Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 21

Γιούλη Περβολαράκη: Άπατρις φόβος

Άπατρις φόβος, ποίηση, Γιούλη Περβολαράκη, 2013

 

Τυφλός Θεός

                         Βία. Έξι λοξοί στοχασμοί                                             Slavoj Žižek


Έρχονται ώρες αβάσταχτης τρέλας  που θαρρείς πως δε θ’ αντέξεις
και θα σωριαστείς  βαθιά μέσα στο άδειο. Έξω από τη ζωή.
Οι καρδιές κείνες τις ώρες χτυπιούνται γλήγορα
όπως χτυπιούνται οι γυναίκες στις ιερές κλίνες της γέννας.

Κάποτε γλυκαίνουνε, βαστώντας στη μασχάλη νεογέννητο θρήνο
κι άλλοτε μπήγουν τα νύχια στο μαραμένο τους μαστό
ψάχνουν με μάτια έντρομα για τον υπόλογο Θεό,
που αντί για βρέφος ξέβρασε λείψανο η μυρωμένη μήτρα.

Κι οι αιμοχαρείς χαριεντίζονται εδώ στο θάνατο
μεθοκοπούν, ξοπίσω τους ακολουθούν χιλιάδες
κι άμα δε θέλεις να συνδράμεις στου χαμού τη μέθη
άλλο δεν έχεις παρά να χλευάσεις το εγώ σου κάποτε.

Οδοιπορικό στην Ελλάδα

I

Χώρα
φέρεις έναν καταραμένο ήλιο
στη μήτρα σου
που με τυφλώνει
και καθώς περιφέρω
το σώμα μου τυραννικά
-σα σύγχρονος Οιδίποδας-
ρίχνω για πολλοστή φορά
τα χέρια μου στον ουρανό.
Δεν είναι, βέβαια, πως θέλω
να υπερασπιστώ
το αδύνατο
είναι για να παραδοθώ.

II

Τυφλοί Θεοί μας κυβερνούν
κι εμείς ακολουθούμε
καθώς μας έπεισαν καλά
πως έαρ δεν έχει η ζωή
παρά μονάχα άβυσσο
παρά μονάχα οδύνη.

Το πάρα φύσιν άλφα

                              γραμμένο σε τοίχο: Το πρόσωπό σου παράθυρο στο χάος

Όταν γεννιέται ένας τρελός, μαράζι έχει•
και μια μικρή ανατολή μέσα στα βλέφαρα.
Μόνη παραμυθία, η παραμυθία του.
Ένα άγριο πινέλο δηλαδή,
-στο δείχτη αναμεσίς και στον παράμεσο-
σαν έκτο δάχτυλο, το παρά φύσιν.

Ύστερα πλήθος τ’ αλλόκοτα χέρια
ζωγραφίζουν την εκπόρνευση  μ’ ένα μονόγραμμα
φορώντας του μαύρο στεφάνι.
Εδώ, οι ενδεείς αλαλάζουν εκστατικά
κάθε που τα κοράκια τους  αρπάζουν
ψίχουλα ζωής από τις χούφτες.

Σημαδεύουν τους τοίχους
με την πρώτη ανάσα της αλφαβήτου.
Ασθμαίνουν.
Σωρός ανθρώπων ασθμαίνουν στην πυρά.
Το χέρι της δημοκρατίας τους φιμώνει
κι ανείπωτη σκοτεινάγρα λυμαίνεται
τα καιόμενα κορμιά τους.

Αλληλέγγυες, άνομες νύχτες και
λεύτερες δονούν τα άλφα τους
κι όχι ανδρείκελα να αλληθωρίζουν στους καιρούς
κι όχι ανέραστα πλακάτ να εξυμνούν τη φάρα τους
της φυλακής να μη γροικούν αέναους τριγμούς
Το άδειο θερίζει παρόν κι οράματα
Στις πλατείες του κόσμου ανεμίζουν σημαίες
κι όχι καρδιές.
Ζωγράφε-ποιητή της κάθε μέρας,
εσύ δεν πρέπει να κλαίς.
Κι αν κλάψεις, σφούγγιξε ίχνη
θανατηφόρων μηνυμάτων απ’ τα χείλη σου
και όπλισε κουράγιο τα αδέρφια σου
στο ξέσπασμα της βίας.
Πες σιωπώντας, «οι ζώντες δε φοβούνται
κουρδισμένες κούκλες που περιχαρακώνουν
ευαίσθητες παιδικές μας γωνιές».

Έτσι θα έρθουν οι μέρες
που θα λογιάζεις πάλι θαύματα
για τα χαμόσπιτά μας,
και δίχως λάσπη στα φτερά
στην άσφαλτο θα αρχινά
το πιο τρελό μας γλέντι.
Κι ας έχει κρύο εδώ•
εδώ στο περιθώριο.