Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 20

#3 Παναγιώτης Μέντης: "Γράφεις για να πάρεις τις εκδικήσεις σου"

Συνέντευξη
στην Χρυσάνθη Ιακώβου
Από τους πιο πολυανεβασμένους  σύγχρονους θεατρικούς συγγραφείς. Με λόγο βαθύτατα προβληματισμένο, γνήσιο, χειμαρρώδη. Με διακρίσεις, βραβεία, διθυραμβικές κριτικές. Άνθρωπος με ξεκάθαρες απόψεις. Με εναργή ματιά. Λόγια ευθέα, χωρίς περιστροφές και στολίδια. Άνθρωπος βαθιά ικανοποιημένος. Και γεμάτος αστείρευτη, θετική ενέργεια.Ξεκινήσατε σε μεγάλη -σχετικά- ηλικία τη συγγραφική σας πορεία: πρωτοπαρουσιαστήκατε στην ηλικία των σαράντα. Θεωρείτε ότι η συγγραφή προϋποθέτει μια ηλικιακή ωριμότητα;

Προϋποθέτει ωριμότητα. Χρειάζεται να δεις πράγματα, να γεμίσει η ψυχή σου, να γεμίσει το μυαλό σου, να γεμίσουν τα μάτια σου και μετά να καταθέσεις αυτά που είδες. Γιατί μέσα από τα θέματα σου θα προσπαθήσεις να πάρεις τις εκδικήσεις σου, ή να φωτίσεις ή να διερευνήσεις όλα αυτά που έχουν γίνει βιώματα σου. Μέσα από τα βιώματα σου θα προσπαθήσεις να ερμηνεύσεις συμπεριφορές.

Ποια ήταν λοιπόν τα δικά σας βιώματα που επιδιώξατε να «φωτίσετε» μέσω της συγγραφής;

Γεννήθηκα στις δυτικές συνοικίες της Αθήνας, οι οποίες διαφέρουν πολύ από το κέντρο. Δούλεψα από μικρή ηλικία στο κέντρο. Έβλεπα τις κοινωνικές διαφορές και ήθελα να μιλήσω για αυτές. Έβλεπα τους φίλους μου, τα παιδιά της γειτονιάς μου, που θα μπορούσαν να ξεφύγουν, αν ήθελαν, από τη μοίρα που τους προδιαγραφόταν. Τα έλεγα, αλλά δεν μπορούσα να ακουστώ. Κατάλαβα ότι έπρεπε να βρεθώ σε ένα βήμα, κατά κάποιον τρόπο, για να ακουστεί η φωνή μου και να υπερασπιστώ αυτήν την κοινωνική τάξη. Πρώτη μου σκέψη ήταν η νομική. Τελείωσα νυχτερινό γυμνάσιο, αλλά οι ελλείψεις μου ήταν μεγάλες, κυρίως στα λατινικά... Σκέφτηκα γρήγορα με ποιον άλλον τρόπο θα μπορούσα να ανεβώ στο μικρό αυτό βάθρο και το ένστικτό μου με οδήγησε στο θέατρο. Έδωσα εξετάσεις σε μια δραματική σχολή. Όταν με ρώτησε ο Πέλος Κατσέλης γιατί θέλω να σπουδάσω θέατρο είπα γιατί θέλω να γράψω. Για να γράψω θέατρο θα έπρεπε πρώτα να μάθω το μηχανισμό του, το πώς δουλεύει. Και δε θα το μάθαινα καλύτερα παρά σπουδάζοντας πάνω σε θεατρικά κείμενα. Έτσι έγινα ηθοποιός. Αυτό με παρέσυρε από το στόχο μου να γράψω, αλλά συγχρόνως καταλάβαινα ότι έπρεπε να φορτώσω, να μάθω πράγματα, να αντιληφθώ πράγματα. Δούλεψα για πολλά χρόνια ως ηθοποιός. Στο θέατρο βγήκα το 1976. Και το πρώτο μου θεατρικό έργο, το «Playmobil», παρουσιάστηκε το 1992. Βραβεύτηκε το 1989 από το Υπουργείο Πολιτισμού και ανέβηκε το 1992 στο Θέατρο Τέχνης του Κουν. Όλο αυτό το διάστημα που εργαζόμουν ως ηθοποιός τα πήγαινα πολύ καλά, δούλευα σε μεγάλους θιάσους, δεν έμενα ποτέ χωρίς δουλειά. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι δεν ακουγόταν η φωνή μου, διεκπεραίωνα κείμενα άλλων. Είπα λοιπόν ότι έφτασε η ώρα... Έτσι ξεκίνησα να γράφω. Στάθηκα τυχερός. Μου λένε πολλοί, «Τι θα πει τύχη; Το έργο άξιζε...». Όσο και να αξίζει όμως το έργο σου, αν δε βρεθεί στα κατάλληλα χέρια ώστε να το αγαπήσουν, να το αναδείξουν και να το κάνουν μια ωραία παράσταση, δε γίνεται τίποτα... Γι’ αυτό στάθηκα τυχερός. Το να ανεβαίνει στα σαράντα σου το πρώτο σου έργο στο Θέατρο Τέχνης είναι μέγα δώρο, δώρο από το Θεό. Τα επόμενα έργα μου ανέβηκαν στη Στοά και μετά ακολούθησε το Εθνικό, το Κρατικό Βορείου Ελλάδος, διάφορα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.... Μεγάλοι, θίασοι, οργανισμοί με κύρος. Έπαιξε ρόλο που τα έργα μου είχαν και εμπορική επιτυχία, γιατί αν δεν κάνεις και ταμείο, δύσκολα συνεχίζεις... Έτσι ξεκίνησε μια πορεία που, κατά κάποιον τρόπο, εξελισσόταν μόνη της.

