Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 24

Αφιέρωμα στην αφρικανική ποίηση: Καμερούν [Μέρος 4ο]

Μεταφράζει η Αγγελική Δημουλή
- διαβάστε τα προηγούμενα μέρη -
 lmpoukadimouli.jpg
Στο τελευταίο μέρος του αφιερώματος στην αφρικανική ποίηση επιλέξαμε να εστιάσουμε σ’ έναν μόνο ποιητή, τον Λουί Μαρί Πουκά (1910-1991), βασικότερο εκπρόσωπο της γαλλόφωνης ποίησης του Καμερούν. Το παράδοξο με την ποίηση του Πουκά είναι ότι έμεινε παραγνωρισμένη για πολύ καιρό διότι η πρόσβαση στο έργο του ήταν πολύ δύσκολη, εφόσον ο ίδιος τύπωνε και εξέδιδε τα ποιήματά του. Η γραφή για τον Πουκά είναι η αδιάσειστη απόδειξη της ύπαρξής του που σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του θα προσπαθήσει να τη «χωρέσει» μέσα στις νόρμες της παραδοσιακής ποίησης. Ο Πουκά είχε έντονη πολιτική δράση και αναμείχθηκε σε όλες τις διαμάχες που οδήγησαν το Καμερούν από την αποικιοκρατία στην ανεξαρτησία. Αρχικά ο Πουκά παραπλανήθηκε θεωρώντας της αποικιοκρατία ως μια θετική παράμετρο και πρoσπάθησε μέσα από την ποίησή του όχι μόνο να αφομοιωθεί από τη «λευκή κοινωνία» αλλά και να αποκαλύψει και στο λαό του τις αναβαθμιστικές προεκτάσεις που θα μπορούσε να έχει αυτή. Ωστόσο, όταν στάθηκε αδύνατο να αφομοιωθεί απ’ τους λευκούς άρχισε η μεταστροφή της ποίησής του προς την διεκδίκηση της ανεξαρτησίας και την αποτίναξη του αποικιακού ζυγού. Τελικά, το έργο του Πουκά έχει πανανθρώπινη αξία. Η σύγχυσή του είναι και δική μας, η ηθική του κατάπτωση είναι και δική μας, το δράμα της πολιτικής αστάθειας και και της πολιτιστικής αλλοτρίωσης είναι και δικό μας. Το παρόν αφιέρωμα βασίζεται στο βιβλίο του Patrice Kayo, Louis Marie Pouka: pionnier de la poésie camerounaise de langue française, éditions Ifrikiya, Yaoundé, 2009.Η συλλογή, Ταραχώδεις Ονειροπολήσεις, αποτελεί μια πολιτική σάτιρα, ένα είδος ποιητικής προκήρυξης ενάντια στην τυραννική τάξη πραγμάτων στην οποία δεσπόζει η αποικιοκρατία και η αδυναμία αμφισβήτησής της:

Πρόλογος στις Ταραχώδεις ονειροπολήσεις

Δάκρυα μανίας στη σκιά
Λυγμοί από αίμα σαπισμένοι
Είν’ η καρδιά τόσο πληγωμένη
Στη φτώχεια στα σκοτεινά

Αμέτρητων ματιών λυγμοί
Σβησμένοι, αιώνιες φωνές
των νεκρών στιγμές
εμποδισμένοι με πυγμή

Λυγμοί λυτρωτικοί
Ήρεμοι, καταπραϋντικοί
Ανθρώπων βασανισμένων

Στης δουλείας το ζυγό
Δάκρυ ανήμπορο βασανισμένων
Δουλεία! Πράγμα άτιμο
Οι θυσίες του λαού του Καμερούν απασχόλησαν τον ποιητή και ιδίως το γεγονός της μαζικής φυγής από τα πάτρια εδάφη. Ωστόσο η ανεξαρτησία πρόκειται να επικρατήσει των αποικιοκρατών:

άτιτλο

Θα φύγουν με το κεφάλι κάτω
Το στόμα
Αφρισμένο απ’ την οργή.

Θα φύγουν διεσπαρμένοι
Αισχρό λεπρών
Κοπάδι.

Και γιορτινά τα δάση
Θα καταραστούν ετούτη τη φυγή
Ευλογώντας το δίκαιο πεπρωμένο.

