι η λέξη κλειδί στ’ αφηγήματα του Π. Σφυρίδη. Είναι μια λέξη της εποχής, αλλά ευτυχώς όχι τόσο παρεξηγήσιμη όσο οι λέξεις “αλλοτρίωση”, “οργασμός” ή “κουλτούρα”. Πέρα από τις βαθυστόχαστες αναλύσεις γαλλοαναθρεμένων κριτικών (αλήθεια, ως πότε οι κύριοι αυτοί θα μετράνε με μεζούρες την ευαισθησία και τους καημούς μας), πέρα απ’ τα επιμέρους στοιχεία ή τον τρόπο γραφής των αφηγημάτων, ο Π. Σ. είναι ίσως ο μόνος σύγχρονος συγγραφέας που έχει γνώση και συναίσθηση της λέξης “χρησιμοποίηση”».

Στην Ελλάδα της κρίσης, και δη στην Αθήνα, κάνει την εμφάνισή του το σύνθημα- γκράφιτι «Έρωτας ή τίποτα». Μπορεί να λειτουργήσει ο έρωτας ως σανίδα σωτηρίας σε μια χώρα που ο κοινωνικός της ιστός είναι ένα βήμα πριν την έκρηξη ή κάθε τέτοια προσπάθεια θα πέσει έτσι κι αλλιώς στο κενό;

Νομίζω πως το σύνθημα αυτό «Έρωτας ή τίποτα» δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια μπαγιάτικη κουλτουριάρικη εξυπνάδα. Μου θύμισε το σύνθημα της δεκαετίας του 1960 που ξεκίνησε από την Αμερική και είχε τεράστια απήχηση: «Κάντε έρωτα και όχι πόλεμο». Το σύνθημα εκείνο είχε κάποιο νόημα: προέτρεπε τους νέους τότε Αμερικάνους να μην καταταγούν στον στρατό για να πάνε να πολεμήσουν στο Βιετνάμ. Τι σχέση μπορεί να έχει αυτό με την κρίση που ζούμε; Και πώς ο έρωτας (και ποιος έρωτας, ο έρωτας πάθος και προσφορά ή ο έρωτας σεξ και απόλαυση;) μπορεί να μετατραπεί σε «κίνημα» και να σώσει τη χώρα μας από την οικονομική και πολιτισμική κρίση που κοντεύει να την αφανίσει; Φληναφήματα. Για το πώς φτάσαμε ως εδώ έχω μιλήσει σε διάφορες συνεντεύξεις που μου ζήτησαν και οι περισσότερες είναι αναρτημένες στο διαδίκτυο (π.χ. στα blogs του Ιανού το κείμενό μου «Το τέρας του λαϊκισμού» και στο www.tvxs.gr οι συνεντεύξεις που μου ζήτησε η δημοσιογράφος Κρυσταλία Πατούλη «Πώς φτάσαμε ως εδώ και τι πρέπει να κάνουμε», «Ουτοπικοί ρομαντισμοί», κ.ά.). Ας σοβαρευτούμε όμως λίγο. Η κρίση την οποία όλοι βιώνουμε και για την οποία κύριοι υπαίτιοι είμαστε εμείς οι ίδιοι, θα επιδεινώσει φοβερά το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας. Η νέα γενιά με το 60% των μελών της στην ανεργία, όσο κι αν ο έρωτας «ανθίσταται» στην κρίση, πώς μπορεί να δημιουργήσει οικογένεια; Κι ακόμα, πώς θα ερωτευτείς όταν η καθημερινή σου μέριμνα είναι το πώς θα γεμίσεις το άδειο στομάχι σου;