Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 24

Το καντήλι και άλλα ποιήματα του Αντώνη Ψάλτη

Το καντήλι και άλλα ποιήματα, ποίηση, Αντώνης Ψάλτης, Εκδόσεις Αιγαίον 2013

 

1.


Ομολογώ ειλικρινά ότι αισθάνομαι αμήχανα όταν δέχομαι την προτροπή –ή νιώθω την ανάγκη– να μιλήσω για ένα βιβλίο ποιημάτων. Ανοίγουμε τυχαία μια στήλη ή μια ιστοσελίδα κριτικής και σκοντάφτουμε συχνά σ’ εκείνες τις κλωνοποιημένες εκφράσεις, που (όπως όλοι οι κλώνοι) κινούνται αφ’ εαυτών κι απρόσωπα: ωσάν ο σχολιαστής να μην έχει χαρίσει την παραμικρή ανάγνωση στο βιβλίο. Η εκάστοτε έκδοση πρέπει να είναι ασφαλώς «καλαίσθητη», η πρόθεση του στίχου «ελεγχόμενα στοχαστική», ο σαρκασμός είναι πάντα «υποδόριος», η κοινωνική κρίση παραφυλάει οπωσδήποτε «στο φόντο», οι δε μοντέρνοι θεωρητικοί φακοί πασχίζουν να συγκεντρώσουν τα «υπόγεια ρεύματα της ιστορίας», τα τεμάχια από το «κατακερματισμένο υποκείμενο» ή τους βρόγχους από τον «θάνατο του συγγραφέα». Το σκεύασμα ολοκληρώνεται με αναφορές στην «επιδέξια μετάφραση» (εάν πρόκειται για ποιήματα από δύο γλώσσες και τέσσερα χέρια). Ενώ, λίγο πριν το τέλος, θα φιλοξενηθούν εντός παρενθέσεων στίχοι από το σχολιαζόμενο βιβλίο, δίχως απαραίτητα να επεξηγούν –ή να συνάπτονται με– τα προηγούμενα, αλλά που μπορεί απλώς να κέρδισαν τον γράφοντα ή να είναι και οι μόνοι που διάβασε.

Απομένει άμοιρος ο συγγραφέας, που «έχει ανάγκη να ακούσει»  για το βιβλίο του, καθότι ο ίδιος «ό,τι ήταν να πει, το είπε» κι εάν δύναται ίσως να προσθέσει κάτι είναι για το «πάρεργον» και όχι (πια) για το «έργον». Προτιμάω λοιπόν να αποκαλέσω τα όσα έπονται «σκέψεις με αφορμή» το βιβλίο του Αντώνη Ψάλτη, ελπίζοντας έτσι «διά της τεθλασμένης» να φθάσω ίσως συντομότερα σε ένα κάποιο νόημα για το έργο (τονίζω εδώ: ένα νόημα για το έργο, όχι του έργου). Με την πρόσθετη, εντέλει, κριτική ευθύνη, που επισείει η φιλία μου με τον ποιητή, διότι ο κανόνας «η αγάπη δεν χαρίζεται στην κριτική», σε πείσμα των κλισέ, ισχύει στο ακέραιο και για τη λογοτεχνική κρίση.

2.


Ο Αντώνης Ψάλτης είναι ένας ασκητής του ολιγόστιχου ποιήματος. Τα ποιήματά του, είτε φέρουν μια γοητευτική εκκρεμότητα είτε μια αποστομωτική αλήθεια επιγράμματος, σε όλες τις περιπτώσεις δικαιώνουν τον αφορισμό του Αντόρνο «ότι η αγκίδα στο μάτι είναι ο καλύτερος μεγεθυντικός φακός» (Minima Moralia, αφορισμός 29). Τι είναι, όμως, αυτό που καθιστά τα ποιήματα του Ψάλτη αγκίδες που κεντρίζουν τη σκέψη;

