Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 21

Γιώργος Δουατζής: Γιάννης Δάλλας - Να βγω από μένα

Γιάννης Δάλλας - Να βγω από μένα, μελέτη, Γιώργος Δουατζής, επίμετρο: Γιώργος Μπλάνας, Εκδόσεις Καπόν, 2013
(Aπό την Εισαγωγή του βιβλίου) 

Το έργο του Γιάννη Δάλλα μας ανασύρει, ως γνήσια ποίηση, από τον θολό βυθό της πνευματικής, πολιτικής και κοινωνικής ένδειας της εποχής.  Είναι έκκληση προς τον καθημερινό άνθρωπο, να υψωθεί ανασυρόμενος από τη δίνη των χαλκείων και της αυταπάτης που του προσφέρονται αφειδώς από τους κάθε λογής εκπροσώπους, τους αντ΄ αυτού και τους προστάτες, αφανίζοντας κάθε έννοια ποιότητας ζωής και αξιοπρέπειας.
Είναι έκκληση του καθημερινού ανθρώπου προς την ποίηση, για να σταματήσει το βύθισμά του στην απελπισία. Ζητά ο άπελπις να λειτουργήσει η ποίηση σαν εμβρυουλκό και να τον φέρει στο φως. Να τον ανασύρει σαν ναυαγοσωστική από το τέλμα και τα αδιέξοδα, που επιβλήθηκαν ερήμην του, να τον φέρει στην ελπίδα και την εύφορη προοπτική.

Ένα κάλεσμα προς όλους η φωνή του Γιάννη Δάλλα. Κλήση αφύπνισης, να δούμε από της Ποίησης μια χαραμάδα που τη φώναξες Ζωή... τρεις χιλιάδες χρόνια ελληνοσυλλαβίζοντας. Είναι η εγερτήρια έκκληση αυτού που στέφθηκε μάρτυς ποιητής σε χρονικά αλώσεων, αυτού που είδε να έρχονται αγέννητες ψυχές γυρεύοντάς του σώματα.

Είναι η πανέκκληση, που προσέλαβα από το έργο, τον ποιητή, τον άνθρωπο, το όλον που φέρει ο Γιάννης Δάλλας. Η πρόκληση, να καταπιαστώ με την αιτιώδη αναζήτηση, τη διεξοδική μελέτη, την ουσιώδη συζήτηση, την αναγκαία καταγραφή, και τέλος, με την προσπάθεια διάχυσης υπό τη μορφή μιας έκδοσης, αυτής της φωτεινής σκέψης. Μιας σκέψης, που πηγάζει από τη ζύμωση της γνώσης, της οπτικής, της εμπειρίας που φέρει ο  δάσκαλος, ο μεταφραστής, ο πανεπιστημιακός, ο δοκιμιογράφος, μα κυρίως, ο ποιητής Δάλλας.

Προσπαθώντας να ανταποκριθώ στην πολυδιάστατη αυτή έκκληση, νιώθω ότι παράλληλα εκπληρώνω τη στοιχειώδη υποχρέωση έναντι των δημιουργών, αλλά κυρίως έναντι των επερχομένων γενεών. Θέλω να πιστεύω, ότι η καταγραφή του έργου και της προσωπικότητας των σημαντικών δημιουργών του τόπου μας, αποτελεί μια ακόμα ψηφίδα, ως αρχειακό υλικό, στο σύνολο αυτού που αποκαλούμε εθνική περιουσία ή  πολιτιστική κληρονομιά. Ομολογώ πως ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί, ιδιαίτερα στον τόπο μας, δεν θέλουμε να δούμε τις πραγματικές διαστάσεις σημαντικών μορφών και του έργου τους, όσο ζουν οι δημιουργοί. Κατά κανόνα, ανακαλύπτουμε τους δημιουργούς και τους τιμούμε μετά θάνατον, συνήθως με ιδιαίτερη τάση υπερβολής.

Ο Γιάννης Δάλλας είναι μία σημαντική ψηφίδα στο ψηφιδωτό της ιστορίας και της πολιτισμικής μας κληρονομιάς. Είναι ο ποιητής με τη γεμάτη ζωή, την πολυσχιδή δράση, τη σημαντική εργογραφία. Είναι ο δημιουργός, την ουσία του οποίου προσπάθησα να σκιαγραφήσω μέσα από εκ βαθέων εξομολογήσεις, μέσα από αυτοβιογραφικές αφηγήσεις, τις οποίες παραθέτω αυτούσιες, χωρίς φτιασίδια και ωραιοποιήσεις.

...

Το υλικό αυτού του βιβλίου, είναι αποτέλεσμα πολύωρων συζητήσεων, μελέτης, αναζήτησης στοιχείων. Ευτυχείς οι στιγμές να απολαύσω τον άνθρωπο, τον ποιητή, τον στοχαστή Δάλλα, ως φορέα και αφηγητή ζωντανής ιστορίας. Φορτισμένο με περισσή ευαισθησία, τιθασευμένη από την Ηπειρώτικη εκφραστική δωρικότητα που τον χαρακτηρίζει. Όλες του τις αφηγήσεις ζωής, τις συνέδεε με ποιήματα, τα οποία απήγγειλε με τον ξεχωριστό δικό του τρόπο, πολλά από τα οποία υπάρχουν ως ένθετα στο αυτοβιογραφικό μέρος του βιβλίου που κρατάτε στα χέρια σας. Η ποίηση του Δάλλα ξεκινά από το εγώ και απλώνεται στο ελληνοκεντρικό του σύμπαν.

...

