Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 20

Στήλη: Ιστορίες Δουβλίνου - Ο Μαύρος Βράχος

Για την Eάbha και τον Daire


Ξύπνησα αλαφιασμένη. Κοίταξα το ρολόϊ. 2:15 τα ξημερώματα. Όπως και κάθε βράδυ. Κάθε νύχτα το ίδιο όνειρο. Ο Τζέιμς ξαπλωμένος μέσα στο φέρετρο, ήρεμος, γαλήνιος, όμορφος. Ξαφνικά, ανοίγει διάπλατα τα μάτια του, με κοιτάζει τρομαγμένος και με μια κίνηση με τραβάει απότομα μαζί του μέσα στο φέρετρο. Κάθε βράδυ ανοίγω τα μάτια μου στο ίδιο σημείο. Φοβάμαι να δω τη συνέχεια. Δε θέλω να πεθάνω.

Μεγαλώσαμε στα νότια προάστια του Δουβλίνου, κοντά στη θάλασσα, στο Μπλακροκ. Οι γονείς μας ήταν από τη βόρεια Ιρλανδία, από το Γουόρεν Πόιντ, ένα μέρος μία ώρα μακριά απ' το Μπελφαστ. Κάθε Σαββατοκύριακο πηγαίναμε στο Γουόρεν Πόιντ. Είχαμε ένα σπίτι εκεί με θέα τη θάλασσα, που το ονομάζαμε 'Το Πράσινο Σπίτι', λόγω του εξωτερικού του χρώματος.

Μας άρεσε εκεί. Όταν μεγαλώσαμε αρκετά, δεν πηγαίναμε πλέον κάθε Σαββατοκύριακο, παρ' όλο που οι γονείς μας συνέχιζαν να το κάνουν. Ήταν μια ευκαιρία γι' αυτούς να φεύγουν μακριά απ' το Δουβλίνο και τη φασαρία του, όπως έλεγαν. Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν τους άρεσε το Δουβλίνο. Εμείς το λατρεύαμε. Στα πρώτα χρόνια στο κολλέγιο, όταν οι γονείς μας έλειπαν και το σπίτι μας στο Μπλακροκ ήταν στη διάθεσή μας, οργανώναμε εκείνα τα μεγαλειώδη, αξέχαστα πάρτυ που δεν τελείωναν μέχρι να ξημερώσει για τα καλά. Πολλές φορές, οργανώναμε και δύο πάρτυ στη σειρά και τις Δευτέρες το πρωί πηγαίναμε κατευθείαν στα μαθήματα, χωρίς να έχουμε κλείσει ούτε μία ώρα ύπνου. Αντέχαμε όμως. Ήμασταν νέοι. Με τα χρόνια λιγόστεψαν και τα πάρτυ και η συχνότητά τους και οι φίλοι.

Άλλες φορές πάλι, αφού είχαμε οργώσει τις μισές τις παμπ της πόλης με τα λάϊβ να διαδέχονται το ένα το άλλο, καταλήγαμε στη θάλασσα στο Μπλακροκ, εκεί δίπλα στον σταθμό του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου, όπου δεν υπήρχε ψυχή και μόνο η νύχτα απλωνόταν γύρω μας και πέφταμε με τα ρούχα στη θάλασσα, χωρίς να μας νοιάζει το κρύο ή η βροχή.Γελούσαμε. Ένα γέλιο που έβγαινε κατευθείαν μέσα απ' την καρδιά μας και τώρα που κοιτάζω πίσω, αναρωτιέμαι αν έχω ξαναγελάσει από τότε μ' αυτόν τον τρόπο. Δεν θυμάμαι καν την τελευταία φορά που γέλασα έτσι κι αλλιώς. Πάει πολύς καιρός από τότε.

