Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 21

Οι γυναίκες στην ποιητική του Κώστα Ουράνη: Σκέψεις και σημειώσεις

Γράφει η Αγγελική Δημουλή
De Profundis ClamaviΉθελα, ω, πώς ήθελα-κι ο πόθος μου όλο μένει
σαν ένα λούλουδο κλειστός στης σκέψης μου τη νύχτα-
όταν κάτου απ’το σώμα μου νοιώθω γυναίκας σώμα
στη δύναμη των νέων μου οργασμών να παίρνει
διπλή ζωή και κίνηση, που η μέθη τους σφαλάει
τα μάτια και τα πλούσια της τα στήθια η ίδια μπόρα
τα παίρνει σε κυμάτινες πλατειές αναπνοές,
ν’αφήσω όλο χαϊδέματα τα χέρια στο λαιμό της
σα φίδια αργά να πλανηθούν κι αγάλια να την πνίξουν...

Ω! το στερνό σπαρτάρισμα του ωραίου της κορμιού
μεσ’ στη στιγμή που η ζωή σα στεναγμός θα βγαίνει,
πριν δώσει ακόμα η ηδονή τον τόπο της στον πόνο...
ω, το στερνό το κύλισμα, τ’ορμητικό και το άγριο,
απ’τα γυμνά τα μέλη μου κάτου που θα κρατάνε
της ηδονής τη χαύνωση, τη θέρμη των μελών της...

Κ’ύστερα τι αν ο θάνατος κ’εμένα με γυρέψει,
φαντασματένιο σύντροφο των όργιων της πνιγμένης,
πάνου στο κρύο που αυτός θα στρώσει μας κρεβάτι...
Δε θα ‘χω ζήσει τ’όνειρο που με παιδεύει χρόνια;

(Από τη συλλογή, Του ονείρου, της ηδονής και του θανάτου)

Bασική εμμονή του ποιητή Κώστα Ουράνη (1890-1953) είναι η ανεξέλεκτη τάση φυγής που τον διακατέχει σε ταυτόχρονη συνάρτηση με την απουσία ή την παρουσία της Γυναίκας. Ο Ουράνης νοσταλγεί την παιδική του ηλικία και μοιραία φτάνει να νοσταλγήσει ολόκληρη την ανεκπλήρωτη ζωή του. Μέσα από τα ποιήματά του διαφαίνεται ο διαρκής και ανεκπλήρωτος πόθος του ποιητή που η ενδελέχειά του μπορεί να ουσιαστικοποιηθεί μονάχα στη σφαίρα του ονείρου. Ο Ουράνης αναφέρεται διαρκώς σε θλιβερές καταστάσεις και μαντάτα και η Γυναίκα ως σύμβολο διαφαίνεται ανίκανη να υπερκαλύψει τα κενά του ποιητή που βουλιάζει στη μοναξιά του. Ποσότικά τη γυναίκα και τον πόθο τον ερωτικό τα κατατάσσει στο ίδιο επίπεδο με τον πόνο και τον θάνατο. Η σχέση του με τη σεξουαλικότητα του και τη γυναίκα ως προέκταση αυτής παρουσιάζεται αρκετά διαταραγμένη. Ονειροφαντάζεται γυναικεία σώματα ως -εν μέρει- λύση της θλίψης του αλλά θεωρεί ότι μονάχα σώματα βρώμικα πορνών μπορούν να του προσφέρουν την πολυπόθητη λήθη που ζητά.

Η παρουσία της Γυναίκας με τριπλές ιδιότητες εμφανίζεται επιφορτίζοντας τις γυναίκες με τριπλά φοβερά χαρακτηριστικά, μάγισσες-παρθένες-εταίρες και ταυτόχρονα εξαίρεται η επιρροή που έχουν στον βαρύθυμο κόσμο του ποιητή:

ω μάγισσες, που ο πόθος μου απόψε ανάστησε/[...]Εταίρες, που σας ξέχασεν η ομορφιά στο δρόμο,/παρθένες, όπου λυώνετε απ’των πόθων σας τη φλόγα (1).

Μιαν άλλη κατηγορία γυναικών που συναντάμε στα ποιήματα του Ουράνη και που εκφράζουν τη νεορομαντική του αγωγή είναι η μορφή της άρρωστης γυναίκας: φθισικές, αδύναμες χλωμές γυναίκες παρελαύνουν σαν πρότυπα ανάμνησης και πόθου και έρωτα στη ζωή αλλά και στη φαντασία του ποιητή:

Δεν πέθανες. Είσαι παντού και είσαι μέσα σ’όλα/στων ρόδων το ξεφύλλισμα, στο στεναγμό του αγέρα,/στα νέφη που χρυσίζουνε σαν πάει να σβήσει η μέρα/κι ως και τις νύχτες δίπλα μου σε νοιώθω ξαπλωμένη (2).  