Κατά τη γνώμη σας, πού οφείλεται αυτή η επιτυχία;

Για μένα, πολύτιμοι δάσκαλοι στη γραφή ήταν ο Καμπανέλλης, ο Μάτεσις, η Λούλα Αναγνωστάκη, ο Διαλεγμένος, ο Μουρσελάς... Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έγραφαν αληθινά πράγματα. Κι εγώ λοιπόν θεωρώ ότι έγραψα αληθινά θέματα, που έκαιγαν, που απασχολούσαν το νεοέλληνα και δεν τολμούσε να τα πει. Νομίζω ότι αυτό λειτουργούσε λυτρωτικά για τους θεατές και χάριζε και πολύ σημαντικούς ρόλους στους ηθοποιούς που ερμήνευαν. Θανάσης Παπαγεωργίου, Λήδα Πρωτοψάλτη... Σε αυτούς τους δυο ανθρώπους χρωστώ τα πάντα. Η πολύ σοβαρή ενασχόληση τους με τα κείμενα μου και οι επιτυχίες που κάναμε μαζί ήταν που με καθιέρωσαν.

Αυτό βέβαια προϋποθέτει πολύ βαθιά κατανόηση του κόσμου που μας περιβάλλει.

Είναι πολύ οδυνηρό να αισθάνεσαι, να καταλαβαίνεις, γιατί στεναχωριέσαι διπλά. Δε θέλω να παραστήσω το μέγα ψυχολόγο, αλλά, εξ ενστίκτου και ίσως και να γεννήθηκα με αυτό το σταυρό, νοιάζομαι και μέσα από την έγνοια μου αυτή μαντεύω, βαθαίνω στη σκέψη του άλλου, στη μοναξιά του, στον πόνο του. Αυτά είναι τα όπλα. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Και για να τα κάνεις αυτά δικά σου, θα πρέπει να έχεις πονέσει κι εσύ και να μη φοβάσαι να μιλήσεις για αυτόν τον πόνο. Όταν αφουγκράζεσαι το διπλανό σου, ο πόνος γίνεται δικός σου... Ακόμα και τα προηγούμενα χρόνια που ζούσαμε σε αυτήν την ψεύτικη ευμάρεια, δεν ήμαστε ευτυχισμένος λαός. Γι’ αυτό ίσως έχει μείνει η αίσθηση ότι «ο Έλληνας θέλει να γελάσει». Η ανάγκη του για κωμωδία σημαίνει ότι κουβαλάει μεγάλη πίκρα. Ωστόσο, αν δε γελούσε με ευκαιριακούς κωμικούς και με ανθρώπους που εκμεταλλεύτηκαν την ανάγκη του για γέλιο και γελούσε με πιο ουσιαστικά πράγματα ή παραδεχόταν επιτέλους τον πόνο που κουβαλάει, ίσως επαναστατούσε και αποφεύγαμε αυτά που μας συμβαίνουν σήμερα. Ένα κλικ είναι να πούμε «όχι, δε θα με φάει η μιζέρια, θα αντισταθώ».  Και υπάρχουν και πολλές δυνάμεις στον πνευματικό χώρο -από αυτές υπάρχει και η ελπίδα της αναγέννησης.

