Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 21

#2 Στέφανος Δάνδολος: "Η πραγματική αγάπη και το πάθος είναι η μόνη μας πατρίδα"

Συνέντευξη
στον Νέστορα Πουλάκο
Λονδίνο, 1936. Ένας διάσημος Αμερικανός συγγραφέας αντικρίζει μέσα στο πλήθος τη μυθική χορεύτρια Σολάνζ Νταλμόν, τη γυναίκα που ερωτεύτηκε παράφορα και οδήγησε στο θάνατο πριν από πολλά χρόνια. Άραγε είναι πράγματι αυτή; Και αν ναι, επέστρεψε από τον κόσμο των νεκρών για να τον εκδικηθεί;Καθώς έρχεται αντιμέτωπος με το σκοτεινό παρελθόν του, βυθίζεται σε μια αγωνιώδη περιπλάνηση από τα κοσμοπολίτικα σαλόνια του Παρισιού και της Νέας Υόρκης μέχρι την καρδιά του ναζιστικού σκότους. Για να φτάσει όμως στην αλήθεια, θα περάσει από ένα λαβύρινθο γεμάτο ένοχα μυστικά: αστέρες του κινηματογράφου που είναι κατάσκοποι, ραγισμένες ντίβες, κυνικούς διπλωμάτες και το Τάγμα των Σκιών, την απόκρυφη ελίτ της παγκόσμιας οικονομίας, που ρύθμισε την πτώχευση της Ελλάδας τη δεκαετία του 1890 και στηρίζει τώρα τα σχέδια του Χίτλερ.

Από την Κωνσταντινούπολη, το Αιγαίο και την Αθήνα των αρχών του αιώνα ως το συγκλονιστικό φινάλε στο Εδιμβούργο του 1945, ο δρόμος είναι μακρύς και φωτίζεται από το πεπρωμένο δύο ανθρώπων που, ενώ τα έχασαν όλα, δεν έπαψαν να αναζητούν τη δικαίωση του έρωτα.

Η Χορεύτρια του Διαβόλου είναι ένα θρίλερ κατασκοπείας που με φόντο τα μεγάλα γεγονότα του εικοστού αιώνα ξετυλίγει μια συνταρακτική ιστορία πάθους. Ο Στέφανος Δάνδολος μιλάει στο περιοδικό Vakxikon.gr για το όγδοο μυθιστόρημά του και το πρώτο του από τις Εκδόσεις Ψυχογιός.

Πόσο έχει επηρεάσει το φιλμ νουάρ, αυτό το δημοφιλές κινηματογραφικό είδος του μεσοπολέμου τη συγγραφή της ιστορίας σας σε αυτό το βιβλίο;

Ήθελα το κείμενο να λειτουργεί σαν ταινία στα μάτια του αναγνώστη. Όχι υπό την έννοια της γραφής, αλλά σε ό,τι αφορά τις εικόνες. Στόχος μου ήταν να αποδώσω στις σελίδες την κινηματογραφική φωτογραφία του φιλμ νουάρ, κυρίως στις εσωτερικές σκηνές, περνώντας τις λέξεις μέσα από το ασπρόμαυρο θολό φίλτρο των ταινιών εκείνης της εποχής. Ωστόσο δεν είχα μόνο το φιλμ νουάρ στο μυαλό μου. Η Χορεύτρια του Διαβόλου είναι ένα επικό έργο εποχής που χτίστηκε σκηνογραφικά ως φόρος τιμής στα παλιά μεγάλα έργα του Ντέιβιντ Λυν, με κομπάρσους, ωραίες τοποθεσίες, όμορφα φορέματα. Θεωρούσα ότι η οπτική ποίηση αυτών των ξεχασμένων κινηματογραφικών ειδών ταιριάζει απόλυτα στο πνεύμα της κλασσικής λογοτεχνίας με το οποίο ήθελα να καταπιαστώ. Έτσι δεν είναι μόνο φιλμ νουάρ, έχει και σινεμασκόπ διάσταση.

Η ιστορία σας διαθέτει έναν κοσμοπολιτισμό και διαδραματίζεται σε πολλές χώρες και δυο ηπείρους. Κατά τη γνώμη σας γιατί ανέκαθεν «ερέθιζε» τον καλλιτέχνη, συγγραφέα ή σκηνοθέτη, αυτή η παγκόσμια διαδρομή του ήρωα του;

Ίσως επειδή καθιστά τον ήρωα οικουμενικό. Και σε ό,τι αφορά τη δική μου περίπτωση, αυτό είχα κατά νου, να πλάσω έναν ήρωα που ξεπερνά σύνορα ή εθνικά στεγανά, και βιώνει τη παθογένεια του 20ου αιώνα ως πολίτης του κόσμου. Είναι όμως και κάτι άλλο. Έγραψα ένα βιβλίο για τον έρωτα και ήθελα συνειδητά να δείξω ότι τελικά, όποιοι κι αν είναι οι δρόμοι που πήραμε, όσο μεγάλη διαδρομή κι αν διανύσαμε, η αγάπη που μας συνέδεσε με κάποιον άλλο άνθρωπο, η πραγματική αγάπη και το πάθος, είναι η μόνη μας πατρίδα.

