Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 20

Οι τελευταίες μέρες της άνοιξης - Αλέξανδρος Σάντο

ΠΡΟΣΩΠΑ:


Μάνος (πατέρας της Κατερίνας - στο χρόνο της εξομολόγησης: 47 ετών),
Φροσύνη (μητέρα της Κατερίνας - στο χρόνο της εξομολόγησης: 40 ετών),
Κατερίνα (στο χρόνο της εξομολόγησης: 15 ετών - στο παρόν: 40 ετών),
Πάνος (αδελφός της Κατερίνας - στο χρόνο της εξομολόγησης: 16 ετών),
Ορέστης (γιος της Κατερίνας - στο παρόν: 17 ετών),
Τάσος (αδελφός της Φροσύνης - στο χρόνο της εξομολόγησης: 48 ετών),
Γρηγόρης (νεαρός ζωγράφος)

ΣΚΗΝΗ   I


(Είναι νύχτα. Ο  ήχος της θάλασσας φθάνει διστακτικά ως τη βεράντα όπου συζητούν ο Ορέστης και η Κατερίνα.)

Κ.: Ξέρεις, υπάρχει κάτι που δεν στο είπα προηγουμένως γιατί δεν ήξερα πώς θα το πάρεις…
Ο.: (Μετά από μια μακρά παύση ) Λοιπόν;
Κ.: (Αναστενάζοντας ) Θυμάσαι πριν από λίγο που κολυμπούσαμε και μου έδειξες έναν άντρα που μας κοιτούσε ανυπόμονα από την προβλήτα;
Ο.: Ναι. Και;
Κ.: Ήταν ο θείος σου, ο Πάνος…
(Μακρά παύση)
Ο.: Μίλα ρε μαμά και μ’ έσκασες!
Κ.: Μου μίλησε για αυτό που έγινε το πρωί…
Ο.: (Χαμογελώντας ειρωνικά) Θα τον δασκάλεψε καλά η άλλη…
Κ.: (Χαμηλόφωνα) Μου είπε : πες στα γενιτσαράκια σου ότι τους μεγάλους πρέπει να τους σεβόμαστε… Και πες τους να μην τολμήσουν να ενοχλήσουν ξανά την οικογένειά μου…
Ο.: (Πηδώντας πάνω έξαλλος) Θα τον γαμήσω τον καριόλη! Θα τον σπάω στο ξύλο!
Κ.: (Έντρομη) Που πας;
Ο.: Να βάλω φωτιά στο σπίτι του! Να το κάψω το γουρούνι!
Κ.: (Με ραγισμένη φωνή) Ορέστη, κάτσε κάτω σε παρακαλώ!
(κλαίγοντας) Σε παρακαλώ, παιδί μου, δεν αντέχω άλλο σήμερα! (Παύση) Κουράστηκα Ορέστη… Κουράστηκα…
Ο.: (Πλησιάζοντάς την διστακτικά). Έλα μαμά μην κλαις… Μαμά μην κλαις… Μα πώς του επιτρέπεις να σου μιλά έτσι;!...
Το μαλάκα… Γενιτσαράκια…. Αλλά βέβαια, πάντα τον ζήλευε τον πατέρα μου αυτή η μύξα…
Κ.: Ορέστη, σε παρακαλώ!
Ο.: Τι με παρακαλείς, μωρέ; Αρκετά κάτσαμε στα αβγά μας!... Μα πόσο ηλίθιος είναι πια;! Δε βλέπει; Δε βλέπει ότι αυτή η κωλόγρια έχει κάνει τα πάντα για να σας χωρίσει;! Η κωλόγρια! Πώς τόλμησε να έρθει πάνω και να μιλήσει έτσι για εσένα μπροστά σε εμένα και τον αδερφό μου; Ούτε στιγμή δε μετανιώνω για αυτά που της είπα! Αλλά φταις και εσύ! Δε τη βλέπεις την οχιά;! Γιατί την έβαλες ξανά μες στην οικογένειά μας;
Κ.: Μάνα μου είναι Ορέστη…
Ο.: Μάνα σου;! Γιατί; Επειδή κρατεί τον τίτλο; Ποια μάνα σου; Αυτή που σου ρήμαξε όλη την περιουσία για να φουσκώσει τη χοντροκοιλιά του γιου της;! Που ήλθε εδώ και σε συκοφαντούσε στον άντρα σου και στα παιδιά σου; Τη μάγισσα! Ναι, μάγισσα είναι! «Αχ», λέει στον πατέρα μου, «σα γιο μου σε έχω». Γιος σου μωρή οχιά, ε; Ήταν γιος σου και όταν έλεγες σε εμένα και τον αδελφό μου, μωρά παιδιά ακόμα, να αγαπάμε περισσότερο τη μάνα μας, γιατί αυτή θα μας αφήσει περιουσία; Καριόλα!
Κ.: (Εξαντλημένη) Ορέστη…
Ο.: Ναι, ναι. Ξέρω, ξέρω! Να πας στο διάολο και εσύ, τέτοια ηλίθια που είσαι!
Κ.: Ίσως και να ‘χεις δίκιο αγόρι μου… Είναι πολλά, όμως, εκείνα που δεν ξέρεις…
Ο.: Τι είναι πάλι;! Πόσα ακόμα;!
Κ.: Έχεις δίκιο. Αρκετά έχω φορτώσει στους ώμους σου…
Ο.: Όχι…Όχι θα μιλήσεις! Έχω δικαίωμα να ξέρω!
Κ.: Αγόρι μου…
Ο.: Μίλα!