Το κλειδί της απάντησης πάντως δεν θα βρεθεί στα αναγνώσματα του ποιητή ή στις στοχαστικές του, καθώς όλοι μας, ανάγκες. Είναι, βέβαια, αλήθεια ότι η αναφορά (δις) στον Μαρξ, στον Ντεκάρτ, στον Πλάτωνα, όλα τούτα ευνοούν την άκρως προβληματική ετικέτα της «στοχαστικής ποίησης». Λόγου χάρη, το ποίημα «ζήτω η επανάσταση» («τα χείλη σου θα ραπίσω με φιλιά/ αλλιώς δεν βλέπω να σωπαίνεις/ ο Μαρξ είχε τόσα παιδιά/ εμείς ακόμη δεν στρώσαμε σεντόνι») εύλογα ακούγεται ως ένα σχόλιο για την ένταση ανάμεσα σε πολιτική και ιδιωτική σφαίρα. Ή, παραπέρα, μπορούμε να ακροασθούμε το «προτρεπτικόν» («εκεί που δεν υψώνονται/ ας πάψουμε να βλέπουμε βουνά/ γιατί στις κορυφές τους/ καθώς λένε/ κατοικούν οι θεοί/ και οι θεοί θέλουνε το κακό μας») ως μια φιλοσοφική προτροπή, με την αρχαιοελληνική έννοια της φρόνησης, της πρακτικής σοφίας. Αλλά το να δεχθούμε ως έγκυρες αυτές τις προσλήψεις, κάτι σχετικά προφανές, προσπερνάει το ίδιο το ζητούμενο: τι είναι αυτό που τις καθιστά έγκυρες;

Θα πρέπει πάντοτε να επιχειρούμε την αντιστροφή της κίνησης του Πλάτωνα. Όπως αυτός απέδιωξε την ποίηση από τη φιλοσοφική του πολιτεία, θα πρέπει να αποδιώχνουμε τη φιλοσοφία από την ποιητική επικράτεια. Η αξία του ποιήματος βρίσκεται στην οικεία του αλήθεια, αναδύεται από την εσωτερική του οργάνωση και όχι από τη θεραπεία κάποιων ευγενών ιδεών ή από την όποια βιοτική του εφαρμοσιμότητα. Μια φιλοσοφική έννοια ή μια κανονιστική αξία μπορούν μεν να αποτελούν αντικείμενο της ποίησης, αλλά μονάχα ως προ-ποιητικό υλικό, ως πρώτη ύλη για την εμμενή άρθρωση του έργου. Σε άλλο σημείο, ο Αντόρνο συλλαμβάνει μια υπέροχη παρομοίωση για να αποδώσει τη διάκριση φιλοσοφίας και ποίησης: ένα έργο τέχνης είναι σαν τη «μονάδα» του Λάιμπνιτς, «αναπαριστά το σύμπαν, αλλά δεν έχει παράθυρα», το ποίημα εν ολίγοις αντιπροσωπεύει το καθολικό αλλά «μέσα στους ίδιους του τους τοίχους» (Σκέψεις πάνω στη θρησκεία και την τέχνη σήμερα).

Χρειάζεται ασφαλώς επαγρύπνηση κι από τις δύο μεριές. Γιατί αν το να διαβάζουμε ένα ποίημα ως φιλοσοφική ή επιστημονική πραγματεία είναι απλώς «αστείο», συχνά το να εφαρμόζουμε τους κώδικες της τέχνης σε ένα επιστημονικό ή φιλοσοφικό εγχείρημα είναι «επικίνδυνο». Εκεί τραβιέται το αξιώμα «η τέχνη για την τέχνη» στην πλέον αποκρουστική του εκδοχή: Καταπώς λέγεται, ο Όσκαρ Ουάιλντ είχε υποστηρίξει πως πρέπει να δοθεί άφεση στον Μπενβενούτο Τσελίνι, επειδή, σταυρώνοντας ένα ζωντανό άνθρωπο για να μελετήσει το τρεμούλιασμα των μυών του, είχε δώσει τη δυνατότητα να ανθίσει έτσι ένα πολύτιμο έργο. Όμως, η έννοια της αισθητικής αυταξίας πρέπει να τηρείται ακριβώς προκειμένου να εδραιώνεται η αυτοτέλεια της τέχνης και όχι για να καταργείται διά της προβολής της σε άλλα πεδία.

3.


Αλλά ας επιστρέψουμε στο βιβλίο. Τι είναι αυτό που μας έκανε να ακούσουμε πιο πάνω το «προτρεπτικόν» ως ένα ιαματικά, σχεδόν, όμορφο ποίημα; Όχι ασφαλώς η εφαρμοσμένη βιοσοφία που ίσως κομίζει, αλλά η λιτή του μουσικότητα. Είναι ένα ποίημα παρηγορητικό, γιατί ηχεί κατορθωμένο και άρτιο. Ή το «ζήτω η επανάσταση»: καταφέρνει και «ραπίζει», πράγματι, τον ακροατή, όχι χάρη στην ψευδοεπαναστατική του αμφίεση αλλά τη μορφική του στιβαρότητα.