«Είναι η γνήσια μελαγχολία του ανθρώπου που πολύ αισθάνεται και πολύ στοχάζεται, είναι μια φωνή από άρρωστα νιάτα, είναι και του ασταμάτητου ταξιδιώτη η θλίψη, που δε βρίσκει πουθενά την ικανοποίηση, από τόπο σε τόπο, από άνθρωπο σ’άνθρωπο, από περιστατικό σε περιστατικό» (3) παρατηρεί ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος στο αφιέρωμα για τον Κώστα Ουράνη στο περιοδικό Νέα Εστία.

Συχνά, στην ποιητική του Ουράνη, η Γυναίκα εμφανίζεται πλάι-πλάι μ’ένα φίδι. Μας επιτρέπεται έτσι να εικάσουμε την πιθανή σύνδεση της Γυναίκας με το προπατορικό αμάρτημα και την κλίση της προς την αμαρτία:

Σβέλτη, γοργή και γλιστερή σα φίδι, όλη την ώρα/πού να την πιάσω τέντωνα τα χέρια, ξεγλιστρούσε/και, πάντα προκαλώντας με κι όλο ξεφευγοντάς μου,/ευτυχισμένη,-ολόκαρδα κ’ειρωνικά εγελούσε (4).

Ωστόσο, ο Ουράνης, παρουσιάζει ως αντίπαλλο δέος των παραπάνω μια απολύτως εξιδανικευμένη προσέγγιση της Γυναίκας η οποία εμφανίζεται με προσωνύμια όπως Παναγία, Μαντόνα, Αθηναία, Νέα του Κεραμεικού:

κι εσύ, Αθηναία, με καρπούς κι ανθούς στο κανιστρό σου/όπου ανεβαίνεις ήρεμα κι αργά στον Παρθενώνα/και που το νέο σου κορμί-καρπός κι ανθός αντάμα/είναι μια αναθηματική προς τη Ζωή κολόνα... (5) ή

Κορίτσια του παλιού καιρού, Αθηναΐς, Ειρήνη/μορφές, μέσα στη μνήμη μου, χιμαιρικές κι ωραίες,/σα ρόδινες σ’ακίνητα βάλτων νερά νυμφαίες (6).

Αυτό που αξίζει να παρατηρήσουμε με βάση τα παραπάνω είναι ότι στις περιπτώσεις που η γυναίκα παρουσιάζεται ως σύντροφος του ποιητή, ως κατακτημένη, ως ερωτικά ενεργή, ο Ουράνης εκθέτει την επιθυμία του να την εξαφανίσει από το ποιητικό του πεδίο και συνήθως τα ποιήματα τέτοιου είδους τελειώνουν με την φαντασίωση του θανάτου της γυναίκας. Αντίθετα, τις γυναίκες που δεν είχε ποτέ, που έμειναν μόνο στη σφαίρα της φαντασίας και της επιθυμίας του, ο ποιητής της ιδανικεύει. Κι αυτό μας επιτρέπει να σκεφτούμε ότι ίσως στο ποιητικό σύμπαν του Ουράνη η Γυναίκα να ξεφεύγει από την άμεση υλική της υπόσταση και να εκπροσωπεί για τον ποιητή τη Ζωή του, μια νεορομαντική και μετασυμβολιστική προσέγγιση που συνυφαίνει τη γνώση του ποιητικού υποκειμένου ότι δε μπορεί να ξεφύγει απ’τη μοίρα του, απ’τη ζωή του αλλά μπορεί με φαντασιακές πτήσεις και πετάγματα να ονειρεύεται το ανέφικτο. Έτσι, η Γυναίκα μπορεί να είναι η μετάπλαση του άγχους του θανάτου, του υπαρξιακού κενού του ποιητή:

και σήμερα, που η Νιότη μου γέρνει αργά στη δύση/του ερχομού σου σβήνεται κ’η τελευταία ελπίδα:/-Φοβάμαι πως επέρασες, Αγάπη, και δε σ’είδα (7)!

Παραπομπές:
(1) Ουράνης, Κώστας, Ποιήματα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, χχ., σελ. 19.
(2) Ibid. σελ. 66.
(3) Παναγιωτόπουλος, Ι. Μ., «Ο λυρικός άνθρωπος», Νέα Εστία, τχ. 632, τμ. 24ος, σελ. 1589.
(4) Ουράνης, Κώστας, Ποιήματα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, χχ. , σελ. 81.
(5) Ibid., σελ. 156.
(6) Ibid., σελ. 125.
(7) Ibid., σελ. 137.