Θα φύγουν αναίμακτα
Με συντριμμένη την ψυχή από τύψεις
Με την ελπίδα τους να καταρρέει
Και μ’ οδηγό τους τη διχόνοια.

Θα φύγουνε με δάκρυα
Και πια δε θα γυρίσουν.
Η απεχθής τους μνήμη
Θα σβηστεί
Στις δικές μας αναμνήσεις
Αλλά πότε η ιστορία
Δε θα πάψει να μιλά
Για όσα εγκλήματα διέπραξαν.

Θα φύγουν κι ο Θεός
Καταραμένα θα ‘χει τα βήματά τους.
Και οι τάφοι στη σπορά τους
Για δώρο αποχωρισμού
Θα ξεράσουν την τέφρα
Των νεκρών μας
Όλων.

Και στ’ ανοιχτά τα μνήματα
Θριαμβευτικά θ’ ακουστεί
Ο ύμνος της νίκης.

Μετά την ανεξαρτησία, καλούν οι φωνές όσων θυσιάστηκαν γι’αυτή και προστάζουν δουλειά για την παλινόρθωση:

Η πατρίδα μου, το Καμερούν

Καιρό υπόδουλη σ’ αρπακτικά κατακτητές
Αργά να βλέπεις στον ορίζοντα να βγαίνει
Το άστρο της απελευθέρωσης

Απ’ το Βουρί μέχρι το Τσάντ, η ίδια ανάσα εμψυχώνει
Τα παιδιά της ελευθερίας

Ο χάλκινος ήλιος σου δε λάμπει για μας
Στο μητρικό μας έδαφος έχουμε γίνει ξένοι!

Καμία χάρη δε μας φέρνουν οι ξανθές σου νύχτες
Σ’ αιώνιο θρήνο καταδικασμένοι

Αμέτρητες καρδιές παντού στη γη
Μάχονται για την ένωση, για τη δική σου ελευθερία.

Στο παζάρι των μεγάλων, απούλητοι οι θησαυροί
Θα ξαναγίνεις δική μας.

Οι σχολές, τα σχολεία προσκαλούν στη δουλειά
Τα παιδιά του στήθους σου τους  αυριανούς ηγέτες.

Κι η Γαλλία, πιστός μας σύμμαχος
Θα μείνει φίλη μας στους άπαντες καιρούς.

Μαργαριτάρι της Αφρικής, Καμερούν πατρίδα μου

Δεν θα παραδοθώ στους νεκρούς ποτέ
Αν δε σου δώσω-σαν τον Συμεών-την ελευθερία σου.

Όπως και παραπάνω έτσι κι εδώ ο ποιητής χαίρεται την ανεξαρτησία και ανακαλεί τους μάρτυρες να συμμετάσχουν  σε αυτή:άτιτλο

Δεν ακούνε οι νεκροί
Αυτοί που πέθαναν στους θάμνους μου
Και τα ιερά τους πτώματα
Σπείρανε την ανεξαρτησία.

Δε μιλάνε οι νεκροί
Που χάθηκαν στα δάση μου
Και τα εξαγνισμένα τους κουφάρια
Σπεύσανε τη φυγή τους.

Είναι αδέλφια μας οι νεκροί
Που στα χωριά μου σκοτωθήκαν
Και οι αγέρωχες σοροί τους
Ψάλουν τον ύμνο της νίκης.

Νεκροί των θάμνων
Του μάυρου δάσους νεκροί
Νεκροί των λυπημένων χωριών
Μιλήστε! Ήρθε η ώρα!

Ο Πουκά πιστεύει στη μετεμψύχωση και γι’ αυτό αναρωτιέται αν είναι ένας απ’ τους παλιούς προφήτες που θα οδηγήσει την ανθρωπότητα στη σοφία:

Απόσπασμα από τις Ρουκέτες

Ο Βούδας είναι νεκρός
Ο Χριστός έχει πεθάνει
Όπως κι οι προφήτες
Αλλά εγώ ζω

Ίσως και να ‘μαι ο ένας απ’ τους δύο
Γιατί εδώ κάτω φτάνουμε με
διάφορες μορφές
Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής είναι ο
Προφήτης Ηλίας