Ποιο είναι το χρέος ενός συγγραφέα;

Να καταθέτει αλήθειες. Και αυτός που γράφει δράμα και αυτός που γράφει κωμωδία. Να κάνει κανείς σάτιρα, αλλά με αλήθεια και ευθύνη. Η αλήθεια σε οδηγεί στο να αντιμετωπίσεις υπεύθυνα τι θα πεις. Βλέπω τις τελευταίες εκπομπές του Λαζόπουλου, αυτός ο χλευασμός, ακόμα και σε πρόσωπα που μας είναι αντιπαθή... Δεν είναι έτσι... Μπορεί να μας εκτονώνει, αλλά δεν είναι έτσι. Στην Ελλάδα γενικά μάθαμε ότι κωμωδία είναι η χοντρή πλάκα. Γελούσαμε όταν ο πρωταγωνιστής έδινε σφαλιάρα στον πιο αδύναμο. Συνήθως ο Χατζηχρήστος χτυπούσε τον Βέγγο. Ως άνθρωπος του θεάτρου, μπορώ πλέον να διακρίνω πότε ένας ηθοποιός χτυπά απλώς επειδή το απαιτεί ο ρόλος και πότε για να ταπεινώσει και να μειώσει τον άλλον στα μάτια του κοινού. Πολλές από τις σφαλιάρες που έφαγε ο Βέγγος ήταν επειδή οι άλλοι δεν είχαν το ταλέντο του ή το γκελ που είχε αυτός στον κόσμο. Κι αυτό το βλέπω και σε νεότερους ηθοποιούς, οι οποίοι γραπώνονται από κάποια κείμενα, από αυτά τα πλακατζίδικα σαχλά κείμενα που αναβιώνουν στην εποχή μας –λες και είναι τίποτα σπουδαίο που θα δούμε στο θέατρο ταινίες του Σακελλάριου... Στην Ελλάδα βλέπαμε πάντα να χλευάζεται ο δευτεραγωνιστής, ή να παρουσιάζεται ο μορφωμένος ως φλούφλης, με τα γυαλάκια του, λιγάκι κουνιστός... Ή το άλλο που συνέβαινε πάντα, το εργοστάσιο το έπαιρνε το αγόρι της πλούσιας κοπέλας, ο οποίος ήταν ο μπετατζής της γειτονιάς, κι αυτή τον έβλεπε και έπεφτε κάτω ξερή, ενώ οι υπόλοιποι γαμπροί ήταν οι φλούφληδες... Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Ή ανοίγεις σήμερα την τηλεόραση και βλέπεις φοιτητικά δωμάτια ηρώων να είναι σούπερ λουξ... Όλη αυτή η ψευτιά συσσωρεύτηκε, μας έμαθε να ζούμε ψεύτικα, να γελάμε ψεύτικα, να κυνηγάμε μια ψεύτικη ζωή. Είναι λάθος τα πρότυπα που πέρασαν στην κοινωνία μας, όλοι προσπαθούν να συμπεριφερθούν σαν τους τηλεοπτικούς ήρωες.

Η νέα γενιά συγγραφέων μπορεί, πιστεύετε, να το αλλάξει αυτό;

Υπάρχουν πολλοί σπουδαίοι συγγραφείς. Άκης Δήμου, Βασίλης Κατσικονούρης, Έλενα Πέγκα, Μαριάννα Κάλμπαρη, Λένα Κιτσοπούλου... Γράφουν έργα αληθινά, έχουν κατακτήσει το μερίδιο που τους ανήκει. Γιατί σε αυτόν το χώρο χίλιοι καλοί χωράνε, δεν υπάρχει όριο. Όσοι γράφουν αληθινά βρίσκουν το χώρο τους, γιατί το έχει ανάγκη ο κόσμος. Στην τέχνη είναι θέμα σκυτάλης. Όταν η σκυτάλη παραδίδεται στους άξιους, μια χαρά πάνε τα πράγματα. Οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν την τέχνη με την πρόθεση να αναδείξουν τη γενιά τους, βρίσκουν δρόμο και επικοινωνούν με το κοινό.

