Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 24

Η τελευταία πράξη - Αποστόλης Ηλιόπουλος

iliopoulos24.jpg
φωτό: Μαρία Παπαδημητρίου
Ο Δίοπος πέθανε ξαφνικά μπροστά στη σούπα και το κρασί του, ίσα που πρόλαβε να φτύσει το κουτάλι απ’ το στόμα πριν ξεράσει εξήντα χρόνια τρεις μήνες και είκοσι δύο μέρες καλοζωισμένης ασυδοσίας. Ένιωσε δίπλα του την ησυχία και το κενό, παγωμένο κι έτοιμο να τον αγκαλιάσει και να τον ρουφήξει σαν άμμο σε κλεψύδρα, κι ο τρόμος της επερχόμενης ανυπαρξίας επιβράδυνε στο μυαλό του το τελικό παυσίπονο.Εκείνες τις τελευταίες στιγμές αγωνίας, καθώς ξεγλιστρούσε η ύπαρξή του σταματώντας το χρόνο, είδε και ξανάζησε τη ζωή του σε κύματα, στην αρχή άτακτα κι υπαινικτικά, παλινδρομώντας σε λάθος σειρά μεταξύ πρώτων παιδικών χρόνων στο χωριό κι εφηβικών ερώτων στη θάλασσα, φτάνοντας στο γάμο και τη γέννηση της κόρης του, κι επιστρέφοντας στις γιορτές του Αυγούστου, τότε που στήνονταν πανηγύρια με μεγάλες ορχήστρες, με τον ήλιο να στάζει φως στις φούστες των κοριτσιών. Ο νους πήδηξε πίσω στο πρώτο παγωτό στη σκιά της οξιάς, στον άνεμο που χάιδευε τα θαλερά καλαμπόκια και στο χαστούκι που δέχτηκε απ’ τη Μαρία την Κρητικιά όταν της έπιασε το στήθος, με τη βροχή να πέφτει και να κυλά στα μάγουλα, να μουσκεύει και να κολλάει το λεπτό ύφασμα της μπλούζας στο δέρμα της.

Ο χαμός της μητέρας του και η αμηχανία όταν κοιτούσε το φέρετρο να καταβυθίζεται στο ακατανόητο χώμα της αιωνιότητας, οι σκέψεις του, τ’ αναπάντητα ερωτήματα, οι φόβοι για τη λήθη των γηρατειών, οι ελπίδες, όλα επανήλθαν στο ύστατο λίκνισμα της πεπερασμένης του φλόγας.

Κι όσο ανακατεύονταν οι στιγμές, τόσο περισσότερο διαιρούνταν και πολυμερίζονταν σε μικρότερα κομμάτια για να θυμηθεί κι άλλα, σα ρολόι που τεμαχίζει την ώρα σε λεπτά, κι εκείνα σε δευτερόλεπτα. Ρευστές παραστάσεις συνδυάζονταν σε μνήμες που ξεδιπλώνονταν πολυφωνικά, υφαίνοντας κι ανασυνθέτοντας τη ζωή του με ήχους, μυρωδιές κι αισθήματα. Προς το τέλος, καθώς αυτονομούνταν τα απειροελάχιστα χρονικά γραμμάτια, ενσαρκωνόταν τον άλλο εαυτό των οραμάτων της νιότης και συμμετείχε βιώνοντας ολοκληρωμένα το μια ζωή ανεκπλήρωτο, μέσα σε πλαστές μνήμες που απόδιωχναν το σκοτάδι και το κενό, ή μάλλον τα γέμιζαν, τα επικάλυπταν. Κάθε τι διαψευσμένο κι ανέφικτο γινόταν τωρινό και παλλόμενο.

Γέρνοντας με το μάγουλο ακουμπισμένο στην τάβλα του τραπεζιού, περιδιάβαζε στους μαιάνδρους του ονείρου και του θανάτου που κυκλόφερναν μέσα του σα χελιδόνια, ενόσω το απαλό κέντρισμα της ραχοκοκαλιάς και του ώμου απλωνόταν σε άκρα και μέτωπο. Αισθανόταν τη βροχή που δεν έπεφτε, κι ένιωθε την ιλιγγιώδη ταχύτητα να τον βυθίζει σ’ ένα χώρο πέρα απ’ το φθαρμένο δερμάτινο κάθισμα και τ’ ορθογώνιο κουτί της κουκέτας. Χαμογελούσε ήδη γαλήνια όπως εκείνα τα βράδια που η μητέρα του τον σκέπαζε και του φιλούσε τα μαλλιά ενώ χουχούλιαζε και κρυβόταν παιχνιδιάρικα στις κουβέρτες, με το χειμώνα να λυσσομανά έξω, θα ’ταν δε θα ’ταν οχτώ ετών.

Έτσι ασφαλής σα να βρισκόταν στη μήτρα της μάνας του ταξίδευε ατέλειωτα, με τ’ αδύναμα φώτα να ρίχνουν από κάπου σκιές στα επάργυρα τριαντάφυλλα του μικρού καθρέφτη, και το ξύλο κάτω απ’ το μάγουλο να τον ζεσταίνει ναρκώνοντάς τον καθώς γέμιζε με εικόνες που ξεχείλιζαν απ’ την καρδιά και διαχέονταν γύρω.