Ο Τζέιμς πάντα φοβόταν περισσότερο απ' όλους να βουτήξει στη θάλασσα. Είχε όλα τα χρόνια αυτόν τον παιδικό φόβο πως κάτι υπήρχε εκεί, βαθιά στο βυθό που δεν μπορούσε να δει, αλλά εκείνο μπορούσε και πως θα τον τραβούσε μέσα και δε θα μπορούσε να ξαναβγεί στην επιφάνεια. Οι άλλοι τον κορόίδευαν που δεν κολυμπούσε μαζί μας και καθόταν απλώς και μας κοίταζε. Εγώ προσπαθούσα να του μιλήσω, να τον βοηθήσω, γιατί ήξερα πως κατά βάθος ήθελε να είναι μέσα μαζί μας. Προσπαθούσα να κατευνάσω τους φόβους του και του έλεγα πως θα του κρατάω το χέρι και πως δε θα τον αφήσω. Μια- δυο φορές κατάφερα να τον πείσω και τότε ερχόταν. Αλλά δεν το απολάμβανε όσο εμείς. Οι φίλοι μας τον κορόϊδευαν ακόμη περισσότερο όταν έβλεπαν πως έμπαινε στη θάλασσα, μόνο όταν εγώ ήμουν εκεί και του κρατούσα το χέρι. Ποτέ δεν κατάλαβαν την σχέση που είχαμε.

Ήταν περισσότερο γονεϊκή. Απ' όταν ήμασταν μικροί, λειτουργούσα πάντα ως δεύτερη μαμά του, κάτι που έδειχνε να μην ενοχλεί κανέναν απ' τους δυο μας. Μου άρεσε να τον φροντίζω, να τον βοηθάω, να του εξηγώ. Ο Τζέιμς χρειαζόταν αρκετή καθοδήγηση και προσοχή. Όχι ότι ήταν ανυπάκουος, αλλά φορές απερίσκεπτος και ενθουσιώδης. Είχα πάντα την έγνοιά του. Όταν μικρή με ρωτούσαν τι ήθελα να γίνω όταν μεγαλώσω, απαντούσα 'μαμά' κι αυτό γιατί απολάμβανα αυτόν τον ρόλο με τον μικρό μου αδερφό, περισσότερο από κάθε τι άλλο. Οι γονείς μας μου είχαν εμπιστοσύνη, σ' εκείνον όχι τόση. Ήξεραν πως όταν θα ήταν μαζί μου, θα ήταν ασφαλής. Ίσως μόνο τότε.

Θυμάμαι τ' αστεία του. Πάντα μ' έκανε και γελούσα περισσότερο απ' όλους. Όποτε ήμουν στενοχωρημένη, ήταν πάντα δίπλα μου. Άλλαζε το θέμα, έκανε παντομίμα, μπορούσε να μιμηθεί φωνές διάσημων, αλλά και φίλων μας και μ' έκανε και ξεχνούσα τη θλίψη μου, έστω και για λίγο. Μ' έπαιρνε αγκαλιά και ήξερα ότι ευχόταν να με δει καλύτερα. Δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα καλός στο να δίνει συμβουλές, αλλά είχε έναν δικό του τρόπο να δείχνει ότι νοιάζεται. Και για μένα ήταν αρκετό. Τον αγαπούσα. Και το ήξερε.

Στο δημοτικό, εγώ ήμουν η πρώτη που γυρνούσα σπίτι. Εκείνος ερχόταν δύο ώρες μετά από μένα και ήξερε ότι τον περίμενα για να τον σφίξω στην αγκαλιά μου και μετά να καθίσουμε να φάμε μαζί. Το αγαπημένο φαγητό και των δυο μας ήταν μακαρόνια με σάλτσα πέστο. Με τα χρόνια, εκείνου σταμάτησε να του αρέσει τόσο, εμένα ποτέ.

Ο Τζέιμς δεν ήταν ποτέ καλός μαθητής. Ποτέ δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί και ν' ακούσει, το μυαλό του βρισκόταν μονίμως αλλού. Συλλάμβανε μόνο τις πληροφορίες που τον ενδιέφεραν και αφιέρωνε τον ελάχιστο χρόνο στο να διαβάσει και να κάνει τις εργασίες του. Είχε ομηρικούς καβγάδες με τον πατέρα μας σ' αυτό το θέμα, τόσο που πολλές φορές αναγκαζόμουν να φεύγω απ' το σπίτι και να πηγαίνω να μελετάω στην βιβλιοθήκη του κολλεγίου που είχε ησυχία. Η μητέρα μας δεν μπορούσε να τον τσακωθεί. Ήταν πάντα υπομονετική και γλυκιά μαζί του, ακόμα κι όταν εκείνος της φώναζε ή δεν την έπαιρνε τηλέφωνο να την ενημερώσει πως θα κοιμηθεί σε φίλους του κάποια βράδια. Την στενοχωρούσε, όμως πάντα τον συγχωρούσε. Ήξερα πως ανησυχούσε πολύ για εκείνον.