Σε σχέση όμως με αυτό που αναφέρατε προηγουμένως, πόσο εύκολο είναι να πέσει το έργο κάποιου επίδοξου συγγραφέα στα κατάλληλα χέρια;

Εξαρτάται από το χώρο στο οποίο σε ενδιαφέρει να αναδειχτείς. Εγώ, για παράδειγμα, όταν ξεκίνησα να γράφω, δεν πλησίασα ποτέ θιάσους για να δώσω το έργο μου. Περίμενα. Έγινε ο διαγωνισμός από το Υπουργείο Πολιτισμού, βραβεύτηκα, είχα έτσι και ένα εχέγγυο, και μετά το έδωσα σε πολύ σοβαρούς θιάσους, όχι οπουδήποτε. Σε ό,τι κι αν κάνεις υπάρχουν διαβαθμίσεις, αν τις ακολουθήσεις σωστά θα βρεθείς στο σωστό σημείο. Ενώ όποιος βιάζεται... σκοντάφτει, κάνει λάθη. Ακόμα και μετά την επιτυχία καραδοκεί ο κίνδυνος. Όταν έκανα τη μεγάλη μου επιτυχία, μου είπε ο Ιάκωβος Καμπανέλλης «να προσέχεις ένα πράγμα: τις σειρήνες, γιατί οι σειρήνες θα είναι πολλές». Και όντως ήταν πολλές. Άρχισαν να με καλούν σε συναντήσεις, σε τραπέζια, άρχισαν οι συνεντεύξεις, πρωταγωνιστές του θεάτρου ήθελαν να συνεργαστούμε... Πρόσεχα. Με πλησίασαν και πολύ σοβαρά ονόματα, αλλά ήθελαν κάτι άλλο από αυτό που είχα εγώ κατά νου να κάνω. Χρειάζεται οργανωμένη πορεία. Ο κάθε άνθρωπος που θέλει να διαπρέψει σε οποιονδήποτε χώρο πρέπει να σέβεται τον εαυτό του και από πολύ νωρίς να ξέρει να ξεχωρίζει τις επιλογές του. Να μην παρεκκλίνει της πορείας του. Δεν μπορώ να γράψω ένα κείμενο που θα το παίξει η Λήδα Πρωτοψάλτη και μετά να γράψω ένα κείμενο που θα το παίξει ο Στάθης Ψάλτης. Όχι πως ο Ψάλτης δεν είναι ταλέντο, αλλά κινείται σε άλλο χώρο, έχει άλλη πορεία. Πριν κάνεις οτιδήποτε θα πρέπει ήδη να σκέφτεσαι ποιο θα είναι το επόμενο βήμα σου.

Τώρα πλέον που έχετε φτάσει σε ώριμη συγγραφική φάση πώς βλέπετε την πορεία σας;

Δεν μετανιώνω για τίποτα. Γνώρισα σπουδαίους ανθρώπους κατά τη διάρκειά της πορείας μου. Είναι σημαντικές οι γνωριμίες, που θα καθορίσουν την εξέλιξη μας, που θα γίνουν παραδείγματα. Μπορεί να έχουν και οι νεότερες γενιές ανάγκη από πρότυπα και δεν ξέρω πόσοι από τη δική μου γενιά κατάφεραν να παίξουν αυτόν τον ρόλο. Μας παρέσυρε ο νεοπλουτισμός. Εγώ τολμώ να πω ότι δεν παρασύρθηκα, γιατί το lifestyle δε με συγκινούσε ποτέ. Και ίσως δε βρέθηκα σε αυτά τα γρανάζια από ανικανότητα μου να απαιτήσω πιο έξυπνα οικονομικές απολαβές. Δεν είμαι καταφερτζής σε τέτοια θέματα... Όταν η τύχη και η ζωή σού φέρνουν ωραία πράγματα με τα οποία μπορείς να ζήσεις, γιατί να απαιτήσεις περισσότερα; Δεν έχω αδικηθεί, αλλά ξέρω άλλους που ήταν... καταφερτζήδες και έβγαλαν χρήματα. Με αυτόν τον τρόπο όμως κατάφερα να μη χαλάσω το χαρακτήρα μου, έμεινα αυτός που ήμουν.