Το ίδιο συμβαίνει κι όταν ο Ψάλτης επιχειρεί να γράψει έμμετρα-ομοιοκατάληκτα. Αποφεύγει να σκοντάψει σ’ έναν ακόμη σκόπελο των ημερών, αυτόν της «ρίμας για τη ρίμα». Διότι η μουσικότητά του ανακύπτει εσωτερικά και δεν εκβιάζεται εξωτερικά από τα κουδουνάκια των άκρων συλλαβών («Να εξασκούμαστε στο σκέφτομαι και γράφω/ και την προπαίδεια να μνημονεύουμε γοργά/ στην πρόοδο να στοχεύουμε και στα μεγαλεία/ είθε, ανάδρομα, να αποδράσω απ’ τα σχολεία·/ μα ό,τι και να ξεκάνω πλέον είναι αργά· θέλω δεν θέλω σκέφτομαι, άρα υπάρχω», από το ποίημα «discours de la methode»).

Δεν είναι όλα τα ολιγόστιχα ή τα έμμετρα ποιήματα αγκίδες. Ο Ψάλτης τα κάνει να «βυθίζονται στο μάτι» επειδή είναι δουλεμένα στη λεπτομέρεια και στις αιχμές. Ο Ψάλτης μάς υπενθυμίζει κάτι το συγκλονιστικά προφανές: η κατόρθωση της μορφής είναι η άλλη ονομασία για το «καλό ποίημα». Και το καταφέρνει επειδή, καθώς ο ίδιος λέει, θρέφει το χώμα που θρέφει την ποίηση, ποτίζει το χώμα που τα ποιήματα ζητάνε για να στεριώσουν («sans-papiers»). Επειδή, με την ακούραστη επιμονή του ολιγογράφου, τραβάει χρόνια τώρα, ίντσα-την-ίντσα, απ’ τα σκοτάδια του ονειροπήγαδου ένα «μεράδι πραγματικότητας» («το βάρος των ονείρων»).

Ας προσεχθεί η λέξη «μεράδι». Εν πρώτοις, φέρει εντός της τη συνήχηση της μέρας, μια λαμπερή αντίστιξη ως προς τα σκοτάδια του ονειροπήγαδου. Στην πρωτογενή της όμως σημασία (μεράδι, ίσον τεμάχιο-κομμάτι) νομίζω ότι δίνει έναν εξαίσιο ορισμό ποιητικής: ο δημιουργός κοπιάζει για να ανασύρει ένα «μεράδι πραγματικότητας», κάτι δηλαδή που α) μετέχει στην πραγματικότητα αλλά β) χωρίς να εξαντλείται από αυτήν.

4.


Μπορούμε να το επαναλάβουμε: η ποίηση δεν περιγράφει, δεν πολιτεύεται, δεν φιλοσοφεί – ούτε καν ψυχαναλύει. Αλλά και η διακονία του ποιήματος, το σμίλεμα της αγκίδας, ο μόχθος για την τελική λέξη, δεν σηματοδοτούν απλώς μία μεγαλειώδη ματαιότητα. Άπαξ και συντελεσθεί το ποίημα, «κλείσει» η ποθούμενη μορφή του, τότε μπορεί να ακουστεί και ως ηχώ από κάτι που απουσιάζει από τον ανθρώπινο βίο. Ό,τι μέσα στο κατορθωμένο ποίημα μοιάζει αρμονικό κι αδιάρρηκτο μαρτυρεί εξ αντιστρόφου για μια ατελή ανθρώπινη ζωή. Και σε τελική ανάλυση συντηρεί τον πόθο για την ανθρώπινη εκπλήρωση.

Ας τονισθεί ότι το ακροτελεύτιο ποίημα της συλλογής δεν ονομάζεται «καντήλι», αλλά «καντήλι και άλλα ποιήματα». Ωσάν να μη δίνει (τόσο) τίτλο το ποίημα στη συλλογή, όσο (μάλλον) η συλλογή τον τίτλο της στο ποίημα. Συνειδητοποιούμε ευθύς ότι το «καντήλι στο μνήμα στο νεκρού» δεν είναι ένα κάποιο μονάχα ποίημα, το συγκεκριμένο ή άλλο, αλλά κάθε ποίημα, δηλαδή η ίδια η (καλή) ποίηση. Ο Ψάλτης μας εκμυστηρεύεται ταπεινά ότι η ποίηση είναι ένα καντήλι: Παρηγορεί για τη φθαρμένη ζωή, αλλά και συντηρεί τον πόθο για αυτήν. Η φλόγα της θρέφεται από το συνταίριασμα μιας τέτοιας οδύνης και μιας τέτοιας αγάπης.

Στέργιος Μήτας