«Έχω ένα όνειρο;». Το όνειρο που στοχεύει σε έναν οποιονδήποτε μεταχρωματισμό της πραγματικότητας έχοντας ως εργαλείο τη φαντασία, παράγει, κατά τη γνώμη μου, μόνο ψευδείς εικόνες. Το όνειρο είναι συνδεδεμένο με τη νύχτα, με το άρρητο. Δε μπορεί κανείς να το διηγηθεί, γιατί αμέσως διηγείται κάτι άλλο. Μόλις κάποιος το ομολογήσει, δεν διηγείται πια ένα όνειρο, αλλά μια ανάμνηση. Όποιος λέει «έχω ένα όνειρο», εννοεί, ένα όνειρο για το μέλλον: ένα όνειρο που το ονειρεύεται ακόμη κανείς, σαν να πούμε. Μ’ αυτό θέλω να πω, πως έχει μια ελπίδα, κάτι που δεν διαδραματίζεται στο βασίλειο της ψευδαίσθησης ή του ανέφικτου, αλλά στο βασίλειο του χρόνου: κάτι ευτυχές, απίθανο, σχεδόν μη πραγματοποιήσιμο που ανήκει στο μέλλον.
Λέγοντας τα παραπάνω έρχονται στο μυαλό μου οι στίχοι του Μπόρχες: «Προστάτευσέ με, Κύριε… όχι απ’ τη λόγχη ή το κόκκινο κοντάρι, αλλά από την ελπίδα».
Συμφωνώ απόλυτα με αυτήν του την άποψη. Απ’ την ελπίδα πρέπει να φυλάγεται κανείς. Σε ένα μέλλον που είναι όλα εφικτά, το όνειρο μου μπορεί να εκπληρωθεί ή και όχι, γι’ αυτό και δε μπορεί να ζει κανείς με την προσδοκία της εκπλήρωσης του ονείρου του. Η στάση της προσδοκίας είναι κάτι φοβερό. Ή, ας μου δώριζε κάποιος τη σοφία να μπορώ να ελπίζω, χωρίς να προσδοκώ. Η διατύπωση αυτή ανήκει, νομίζω, στα εβραϊκά γνωμικά. Οι Εβραίοι – παρεμπιπτόντως όχι μόνο αυτοί, αλλά αυτοί ιδιαίτερα – έχουν πάντα πρόχειρες τέτοιες δελεαστικές και ανεφάρμοστες συνταγές. Ή μήπως αυτή η διατύπωση λέει κάτι τελείως διαφορετικό; Μήπως θέλει να πει, πως μόνο οι μεγάλοι πεσιμιστές μπορούν να ελπίζουν;
Αυτή η παραδοξολογία μου αρέσει αρκετά: η ελπίδα πρέπει να ανήκει σε εκείνους που δεν έχουν καμιά. Μ’ αυτήν την άποψη ταυτίζομαι. – Μια βαθειά, άγρια ελπίδα που δεν πιστεύει στον εαυτό της. Αυτή η αντίφαση αφήνει λίγο χώρο ελεύθερο για την ευτυχή σύμπτωση.
Τα μόνα όνειρα που μπορώ να κάνω, έχουν τη μορφή επιθυμιών μέσω αναγωγής στο παιδικό ή το πρωτόγονο. Και θα ήθελα μάλιστα να προσθέσω, πως έχουν την εμφάνιση ενός μυστικού. Κρυφές επιθυμίες. Αφού, αν ομολογήσουμε αυτό που επιθυμούμε, το οδηγούμε στο να εξαφανιστεί. Ελπίζω, πως ξέρει κανείς να εκτιμά αυτή την εισβολή του παράλογου σε μια διερεύνηση, η οποία θα όφειλε να είναι ένας ύμνος για το αξίωμα του ρεαλισμού. Το παράλογο όμως δεν είναι παρά μόνο μια από τις μορφές με τις οποίες εμφανίζεται η πραγματικότητα. Έτσι δεν είναι; Το άρρητο διατηρεί μέσα του μια ισχύ και – πώς να το πω; - μια πολύ ιδιαίτερη ελευθερία. Το ειρημένο αντίθετα, πέφτει αμέσως θύμα της πραγματικότητας, μια και οι λέξεις ανήκουν απόλυτα στον υπαρκτό κόσμο. Αδιάφορο απ’ το αν συντήκονται με την πραγματικότητα ή την χειραγωγούν, χάνουν σε κάθε περίπτωση μέλλον.
Αυτό γίνεται απολύτως εμφανές στους θεατρικούς διαλόγους ή γενικά στη λογοτεχνία: ό,τι μας μαγεύει, ζει μόνο του σε άδειους χώρους που δημιουργήθηκαν από τις λέξεις. Πρέπει πάντα να υπάρχει ένας χώρος για τη σιωπή. Και στην ουσία, το όνειρο ή η προσδοκία ή η ελπίδα – ή όπως κι αν το ονομάζει κανείς – παίρνουν αρχικά μορφή σ’ αυτό το χώρο της σιωπής. Σε ένα χώρο κλειστό, δίχως φως και ήχους, στα σκοτεινά, στα κρυφά.
Το να ομολογήσει κανείς ένα όνειρο, σημαίνει πως δεν το παίρνει στα σοβαρά. Ως όνειρο εννοώ. Ό,τι απομένει ύστερα απ’ αυτό, είναι ένας ανταλλάξιμος πόθος, λίγο πολύ πρωτότυπος, λίγο πολύ επείγων. Το να ομολογήσει κανείς ένα όνειρο, σημαίνει πως του αφαιρεί την ονειρική διάσταση. Αφού, στην ουσία, έχει κάτι το Ιερό, αν κάποιος θέλει κάτι πολύ δυνατά.