Ξεκινήσατε ως ηθοποιός, γίνατε συγγραφέας, ασχολείστε τελευταία και με τη σκηνοθεσία. Τι σας έδωσε η κάθε δραστηριότητα και ποια ανάγκη σας καλύπτει η καθεμιά;

Το ένα φωτίζει το άλλο. Ως ηθοποιός αντιλαμβάνεσαι ότι το θεατρικό κείμενο πρέπει να μιλιέται, ο λόγος να είναι φυσικός, δεν είναι λογοτεχνία. Πρέπει να έχει αμεσότητα, ζωντάνια και ρυθμό. Για να γίνεις σκηνοθέτης, περνώντας από τα άλλα στάδια, ξέρεις το κείμενο, τι κρύβει από κάτω, ώστε να βοηθήσεις τον ηθοποιό να το ανακαλύψει και να χειριστεί τα συναισθήματα του στη σκηνή. Ως συγγραφέας, επειδή προέρχομαι από το χώρο της ηθοποιίας, ξέρω πως πρέπει να εμπιστευτώ και το σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς, να δεχτώ και τη δική τους οπτική γωνία για το πώς θα στήσουν το έργο μου. Όταν ανέβασα τους «Ξένους» αναγκάστηκα να μειώσω το κείμενο κατά πενήντα σελίδες! Ενώ κάποιος συγγραφέας που δεν έχει άλλη επαφή με το χώρο, που είναι συγγραφέας «γραφείου», νομίζει ότι αν του αφαιρέσουν ένα «και» θα γκρεμιστεί ο κόσμος. Δεν είναι όμως έτσι.

Ποια στιγμή στην πορεία σας ξεχωρίζετε;

Υπήρξαν πολλές συγκινητικές στιγμές. Η στιγμή που τελείωσε η πρώτη μου πρεμιέρα. Με έπιασαν κλάματα. Όταν είσαι στο Θέατρο Τέχνης, με την ιστορία του Καρόλου Κουν, και ο κόσμος χειροκροτεί και σε βγάζουν στη σκηνή... Δεν μπορούσα να κρατηθώ. Ήταν συγκλονιστική στιγμή. Να μην πω ότι χάρηκα όταν το «Άννα, είπα» έπαιρνε τον έναν ύμνο σε κριτικές μετά τον άλλον; Στο τέλος δεν το πίστευα, έλεγα δεν είμαι εγώ αυτός, είναι κάποιος άλλος. Ή όταν ανέβηκαν «Οι ξένοι» στο Εθνικό και ανέβηκε στη σκηνή ο –τότε- Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Στεφανόπουλος, για να με συγχαρεί; Ή βλέπω τον Κούρκουλο στις ειδήσεις, να λέει γυρίζοντας από το Λονδίνο –όταν είχε την περιπέτεια της υγείας του λίγο πριν τον χάσουμε- «γύρισα, και γύρισα για τους “Ξένους” μου». Είναι να μην συγκινείσαι; Είναι ωραίες στιγμές, σαν να σε αγγίζει το χέρι του Θεού εκείνη την ώρα.

Τι ετοιμάζετε αυτόν τον καιρό;

Εκτός του ότι αυτή τη σαιζόν βρίσκομαι στις Σέρρες ως καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Σερρών, στην Αθήνα παίζεται ένα καινούργιο έργο μου, η «Ρόζα», βασισμένο στη ζωή της Εσκενάζυ, σε μουσική Σταμάτη Κρανουνάκη. Υπάρχει ένα έργο που μόλις τελείωσα και ακόμη ένα που για την ώρα το έχω αφήσει στη μέση. Αλλά, ξέρετε, είμαι πλέον εξήντα χρονών. Είμαι πολύ ευχαριστημένος. Τα πράγματα ήρθαν πολύ όμορφα. Το μόνο που θέλω είναι αυτό που κάνω να μην εκπέμπει μιζέρια, να το απολαμβάνουν οι θεατές. Δεν ξέρω τι παραπάνω μπορεί να υπάρχει. Κάποια στιγμή θα καταθέσω και τα χαρτιά μου για τη σύνταξη. Σε αυτόν τον τόπο δυστυχώς έχουν μάθει κάποιοι να γαντζώνονται στις θέσεις τους και να μην αφήνουν χώρο για τους νέους. Επειδή είμαι πατέρας και ξέρω πώς οι νέοι άνθρωποι χτυπούνε πόρτες και τις βρίσκουν κλειστές, αφού οι θέσεις είναι πιασμένες από άλλους που θα έπρεπε να πάνε στα σπίτια τους, θεωρώ ότι οφείλω να δώσω τη θέση μου σε νεότερους ανθρώπους. Θυμάμαι με πολύ σεβασμό τον τρόπο που έφυγε η Μαίρη Αρώνη, ο Νίκος Τζόγιας, η Βάσω Μανωλίδου, ο Αλέκος Λειβαδίτης, μυθικά πρόσωπα, ήταν σχεδόν στην ηλικία μου όταν είπαν «μέχρι εδώ», έδωσαν χώρο για να αναδειχτούν νέοι άνθρωποι. Η Ελλάδα δε γερνάει μόνο γιατί δεν γεννιούνται νέα παιδιά, αλλά γιατί κάποιοι δεν αφήνουν χώρο για τους νέους.