Δεν ήθελε να σπουδάσει. Δεν ήθελε να κλείνεται στο σπίτι και να διαβάζει, όπως έλεγε, προτιμούσε να βρίσκεται έξω, να αισθάνεται το σφυγμό της πόλης ή κοντά στη φύση, σε κάμπινγκ, σε βουνά, σε πεζοπορίες. Για τους γονείς μας ήταν αδιανόητο να μην σπουδάσει. Έτσι, ύστερα από πολλή πίεση και για να τους κάνει το χατίρι, έκανε αίτηση και τον δέχτηκαν στο Dublin City University στην Πληροφορική.

Τα παράτησε ύστερα από δύο χρόνια. Ένα πρωί, έφτιαξε τη βαλίτσα του κι έφυγε. Ήθελε να γυρίσει τον κόσμο για ένα χρόνο. Ήταν πολύ αποφασισμένος. Φοβήθηκα πως δε θα τον ξανάβλεπα ποτέ. Οι γονείς μας πίστευαν πως θα γυρνούσε πίσω σε λιγότερο από δύο μήνες.Μ' έπαιρνε κάθε μέρα τηλέφωνο για να μου λέει πού βρίσκεται και τι κάνει ή μου έστελνε καρτ-ποστάλ απ' τα μέρη που επισκεπτόταν. Με δυσκολία τα έβγαζε πέρα οικονομικά, όμως ποτέ δεν ζήτησε χρήματα. Έβρισκε δουλειές του ποδαριού για να μπορεί να καλύπτει έστω το φαγητό του και τη διαμονή του. Φοβόμουν πολύ γι' αυτόν. Του έλεγα να γυρίσει πίσω, όμως εκείνος επέμενε πως δεν ήταν ακόμα η ώρα. Έπρεπε να καθησυχάζω τους γονείς μας καθημερινά πως ήταν καλά και πως ήξερε τι έκανε. Ποτέ δεν τον κατάλαβαν. Τον κατηγορούσαν πάντα πως δεν ήξερε τι έκανε και ίσως ήθελε τώρα για πρώτη φορά να δείξει στον εαυτό του και σ' εκείνους πως μπορούσε ν' αναλάβει την ευθύνη των πράξεων του.

Τελικά, γύρισε πίσω ύστερα από οκτώ μήνες, έχοντας μαζί του την Νατάλια, μια κοπέλα από την Ισπανία. Την είχε γνωρίσει τους τελευταίους τρεις μήνες κι αποφάσισε να την πάρει μαζί του πίσω στην Ιρλανδία. Εκείνη τον ακολούθησε, μιας και πίστευε πως θα είχε μεγαλύτερη τύχη στο να βρει μια δουλειά εκεί. Μου είπε πως ήταν ερωτευμένος μαζί της και πως ήθελε να μείνει κοντά της για πάντα. Εγώ άρχισα να γελάω, νόμιζα πως αστειευόταν. Εκείνος όμως, μιλούσε σοβαρά. Οι γονείς μας δεν την ενέκριναν. Εκείνος όμως, επέμενε πως μόνο αυτή ήθελε.

Βρήκαν ένα σπίτι κι έμειναν μαζί. Ύστερα από δύο μήνες, κατάφεραν να βρουν και οι δύο δουλειά. Εκείνη σε μια μεταφραστική υπηρεσία κι εκείνος σε μια εταιρεία παραγωγής καφέ. Έμοιαζαν καλαά κι ευτυχισμένοι. Τους επισκεπτόμουν σχεδόν κάθε μέρα. Χαιρόμουν πολύ για τον Τζέιμς. Πιστεύω πως εκείνη η περίοδος υπήρξε η πιο δημιουργική και η πιο ευτυχισμένη της ζωής του.