Τι σας σαγηνεύει από τον Μεσοπόλεμο που περιγράφετε τόσο γλαφυρά στη Χορεύτρια του Διαβόλου; Βρίσκετε ομοιότητες εκείνης της εποχής με τη σημερινή κατάσταση σε διεθνές επίπεδο;

Με σαγηνεύει η ατμόσφαιρά του. Αυτή η σκοτεινιά που καιροφυλαχτεί στις γωνιές του κοσμοπολιτισμού της εποχής. Νομίζω ότι το ίδιο ισχύει και σήμερα, αν βγάλουμε έξω τον κοσμοπολιτισμό. Φυσικά αφηγούμαι μια παράξενη και μοιραία ερωτική ιστορία, αλλά ήθελα να αναδείξω τις συνάφειες του τότε με την δική μας εποχή, κυρίως τις πολιτικές ομοιότητες, τον τρόπο με τον οποίο ο εικοστός αιώνας όρισε την ήττα της αληθινής πολιτικής από τα τοκογλυφικά συμφέροντα της οικονομίας. Για μένα, το ιστορικό μυθιστόρημα δεν παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον αν είναι μόνο ταξίδι. Πρέπει να σου μεταφέρει συνάφειες με την εποχή στην οποία ζεις. Πρέπει κάτω από τη σάρκα της ιστορίας που αφηγείται, να έχει πολύ ψαχνό από το οποίο αναγνώστης μπορεί να αντλήσει.

Πιστεύετε στις femmes fatales; Είναι μια τέτοια ο γυναικείος χαρακτήρας της ιστορίας σας;

Δεν πιστεύω εγώ, η Ιστορία πιστεύει. Μια ματιά να ρίξει κανείς βαθιά στο παρελθόν και θα αλιεύσει κάμποσες γυναικείες φιγούρες που είτε ρίχτηκαν στη πυρά είτε αποθεώθηκαν – πάντως σημάδεψαν την εποχή τους. Ο όρος «μοιραία γυναίκα» δεν πιστοποιεί κάτι επιφανειακό για μένα. Στο δικό μου μυαλό καλλιεργεί ένα μυστήριο όπου η πραγματική αλήθεια λείπει συνήθως από την εικόνα. Και αυτό ήθελα να χτίσω γύρω από τη Σολάνζ Νταλμόν, την ηρωίδα μου. Ένα μυστήριο που έκρυψε την πραγματική της μοίρα, την αληθινή της ψυχή. Όλοι την αποκαλούσαν χορεύτρια του διαβόλου. Ποια ήταν όμως στ’ αλήθεια; Γιατί πλήρωσε τόσο ακριβά την ομορφιά της; Τι κρυβόταν πίσω από την δημόσια εικόνα της; Και τι ρόλο διαδραμάτισε ο αληθινός έρωτας στη μοίρα της; Αυτά ανακαλύπτει ο αναγνώστης διαβάζοντας το βιβλίο. Την κρυμμένη ζωή μιας femme fatale του θεάματος εκείνης της εποχής.

Τα μεγάλη πάθη των ακραίων ανθρώπων εντέλει τους καταστρέφουν αντί να τους θωρακίζουν; Σε τι πίστεψε και από τι καταστράφηκε ο ήρωας σας;

Τα μεγάλα πάθη συνήθως μας δηλητηριάζουν, μας κλυδωνίζουν, μας φέρνουν αντιμέτωπους με τους εαυτούς μας. Και η συντριβή από την σωτηρία απέχουν ελάχιστα, εξαρτάται από το πώς θα διαχειριστείς τους κώδικες της ηθικής σου σε στιγμές που η σκέψη δεν είναι απολύτως καθαρή. Ο ήρωας μου πίστεψε σε ένα μεγάλο πάθος, ερωτεύθηκε μια γυναίκα που θεώρησε ότι προσπάθησε να τον καταστρέψει, και όλη του η ζωή κύλησε στη σκιά εκείνης της πληγής, καθώς και των πράξεων στις οποίες τον ώθησε εκείνη η πληγή. Και κάπως έτσι το μυθιστόρημα είναι κι ένα σχόλιο γύρω από το καλό και το κακό, γύρω από την σπατάλη στην οποία σε οδηγεί η εσφαλμένη υποκειμενική κρίση. Η λύτρωση στο τέλος είναι καθαρτική. Η αγάπη σε καταστρέφει ή σε θωρακίζει; Να ένα βασικό ερώτημα που απαντάται στο τέλος του βιβλίου μακριά από όλο εκείνο το μυστήριο που στοίχειωσε για μισό αιώνα τον έρωτα των δύο ηρώων.

Αν σας γινόταν πρόταση για κινηματογραφική ταινία, θα θέλατε να αναμιχθείτε στο σενάριο της; Θα αλλάζετε ή θα προσθέτατε κάτι στο ήδη υπάρχον κείμενο;

Πραγματικά δεν ξέρω αν θα ήθελα να αναμειχθώ, γιατί το σενάριο έχει τα δικά του κλειδιά και δεν τα γνωρίζω πολύ καλά. Αγαπώ το σινεμά και έχω δει εκατοντάδες ταινίες, αυτό όμως δεν με καθιστά σεναριογράφο. Αν είχα το περιθώριο της επιλογής, μάλλον θα προτιμούσα το ρόλο του «συμβούλου», λέγοντας την άποψή μου αν και όποτε μου τη ζητούσαν. Ένα βιβλίο και μια ταινία είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα, το βιβλίο ανήκει στον συγγραφέα του, η ταινία στον σκηνοθέτη της. Κάθε τι κρίνεται αυτόνομα και ξεχωριστά.