- διαβάστε τα προηγούμενα μέρη -
Πρόλογος στις Ταραχώδεις ονειροπολήσεις
Δάκρυα μανίας στη σκιά
Λυγμοί από αίμα σαπισμένοι
Είν’ η καρδιά τόσο πληγωμένη
Στη φτώχεια στα σκοτεινά
Αμέτρητων ματιών λυγμοί
Σβησμένοι, αιώνιες φωνές
των νεκρών στιγμές
εμποδισμένοι με πυγμή
Λυγμοί λυτρωτικοί
Ήρεμοι, καταπραϋντικοί
Ανθρώπων βασανισμένων
Στης δουλείας το ζυγό
Δάκρυ ανήμπορο βασανισμένων
Δουλεία! Πράγμα άτιμο
Οι θυσίες του λαού του Καμερούν απασχόλησαν τον ποιητή και ιδίως το γεγονός της μαζικής φυγής από τα πάτρια εδάφη. Ωστόσο η ανεξαρτησία πρόκειται να επικρατήσει των αποικιοκρατών:
άτιτλο
Θα φύγουν με το κεφάλι κάτω
Το στόμα
Αφρισμένο απ’ την οργή.
Θα φύγουν διεσπαρμένοι
Αισχρό λεπρών
Κοπάδι.
Και γιορτινά τα δάση
Θα καταραστούν ετούτη τη φυγή
Ευλογώντας το δίκαιο πεπρωμένο.
Θα φύγουν αναίμακτα
Με συντριμμένη την ψυχή από τύψεις
Με την ελπίδα τους να καταρρέει
Και μ’ οδηγό τους τη διχόνοια.
Θα φύγουνε με δάκρυα
Και πια δε θα γυρίσουν.
Η απεχθής τους μνήμη
Θα σβηστεί
Στις δικές μας αναμνήσεις
Αλλά πότε η ιστορία
Δε θα πάψει να μιλά
Για όσα εγκλήματα διέπραξαν.
Θα φύγουν κι ο Θεός
Καταραμένα θα ‘χει τα βήματά τους.
Και οι τάφοι στη σπορά τους
Για δώρο αποχωρισμού
Θα ξεράσουν την τέφρα
Των νεκρών μας
Όλων.
Και στ’ ανοιχτά τα μνήματα
Θριαμβευτικά θ’ ακουστεί
Ο ύμνος της νίκης.
Μετά την ανεξαρτησία, καλούν οι φωνές όσων θυσιάστηκαν γι’αυτή και προστάζουν δουλειά για την παλινόρθωση:
Η πατρίδα μου, το Καμερούν
Καιρό υπόδουλη σ’ αρπακτικά κατακτητές
Αργά να βλέπεις στον ορίζοντα να βγαίνει
Το άστρο της απελευθέρωσης
Απ’ το Βουρί μέχρι το Τσάντ, η ίδια ανάσα εμψυχώνει
Τα παιδιά της ελευθερίας
Ο χάλκινος ήλιος σου δε λάμπει για μας
Στο μητρικό μας έδαφος έχουμε γίνει ξένοι!
Καμία χάρη δε μας φέρνουν οι ξανθές σου νύχτες
Σ’ αιώνιο θρήνο καταδικασμένοι
Αμέτρητες καρδιές παντού στη γη
Μάχονται για την ένωση, για τη δική σου ελευθερία.
Στο παζάρι των μεγάλων, απούλητοι οι θησαυροί
Θα ξαναγίνεις δική μας.
Οι σχολές, τα σχολεία προσκαλούν στη δουλειά
Τα παιδιά του στήθους σου τους αυριανούς ηγέτες.
Κι η Γαλλία, πιστός μας σύμμαχος
Θα μείνει φίλη μας στους άπαντες καιρούς.
Μαργαριτάρι της Αφρικής, Καμερούν πατρίδα μου
Δεν θα παραδοθώ στους νεκρούς ποτέ
Αν δε σου δώσω-σαν τον Συμεών-την ελευθερία σου.
Δεν ακούνε οι νεκροί
Αυτοί που πέθαναν στους θάμνους μου
Και τα ιερά τους πτώματα
Σπείρανε την ανεξαρτησία.
Δε μιλάνε οι νεκροί
Που χάθηκαν στα δάση μου
Και τα εξαγνισμένα τους κουφάρια
Σπεύσανε τη φυγή τους.
Είναι αδέλφια μας οι νεκροί
Που στα χωριά μου σκοτωθήκαν
Και οι αγέρωχες σοροί τους
Ψάλουν τον ύμνο της νίκης.
Νεκροί των θάμνων
Του μάυρου δάσους νεκροί
Νεκροί των λυπημένων χωριών
Μιλήστε! Ήρθε η ώρα!
Ο Πουκά πιστεύει στη μετεμψύχωση και γι’ αυτό αναρωτιέται αν είναι ένας απ’ τους παλιούς προφήτες που θα οδηγήσει την ανθρωπότητα στη σοφία:
Απόσπασμα από τις Ρουκέτες
Ο Βούδας είναι νεκρός
Ο Χριστός έχει πεθάνει
Όπως κι οι προφήτες
Αλλά εγώ ζω
Ίσως και να ‘μαι ο ένας απ’ τους δύο
Γιατί εδώ κάτω φτάνουμε με
διάφορες μορφές
Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής είναι ο
Προφήτης Ηλίας