Τα πάντα αναποδογύρισαν όταν εκείνη τον άφησε ύστερα από δύο χρόνια, γιατί αποφάσισε να γυρίσει πίσω στην πατρίδα της. Το κρύο και η βροχή της Ιρλανδίας, την κούρασαν, είπε. Παράλληλα, οι ώρες δουλειάς του στην εταιρεία μειώθηκαν, με αποτέλεσμα να μειωθεί και ο μισθός του. Ήταν καταβεβλημένος. Με κρύα καρδιά ξαναγύρισε στο πατρικό μας, γιατί δεν μπορούσε να τα βγάζει πέρα οικονομικά μόνος του. Και τότε, είδα πόσο πολύ είχε αλλάξει. Για πρώτη φορά, στα 23 χρόνια που τον γνώριζα, τον είδα τόσο θλιμμένο. Τώρα, ήταν η σειρά μου να τον κάνω να γελάσει και να ξεχάσει τη θλίψη του. Του μιλούσα και του έδινα κουράγιο. Του έλεγα πως εγώ θα είμαι πάντα δίπλα του και δε θα είναι ποτέ μόνος του όσο έχει εμένα. Κάποιες στιγμές ξεχνιόταν κι έβλεπα τον παλιό Τζέιμς να κάνει αστεία και να γελάει δυνατά. Τις πιο πολλές φορές, όμως κλεινόταν στο δωμάτιό του με τις ώρες και ξεχνούσε να βγει. Έβλεπε παλιές ταινίες μόνος του και νομίζω πως έκλαιγε. Κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί, του χτυπούσα την πόρτα για να δω αν είναι καλά και πήγαινα κοντά του να τον αγκαλιάσω. Τον έσφιγγα, τον φιλούσα και του έλεγα πως όλα θα πάνε καλά. Με κοιτούσε στα μάτια και ήξερα πως ήθελε να με πιστέψει. Κάποιες φορές, τον έπιανα να κοιτάζει φωτογραφίες με την Νατάλια και μου έλεγε πως το σώμα του πονούσε χωρίς εκείνη δίπλα του. Τον καταλάβαινα, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο, από το να είμαι δίπλα του.

Τα χρόνια πέρασαν και τώρα πια ο Τζέιμς κι εγώ μέναμε μαζί σ' ένα πολύ όμορφο σπίτι, επίσης κοντά στην θάλασσα, στην περιοχή Σάντυμουντ. Ήταν μια από τις πιο ήσυχες, καθαρές και όμορφες περιοχές του Δουβλίνου, πολύ κοντά στο Μπλακροκ. Τώρα δούλευε μαζί μου στην Φαρμακευτική Εταιρεία που ήμουν κι εγώ, είχε κάνει πολλούς καινούριους φίλους, αλλά εξακολουθούσε να είναι μόνος του, χωρίς κάποια κοπέλα δίπλα του. Προτιμούσε να είναι έτσι. Δεν ήθελε να ξαναπληγωθεί, όπως μου έλεγε συνέχεια.

Εκείνη την ημέρα, 1η Αυγούστου του 2010, φάγαμε πρωινό μαζί και συζητούσαμε για το τι θα κάνουμε το Σαββατοκύριακο. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα και ο Τζέιμς είχε αποφασίσει να γυρίσει όλα τα πάρκα κα τους κήπους της πόλης.
'Θα γυρίσω αργά το βράδυ', μου φώναξε καθώς έβγαινε απ' το σπίτι.

Για κάποιο απροσδιόριστο λόγο, έτρεξα να τον αγκαλιάσω. Ένιωσα κάτι σαν ανεπαίσθητο σφίξιμο στο στομάχι μου, αλλά δεν έδωσα σημασία. 'Να προσέχεις', του είπα μόνο και τον φίλησα στο μέτωπο. 'Ναι, μαμά', μου απάντησε κι έφυγε χαμογελώντας. Βάλθηκα να σιγυρίζω όλο το σπίτι, γιατί την επόμενη μέρα θα καλούσαμε τους φίλους μας για φαγητό και ταινία.
Δεν βγήκα από το σπίτι όλη την ημέρα. Δεν πέρασα την ημέρα μου μαζί του, όπως συνήθιζα. Αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της ημέρας, ένιωθα μια ανεξήγητη ανησυχία, που δεν ήξερα από πού προερχόταν. Τότε σκέφτηκα τον Τζέιμς. Ανησηχούσα για το αν θα ήταν καλά. Σκέφτηκα να τον πάρω τηλέφωνο να τον ρωτήσω, αλλά είχε μεγαλώσει αρκετά για να συνεχίζω να του φέρομαι ως παιδί. Αποφάσισα να φάω κάτι και να πέσω για ύπνο, η ώρα ήταν περασμένες δώδεκα.