Τα χρόνια στο πατρικό χωριό ήταν τα πιο ευτυχισμένα. Χρόνια ενός παιδιού που προσπαθεί να τα γεμίσει με ένταση και ορμή, ενός τυχερού παιδιού που θα ζούσε πολλά-πολλά χρόνια. Αυτό ήταν τώρα, ένα παιδί που γυρνούσε σ’ όλες τις ευτυχισμένες στιγμές του μέσα σ’ ένα περασμένο πια τρένο, παρόμοιο με κείνα που αγαπούσε η μνήμη του.

Βρισκόταν έξω απ’ το σιδεράδικο στην πλατεία του χωριού κι έψαχνε τη Μαρία, οι καμπάνες άρχισαν να χτυπούν. Γύρισε προς το καμπαναριό, ένιωσε τον ήλιο στο πρόσωπο. Κανείς δεν υπήρχε τριγύρω. Ο θόρυβος του μετάλλου απλωνόταν παντού όλο και πιο επιτακτικός, σχεδόν διατρητικός. Πετάχτηκε απ’ το κάθισμα ιδρωμένος. Σκούπισε το μέτωπο κι ανακάθισε. Προσπάθησε να δει απ’ το ομιχλιασμένο παράθυρο. Το καθάρισε με το μανίκι. Μύρισε τα δέντρα και τον αέρα που σφύριζε χωρίς χαραμάδα. Έξω υπήρχε μόνο σκοτάδι ολόλευκο, σα γάλα. Έβλεπε ακόμα μπροστά του τις τεράστιες καμπάνες του χωριού, ακίνητες, παγωμένες. Άναψε τη λάμπα πετρελαίου. Το τρένο σταμάτησε κι έμεινε για λίγο στο κενό, στο διάστιχο ζωής και θανάτου.

Ύστερα επανήλθε στη Μαρία κι αγκάλιασε το νυφικό της με αγωνία, τη φίλησε στα χείλη κι ευχαρίστησε το Θεό του που όλα ήταν ένα όνειρο, ζωντανό βέβαια αλλά όνειρο, που δεν τέλειωνε αφήνοντάς τον να χαρεί τη στιγμή, το γάμο του, την αρχή της υπόλοιπης ζωής. Κι η υπόλοιπη ζωή του συνεχιζόταν παρότι είχε λήξει.

Γιατί στο τελικό σκαλοπάτι ο χρόνος είχε ατονήσει εντελώς, είχε καταργηθεί. Ο Δίοπος δεν υπήρχε πια στο ρεύμα της ιστορίας των άλλων. Είχε διαρρήξει το πλέγμα των δευτερολέπτων που συνέθεταν το σύντομο πέρασμά του, κινούμενος ανεξάρτητα, μόνος του, έξω απ’ τη διαδοχή. Ο κόσμος προχωρούσε χωρίς αυτόν, μια αέναη διακύμανση του ασταθούς κενού, ένα γρήγορο ξεφύλλισμα βιβλίου. Το σώμα του εξαφανίστηκε, ενώ με τη σειρά τους πέθαναν οι αγαπημένοι του και οι δικοί τους αγαπημένοι, σκορπίζοντας την ανάμνησή του στο τίποτα, καθώς ο χρόνος τούς απέβαλλε από τη δίνη, ή μάλλον σταματούσε να τους περιέχει, να τους καθορίζει, να τους εκθέτει.

Ο Δίοπος δεν είχε ζητήσει παράταση στη ζωή του, δεν είχε σ’ εκκρεμότητα κανένα ημιτελές έργο που να ζητάει τα θαύματα των τελευταίων σελίδων, κι ασφαλώς δε γνώριζε ότι πέθαινε. Η δύναμη που σταματούσε το χρόνο και του ’δινε πίσω το παρελθόν του, δεν πήγαζε από καμιά συνειδητή προσπάθεια, καμιά θεϊκή παρέμβαση. Ήταν ένα αντανακλαστικό της ζωής μπροστά στο θάνατο, η τελευταία πράξη της στο θέατρο της ατομικής ταυτότητας. Λίγο πριν την απόλυτη ακινησία της η ύλη χάριζε στη συνείδηση μια ύστατη και παντοτινή στιγμή οργασμού. Εκείνη τη μοναδική στιγμή ο Δίοπος ξαναζούσε κυκλικά κάθε ανάμνηση που αποτέλεσε τη ζωή του και τα οράματα των λοιπών εκδοχών της, διατρέχοντας κάθε κλάσμα, ακόμα και τις ώρες που κοιμόταν αγνοώντας πως ζει, ξανά και ξανά, ασταμάτητα, σε ατέρμονες επαναλήψεις χωρίς να το ξέρει ούτε τώρα, και χωρίς να ’χει καμιά σημασία ποια θα ’ναι η επόμενη επανάληψη.

Ο Αποστόλης Ηλιόπουλος ζει κι εργάζεται στην Αθήνα.