Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 24

Aποστασία της Στέλλας Κωνσταντίνου

Aποστασία, ποίηση, Στέλλα Κωνσταντίνου, Εκδόσεις Ars Poetica 2013

 

Η καθημερινότητα είναι το μεγάλο στοίχημα. Να βιώνεις και να επιβιώνεις παλεύοντας με τη φθορά του χρόνου από μέρα σε μέρα, «να αντέξεις την πορεία ανάμεσα/ σε διαφημιστικά/ σε προσφορές σούπερ μάρκετ/ σε visa και καταθέσεις». Και αφού πάρεις «μια γερή ρουφηξιά ρουτίνας» να έχεις το κουράγιο να αντικρίσεις τα όνειρά σου, τη ζωή σου, να φτερουγίσει η σκέψη σου σε λέξεις που θα καταλήξουν στο χαρτί φτιάχνοντας μια ιδιότυπη Αποστασία. Αυτή είναι η πρώτη ποιητική συλλογή της Στέλλας Κωνσταντίνου από τις εκδόσεις Ars Poetica, που γεννήθηκε στη Λευκωσία αλλά μεγάλωσε και ζει μόνιμα στην Ελλάδα.

Η συγκεκριμένη ποιητική συλλογή έχει και αυτή τις εποχές της: την πρώτη, τη «ρομαντική», στην οποία το ποιητικό υποκείμενο δηλώνει την παρουσία του «δίπλα στο τηλεχειριστήριο του κλιματιστικού /…/ με μάτια θολά μπροστά στο 37 ιντσών κουτί μου», με μια δίψα να «ξυπνήσει από το λήθαργο του ομοιόμορφου», περνάει κατόπιν στην περίοδο της «αντανάκλασης», όπου το «Όχι πεθαίνει κάθε φορά που το ξεχνάς» για να καταλήξει στη «σουρεαλιστική» εποχή αναρωτώμενη αν «Η λογική και η τρέλα υπάρχουν;».

Από την αρχή, λοιπόν, δηλώνεται η παρουσία του ποιητικού υποκειμένου. Αυτό που θα αποτελέσει και τον άξονα της μετέπειτα πορείας, μιας πορείας στη φθορά, τη τριβή με το κοπιαστικό σήμερα. Είναι εμφανής σε όλη τη συλλογή η αγωνία της ύπαρξης να νοηματοδοτήσει και να νοηματοδοτηθεί από «κάτι», να αντισταθεί στον «κύριο Τίποτα». Αυτό το κάτι, λοιπόν, το βρίσκει στα αισθήματα και στις συγκινήσεις των μικρών και άδολων πράξεων που προσφέρουν οι άνθρωποι που αγαπά. Αυτά είναι που δίνουν, άλλωστε, το κουράγιο να αναμετρηθεί με την πίκρα, την οργή και το αδιέξοδο που αποκρυσταλλώνονται στη ματαιότητα του υλισμού, μέχρι να τυλιχτεί η φαντασία με μια «νυχτικιά κίτρινη» στο βαρύ «σάβανο» της καθημερινότητας.

Στο δεύτερο μέρος της ποιητικής συλλογής η φθορά είναι παρούσα και πάλι, ο συμβιβασμός, η καταπίεση και η αίσθηση ήττας στριμώχνουν το ποιητικό υποκείμενο, καταστέλλουν την εμφανή αντίδραση, η οποία, ωστόσο αρχίζει να σχηματοποιείται στο υποσυνείδητο και να δηλώνεται δειλά είτε μέσα από το δίπολο αθωότητα-πράξη των παιδιών-ενοχή-αναβολή των μεγάλων: «Τα παιδιά κοιτώ και θαυμάζω/ τη συναίσθηση του «επιθυμώ και υλοποιώ»: /ανήκουστος άθλος για ενήλικες σε τόσους φραγμούς ταγμένοι» είτε ως επιτακτική ανάγκη να απαλλαγεί από τα συνηθισμένα, που δηλητηριάζουν τα πρόσωπα, καταρρακώνουν την αυτοεκτίμηση και προκαλούν σύγχυση στις πραγματικές αξίες της ζωής: «Σε ένα αμάξι κλεισμένος, την πόλη διαβαίνεις/ και κάτι κάνεις θαρρείς./…/Το πρωί κάνε κάτι! /Άλλαξε την κατάντια αυτή!». Υπάρχουν, ωστόσο, κι αυτοί που μπόρεσαν να αντισταθούν στη φθορά, «που φεύγουν απ’ τη λίμνη/ και στο άγριο ποτάμι ζουν και ταξιδεύουν/ το μίσος μικρών ανθρώπων αγνοώντας, δε χρωστάνε πουθενά, ούτε με δάνεια και ακριβά έπιπλα/ είναι χρεωμένοι./…/», που δεν εξαργύρωσαν, δηλαδή, την ελευθερία τους σε λίγα τετραγωνικά μέτρα. Εντέλει, κλείνει αισιόδοξα, σημάδι πως η εγκυμονούσα αντίδραση – η αποστασία- αρχίζει να μετρά ανάποδα για τον τοκετό της: «Χαμογέλα λοιπόν!/ Ακόμα και αν όλα είναι τίποτα/ τίποτα, μα τίποτα δεν είναι δεδομένο».

Στο τρίτο μέρος, τη σουρεαλιστική περίοδο, τα συναισθήματα εκφράζονται πιο έντονα, η αντίδραση αρχίζει –έστω και υποδόρια- να παίρνει σάρκα και οστά. Επιχειρείται να οριστεί η καθημερινότητα, η έννοια της αγάπης, της φιλίας: «Δε σε παντρεύτηκα, εντάξει;/ Ούτε ο εξομολογητής μου είσαι/ ούτε και συνείδησή μου σε όρισα, ακούς;/ Φίλη μου σε αποκάλεσα.».

Στη συνέχεια, η ανάγκη για απόδραση στη μόνη μας αυθεντική πατρίδα -τα παιδικά χρόνια- μετουσιώνεται μέσα από το παιχνίδι τυφλόμυγα σε μια αντιπαράθεση στο χτες και το σήμερα. Το ποιητικό υποκείμενο επιστρέφει στο παρελθόν μέσα από ένα φλας μπακ, μέχρι να ανοίξει τα μάτια στο τώρα και πραγματοποιεί ένα ταξίδι αυτογνωσίας φανερώνοντας καίριες στιγμές στην πορεία από τα παιδικά χρόνια στην ενηλικίωση, από την αθωότητα, την επανάσταση και την αναζήτηση στον συμβιβασμό, την υποκρισία και το αδιέξοδο.

Κλείνοντας, αυτό που διαφαίνεται στο σύνολο της συλλογής είναι ο πόθος του ποιητικού υποκειμένου να ζήσει, κάτι που όμως στραγγαλίζεται από τη ρουτίνα, τα χαμένα όνειρα και την προδοσία κυρίως προς τον ίδιο τον εαυτό. Γι’ αυτό και η καρδιά αποφασίζει τελικά να αποσκιρτήσει, αρνούμενη την τακτοποιημένη, μα άνευρη, ζωή, τα συγκαταβατικά χαμόγελα και τα πνιγμένα «θέλω» και έτσι να γλιτώσει μια και καλή από τη «θλίψη της Δευτέρας».

Ράνια Καταβούτα