Στις 3:30 τα ξημερώματα χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η Αστυνομία, που μ' ενημέρωσε πως είχε συμβεί ένα ατύχημα στον Τζέιμς Κόλλινς και πως έπρεπε να πάω στο νοσοκομείο Τζέιμς στο Ριάλτο, γιατί τον είχαν εκεί. Χωρίς να έχω συνειδητοποιήσει τι ακριβώς είχε συμβεί, πετάχτηκα έξω απ' το σπίτι και μπήκα σ' ένα ταξί. Σε όλη τη διαδρομή, σκεφτόμουν πως το νοσοκομείο έχει το ίδιο όνομα με τον αδερφό μου. Όταν έφτασα, οι τρεις φίλοι του που ήταν μαζί του εκείνο το βράδυ, ήταν εκεί και με περίμεναν. Ήταν σωριασμένοι στις καρέκλες και στο πάτωμα κι έκλαιγαν. Μόλις με είδαν, πετάχτηκαν και οι τρεις πάνω. Τους ρώτησα τι έγινε. Μου είπαν πως ο Τζέιμς είχε πιει πολύ και πως είχε τη φαεινή ιδέα να πάνε στη θάλασσα κοντά στο σπίτι μας στο Μπλακροκ και να κολυμπήσουν. Τους είχε πει πως ήθελε να νικήσει τους παρελθοντικούς του φόβους. Πως δεν ήθελα να φοβάται άλλο τη θάλασσα.

Οι άλλοι συμφώνησαν και μόλις έφτασαν εκεί, ο Τζέιμς όρμησε σαν τρελός έξω απ' το αυτοκίνητο γελώντας. Προχώρησε αρκετά παρά πέρα απ' το σημείο που συνηθίζαμε εμείς να βουτάμε, ανέβηκε στα μικρά βράχια που υπήρχαν εκεί, στάθηκε λίγο βγάζοντας έναν λόγο που κανείς δεν άκουσε, γιατί βρισκόταν μακριά τους και οι υπόλοιποι δεν τον είχαν φτάσει ακόμα κι έκανε βουτιά πέφτοντας με ορμή στα νερά που άλλοτε τον τρόμαζαν. Το μόνο πράγμα που δεν ήξερε είναι πως σ' εκείνο το σημείο που πήγε, ακριβώς κάτω από κείνα τα μικρά βράχια, υπήρχε ένας πολύ μεγαλύτερος βράχος, τόσο σκούρος, που τη νύχτα δεν μπορούσες να τον διακρίνεις. Λες και η νύχτα του είχε δανείσει το χρώμα της.

Ο Τζέιμς έπεσε πάνω ακριβώς σ' εκείνον τον βράχο. Η θάλασσα που κάποτε του προκαλούσε φόβο, τώρα τον καλούσε στο βυθό της. Τότε έμαθα γιατί η περιοχή ονομαζόταν Μπλακροκ (Blackrock). Πήρε τ' όνομά της εξ' αιτίας εκείνου του μεγάλου, μαύρου βράχου που υπήρχε μέσα στα αχανή νερά και που τη νύχτα εξαφανιζόταν, γινόταν ένα με κείνη. Την ημέρα μπορούσες να τον διακρίνεις, τη νύχτα όμως όχι. Εμείς δεν γνωρίζαμε καν την ύπαρξή του, μιας και ποτέ δεν πήγαμε πιο πέρα απ' το σημείο που κολυμπούσαμε εκείνες τις λίγες φορές τα καλοκαίρια.

Ανίκανη να πιστέψω όσα μου έλεγαν ούρλιαξα να τον δω. Τον είχαν πάνω σ' ένα κρεβάτι στο διάδρομο κοντά στον τοίχο καλυμμένο μ' ένα σεντόνι. Πέθανε από εσωτερικό αιμάτωμα, λίγη ώρα μετά που τον έφεραν στο νοσοκομείο. Όταν είδα το παγωμένο, ματωμένο πρόσωπό του με τα μάτια του τραυματισμένα και κλειστά και το στραγγισμένο χρώμα απ' τα άλλοτε κόκκινα μάγουλά του, λιποθύμησα. Οι φίλοι του με κουβάλησαν μέχρι το πατρικό μας, όπου για μήνες το μόνο που ακουγόταν εκεί μέσα ήταν κλάματα, ουρλιαχτά, κατάρες και λυγμοί. Ξαφνικά, το σπίτι μας έγινε εκείνος ο μαύρος βράχος που μας σκέπασε και τα μαύρα νερά της θάλασσας ήρθαν και μας κάλυψαν για πάντα.