Πώς βλέπετε τα θεατρικά πράγματα σε Αθήνα και περιφέρεια;

Είναι μπερδεμένα, και στην Αθήνα και στην περιφέρεια. Κι έχει μπερδευτεί κι ο κόσμος. Πολλές ομάδες, πολύ θέατρο, υπάρχει αποπροσανατολισμός. Κάθε ομάδα γράφει ένα κειμενάκι και το παρουσιάζει ως θέατρο. Νοικιάζουν και μια αίθουσα -προς χαράν του αιθουσάρχη- και ανεβάζουν το δραματάκι τους ή την κωμωδιούλα τους... Χάνουν τα λεφτά τους και χαίρονται η μαμά και ο μπαμπάς... Αυτό δεν είναι εξέλιξη. Αλλά συγχρόνως κάνουν κακό και στον εαυτό τους που δεν φροντίζουν να ενταχτούν σε μια σοβαρή θεατρική δουλειά. Έπειτα, οι σοβαροί θίασοι είναι μετρημένοι στα δάχτυλα. Έχουν σχηματιστεί πολλοί θίασοι από τις τηλεοπτικές φιρμίτσες. Αλλά δε σημαίνει τίποτα αυτό. Υπάρχουν πολλές λαμπερές παρουσίες, κατάλληλες για τηλεόραση, όχι όμως για θέατρο. Η Ζέτα Μακρυπούλια, για παράδειγμα, είναι ένα κορίτσι με μόρφωση, με καλλιέργεια, φινέτσα, εκπέμπει ποιότητα. Δεν έχει ταλέντο ηθοποιού όμως. Ο Μουτσινάς είναι ένας εξαιρετικός performer στην τηλεόραση, δεν είναι όμως ηθοποιός. Δεν τους κατηγορώ, καλά κάνουν, κι αν αρέσουν στον κόσμο, να πάει να τους δει. Τα παιδιά είναι λαμπερά, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι κάνουν για οποιαδήποτε δουλειά, έχουν γίνει τεράστιες παρεξηγήσεις. Τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. από την άλλη έχουν επίσης αποπροσανατολίσει τον κόσμο. Όταν πέφτουν σε καλά χέρια μεγαλουργούν.  Έχουν κατά καιρούς γίνει από ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. παραστάσεις που άλλαξαν το θέατρο. Αλλά δυστυχώς τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. πέφτουν και σε χέρια... ατάλαντων, οι οποίοι μπερδεύουν τα πράγματα. Το θεατρικό τοπίο γενικά είναι θολό. Και παράλληλα ζει και το κοινό την οικονομική του θολούρα. Αν και, προσωπικά, πιστεύω ότι μάθαμε να ζούμε με περιττά. Αν καταφέρουμε να απαρνηθούμε αυτά που στην ουσία δε χρειαζόμαστε, δεν υπάρχει τόσο έντονα κρίση. Αντιμετωπίζεται. Λέμε ότι ο Έλληνας έχασε το βιοτικό του επίπεδο. Ο Έλληνας δε θεωρούσε ποιότητα ζωής να δει ένα ωραίο έργο, να πάει θέατρο, να διαβάσει ένα βιβλίο, να πάει βόλτα, να συναντήσει τους φίλους του, να κουβεντιάσει. Θεωρεί να έχει τζιπ, ακριβό αυτοκίνητο, να έχει μεγάλο σπίτι. Αυτά όμως είναι σαχλαμάρες.

Η τέχνη θα μπορούσε να μας σώσει;

Όχι, δεν πιστεύω ότι μπορεί η τέχνη να σώσει οτιδήποτε. Ίσως βρούμε άκρη όταν τα πολλά παθήματα μας γίνουν μαθήματα.