Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 20

H αποφυγή - Αποστόλης Ηλιόπουλος & Αλέξιος Μάινας

Σκέρτσο στο θέμα της ευτοπίας.


Δεν είναι δεδομένο πως οι τροχιές δύο ανθρώπων, που αν ζούσαν σε ένα δωμάτιο θα ήταν γραμμένο να αγαπηθούν, θα συναντηθούν καθώς σχεδιάζουν άυλα την πόλη.
Ο Έντμοντ είχε κάποτε ξεκινήσει να γράφει μια πραγματεία για την αποφυγή του ελκόμενου από τον έλκοντα, λόγω του φόβου της αναίρεσης των αντιθέσεων από την απειλή της αγάπης. Η εντροπία της πόλης ήταν η κύρια ψυχική δύναμη, σύμφωνα με τις σκέψεις του, που επέφερε τη φυγόκεντρη διόγκωση των προαστίων θέλοντας να κρατήσει σε απόσταση ανθρώπους που διασταυρώνονται καθημερινά στο κέντρο χωρίς να υποπτεύονται πως συνυπάρχουν. Οι άνθρωποι κατά τον Έντμοντ μπορούν να χαμογελάσουν μόνο έξω απ’ την πόλη.
Είχε μόλις υπαγορεύσει την τελευταία φράση της πραγματείας του και ευχαριστημένος φορούσε το ανοιξιάτικο πανωφόρι του. Θα έκανε τον τελευταίο περίπατο στο μέρος όπου είχε ζήσει και θα έφευγε μακριά, σε αυτό που αντιλαμβανόταν με μια υπόσχεση: τη λέξη εξοχή. Θα ζούσε μόνος, γιατί προτιμούσε τη χειροπιαστή μοναξιά της βουβής φύσης που ήταν και η φύση του, από την αόρατη ενορχήστρωση της συλλογικότητας. Θα τον ευχαριστιόταν τον τελευταίο του περίπατο σαν παγούρι με καφέ, και τίποτα δε θα σταματούσε την απόφαση των βημάτων του.
Η Αλίσια ήταν η περίπτωση που ζει μόνη της από τότε που οι γονείς της φεύγουν και την αφήνουν. Στο σχολείο η καθηγήτρια την είχε επιπλήξει όταν έγραψε πως η ουσία της ομορφιάς τού να είσαι άνθρωπος είναι το να μπορείς να αυθαιρετείς με τη φαντασία σου.  «Η πόλη δεν είναι σκόπιμο να έχει φαντασία», Αλίσια, «είναι επικίνδυνη για τη διατήρηση του συστήματος ευνομίας που θεμελιώνει την αστική ευδαιμονία.»
Η Αλίσια μεγάλωσε και ζούσε περισσότερο στη φαντασία της παρά στη ζωή της. Στον κόσμο που είχε φτιάξει βέβαια είχε παρέα. Πού και πού συναντούσε τους γονείς της κι άπλωνε τα χέρια της τόσο πολύ ώστε να χωρά η αγκαλιά της αυτό το αόρατο που θα ’θελε να μπορεί να τους δείξει.

Το απόγευμα είχε έρθει, ο ήλιος έγερνε και χασομερούσε την ώρα που ο Έντμοντ περπατούσε αποφασισμένος. Έντμοντ και Αλίσια βρέθηκαν κι οι δυο να περπατούν και να έλκονται για τελευταία φορά μέσα από τα στενά της πόλης στην οποία κανείς δεν συναντά κανέναν. Όλοι οι δρόμοι είχαν ονόματα εμπνευσμένα από βιβλικές παραστάσεις. Κάποτε, είχε πει ο μπαμπάς της Αλίσιας, υπήρχε ένα απόμερο στενό με μεγάλες μηλιές, αλλά με τον καιρό σβήστηκε από τον πολεοδομικό χάρτη, κανείς δεν ξέρει για ποιους λόγους συλλογικής ισότητας.
Η Αλίσια περπατούσε ανέμελη, χωρίς να προσέχει τους ανθρώπους γύρω. Κοίταζε τον ουρανό πίσω απ’ τις στέγες, τα επιβλητικά σπίτια της οδού Καθαρτηρίου με τους κισσούς που τα καταπίνουν και τα παρτέρια στα περιμετρικά μπαλκόνια. Δεν την απασχολούσαν τα σκυθρωπά πρόσωπα που απαντούσε στο διάβα της ούτε τα διαπεραστικά βλέμματα των ενοίκων στα ξέφωτα του κισσού.
Ο Έντμοντ ένιωθε στο πρόσωπό του ένα γλυκό αεράκι κι απολάμβανε βαδίζοντας με σχεδόν κλειστά μάτια. Το μυαλό του ήταν τόσο γεμάτο από τη λέξη περιφορά, που δε χωρούσε την υπενθύμιση της κατεύθυνσης.
Έξω απ’ τον αριθμό δεκατρία της οδού Καθαρτηρίου συναντήθηκαν Έντμοντ και Αλίσια και χαμογέλασαν ο ένας στον άλλο σαν να ανταλλάσσουν παγούρια, μεταφέροντας έτσι για ένα κλάσμα, από τη μια όχθη του αδύνατου στην άλλη, λίγο υπόλοιπο παραδείσου.

Ο Αποστόλης Ηλιόπουλος ζει στην Αθήνα. Είναι σκηνοθέτης.

Ο Αλέξιος Μάινας ζει στη Βόννη της Γερμανίας. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Το περιεχόμενο του υπόλοιπου (Εκδ. Γαβριηλίδης, 2011).