Για μέρες δεν έτρωγα και δεν κοιμόμουν. Δεν πήγαινα στη δουλειά, δεν μιλούσα σε κανέναν, ούτε έκλαιγα. Δεν μπορούσα. Η μητέρα μου ξυπνούσε μέσα στη νύχτα και ούρλιαζε, ένα ουρλιαχτό τόσο δυνατό και διαπεραστικό που μας έπαιρνε ώρες να καταφέρουμε να την ηρεμήσουμε εγώ κι ο πατέρας μου. Εκείνος έχασε 15 κιλά μέσα σε μια βδομάδα και κάθε μέρα που τον έβλεπα, μου φαινόταν όλο και πιο γέρος. Σπάνια πια μιλούσαν ο ένας στον άλλον. Είχαμε αφήσει το δωμάτιό του ανέγγιχτο, όπως ήταν τότε που έμενε εκεί και κανείς δεν έμπαινε εκεί μέσα, εκτός από μένα. Ξάπλωνα πάνω στο κρεβάτι του και κοιτούσα για ώρες το κενό μπροστά μου, χωρίς να μπορώ να νιώσω το παραμικρό. Άλλοτε, κοιτούσα τις φωτογραφίες του ή ξεδίπλωνα τα ρούχα του για να τα μυρίσω και μετά τα δίπλωνα πάλι και τα έβαζα στην θέση τους.

Το σπίτι μας στο Σάντυμουντ το είχα ξενοικιάσει και είχα μεταφέρει όλα μας τα πράγματα στο πατρικό. Μια μέρα που προσπαθούσα να τακτοποιήσω τα πράγματά του στο δωμάτιό του, ένιωσα κάτι σαν σουβλιά να μου τρυπάει το κορμί. Ξάπλωσα στο πάτωμα, ανίκανη να κουνηθώ. Άρχισε τότε ένας πόνος να με τρυπάει και να διαπερνάει κάθε ίνα του σώματός μου, τόσο που διπλώθηκα στα δύο κι άρχισα να κλαίω. Έκλαψα τόσο πολύ που νόμιζα πως θα πέθαινα. Με πήρε ο ύπνος απ' την εξάντληση και ξύπνησα την επόμενη μέρα το πρωί. Από τότε κλαίω κάθε μέρα μέχρι που με παίρνει ο ύπνος. Ξυπνάω όμως πάντα την ίδια ώρα τα ξημερώματα μετά από ένα τρομακτικό όνειρο που επαναλαμβάνεται συνέχεια. Αυτό δεν μπορώ να το νικήσω.

Μετά από λίγο καιρό, αποφάσισα να φύγω για πάντα απ' το Μπλακροκ. Εκείνο το μέρος που τόσο είχα λατρέψει και που τόσες αναμνήσεις με συνέδεαν μ' αυτό, τώρα είχε γίνει ο εφιάλτης μου. Μετακόμισα στην πόλη Γουέξφορντ, κοντά στο Άμπερ Σπρινγκς, το μέρος εκείνο όπου εγώ, ο Τζέιμς και οι γονείς μας, είχαμε περάσει τις ομορφότερες διακοπές της ζωής μας, όταν εγώ ήμουν 10 χρονών και ο Τζέιμς 7. Το μέρος με ηρεμεί. Κατάφερα κι άνοιξα το δικό μου φαρμακείο και ζω μόνη μου. Στην θάλασσα δεν πατάω ποτέ.

Το χαμόγελό του με στοιχειώνει ακόμα. Τον βλέπω παντού. Κάθε βράδυ ξυπνάω την ώρα του θανάτου του- 2:15 τα ξημερώματα- και κλαίω για ώρες. Οι εφιάλτες συνεχίζονται. Ακόμη κατηγορώ τον εαυτό μου που δεν ήμουν μαζί του εκείνο το βράδυ και που δεν τήρησα την υπόσχεση που είχα δώσει στον εαυτό μου να τον κρατάω πάντα ασφαλή. Κατηγορώ κι εκείνον που αποφάσισε να πάει στη θάλασσα, χωρίς εμένα να του κρατάω το χέρι όπως πάντα. Τον αγάπησα περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο κι ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού μου πέθανε μαζί του. Το υπόλοιπο που έμεινε ζωντανό είναι αυτό που τον θυμάται και τον σκέφτεται και που εύχεται να καταφέρω κάποτε να συγχωρέσω τον εαυτό μου κι εκείνον.

Μέσα στην καρδιά μου πάντως, θα είναι πάντα ασφαλής.

Κατερίνα Καντσού


Η στήλη Ιστορίες Δουβλίνου γράφεται από το τεύχος 19 του Vakxikon.gr.