Ο Γιάννης Δάλλας είναι το ζωντανό αποτύπωμα της ελληνικής ιστορίας κατά τον τελευταίο αιώνα. Έζησε υπολείμματα της τουρκοκρατίας, τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τη μεταπολεμική Ελλάδα, το στήσιμο πανεπιστημιακών σχολών, και εκ του σύνεγγυς, όλα τα λογοτεχνικά ρεύματα του αιώνα μας. Όλα περνούν μέσα από τον αφηγηματικό λόγο του. Ο Δάλλας έζησε αλλαγές και εποχές, έζησε το πλάσιμο της χώρας με τις συνεχείς κοινωνικές αναδιατάξεις. Κυρίως, είχε τη σοφία να δει αυτό το πλάσιμο με τη ματιά της χοάνης της ποίησης των 2.500 χιλιάδων ετών, ποίησης που μελέτησε, μετέφρασε και απέδωσε σε μας τους νεώτερους ως υποθήκη για το μέλλον. Με το λόγο, τους στίχους, τη σκέψη του, ο ποιητής ένωσε την αρχαϊκή ποίηση, με τη λαϊκή παράδοση, με τον μοντερνισμό της μεταπολεμικής Ευρώπης, με τις ανάγκες του σήμερα. Οι στίχοι και ο προφορικός λόγος του Δάλλα είναι συνδετικός κρίκος ελληνικότητας.


...

Ελπίζω, πως το βιβλίο αυτό αποδίδει τις περισσότερες πλευρές μιας σπάνιας προσωπικότητας των Ελληνικών Γραμμάτων.  Ελπίζω ότι καταγράφονται  οι πολυδιάστατες πτυχές της σκέψης του και κυρίως της ποιητικής του. Ελπίζω τέλος, ότι θα μπορέσει ο αναγνώστης, πέραν της απόλαυσης του λόγου του Γιάννη Δάλλα, να ταξιδέψει μέσα στον ιστορικό χρόνο, διευρύνοντας το γνωστικό του πεδίο.


(Απόσπασμα από την Πορεία στις εποχές)

“Τώρα που η ώρα μου πια γέρνει” - τα λόγια είναι του Καβάφη – είναι στιγμές που στρέφομαι με πατρική στοργή προς τη νεανική μορφή που κάποτε υπήρξα. Σαν νά ΄ναι γιος μου, που ύστερα από τόσα χρόνια δεν θέλησε ούτε εννοεί να μεγαλώσει. Κλείνω τα μάτια και τον βλέπω στα προαύλια των Σχολών, σε λεωφόρους με το πλήθος και σε σκάλες εξουσίας. Να αμύνεται με τους πολλούς, να πέφτει, να ξανασηκώνεται, να προχωρεί”.

(Χρονοδείκτες, σελ. 91, εκδ. Γαβριηλίδης, 2004 )


...

Ισχυρότερη προσωπικότητα στα παιδικά μου μάτια ήταν αυτός, ο πατέρας της μητέρας μου. Την πάντρεψε γρήγορα, στα δεκαοχτώ της, με τον πατέρα μου, που μόλις είχε γυρίσει από τους Βαλκανικούς πολέμους και τη Μικρασιατική εκστρατεία. Σώζεται μια φωτογραφία του από το Αφιόν Καραχισάρ. Η μητέρα θεωρήθηκε τυχερή, γιατί ο πατέρας μου είχε μεγάλη, αγροτική κυρίως, περιουσία, αλλά αυτή δεν συγχωρούσε τον εαυτό της που δεν σπούδασε και δεν παντρεύτηκε υπάλληλο, όπως μετά από αυτήν οι αδελφές της. Πιο κοντά ένιωθα σε αυτόν τον παππού, τον Παπαλεύκα.

...

Θυμάμαι που ο παππούς μου Παπαλεύκας είχε θάψει σε δυο κιβώτια, στο περιβόλι το μεγάλο που είχε, όλο το σώμα της εφημερίδας Ανεξάρτητος και βιβλία πολιτικά, σοσιαλιστικά, που μπορεί να τα θεωρούσε το καθεστώς Μεταξά επικίνδυνα. Σε άλλο σημείο στο περιβόλι, ενώσω πλησίαζε ο πόλεμος, έθαψε δύο τεράστια κιβώτια με τις λαμπρές προίκες των δύο αδερφάδων της μητέρας μου. Δεν έβαλαν σημάδια ώστε να θυμηθούν ακριβώς το σημείο της ταφής μετά τον πόλεμο και χάθηκαν, σάπισαν και τα προικιά και τα βιβλία.

...

Το πρώτο ποίημα το έγραψα στην τρίτη Γυμνασίου, σε ηλικία δεκατεσσάρων – δεκαπέντε ετών. Έγραφα από τότε ενσυνείδητα ποίηση, διότι μου έτυχε ένας καλός καθηγητής. Είναι αυτά τα καλά συναπαντήματα που συμβαίνουν στη ζωή. Καθηγητής, που δεν ήταν του καθεστώτος, μιλάμε για περίοδο δικτατορίας Μεταξά τώρα. Αχείμαστος λεγόταν. Τον θυμάμαι καλά, ήταν ο πρώτος που μας μύησε στη λογοτεχνία. Μας διάβασε Καρυωτάκη, αποσπάσματα από την Μαντάμ Μποβαρύ, μας μίλησε για τον Γκουστάβ Φλομπέρ. Αργότερα στην Αθήνα, ήθελα να γνωρίζω την τύχη του και έμαθα ότι ήταν μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου και μεταφραστής ενός διαλόγου του Πλάτωνος με εισαγωγή και σχόλια, των εκδόσεων Ζαχαρόπουλου. Ήταν μια προσωπικότητα και το απέπνεε αυτό χωρίς κανέναν εστετισμό. Για μένα ήταν μια σπουδαία αρχή η επαφή μαζί του.

...