*

[Ο Ορέστης και η Κατερίνα παρακολουθούν την ιστορία να εκτυλίσσεται από ένα γωνιακό, σκοτεινό μέρος της σκηνής, παραμένοντας ανέκφραστοι ]

ΣΚΗΝΗ II


(1974. Ο Μάνος, η Φροσύνη, ο Πάνος και η Κατερίνα βρίσκονται καθισμένοι στη βεράντα γύρω από ένα τραπέζι, τρώγοντας καρπούζι. Δίπλα υπάρχουν μερικές γλάστρες με βασιλικό, θυμάρι και δυόσμο, ενώ η τέντα είναι ελαφρώς κατεβασμένη).

Μ.: (Σκουντώντας ελαφρά την Κατερίνα) Κοπέλα μου, φέρε μου, σε παρακαλώ, από μέσα λίγη φέτα και ένα κομμάτι ψωμί.
Κ.: Ναι, αμέσως.
Μ.: (Γυρίζοντας προς τον Πάνο με ειρωνική διάθεση) Τι μου ‘πε η μάνα σου ρε; Αποφάσισες τι θες να γίνεις σαν μεγαλώσεις;
(Ο Πάνος σκύβει το κεφάλι εκνευρισμένος και παραμένει σιωπηλός).
Μ.: Γιατί δε μιλάς ρε;
Φ.: Βρε Μάνο, άσ’ το ήσυχο το παιδί!
Μ.: (Ρίχνει ένα περιφρονητικό βλέμμα στη Φροσύνη και συνεχίζει να μιλά στον Πάνο) Μίλα ρε μαλακισμένο!     Γίνε άντρας επιτέλους! Πες μου « πατέρα, θέλω αυτό και εκείνο». Αντρίκια πράγματα. Σαν πολλές βόλτες κόβεις κάτω από τα φουστάνια της μάνας σου τώρα τελευταία…
Π.: (Άκεφα και χαμηλόφωνα) Ποιητής…
Μ.: Τι; Μίλα πιο δυνατά ρε! Τι είπαμε; Άντρας!
Π.: (Αυτή τη φορά φωνάζοντας) Ποιητής!
Μ.: (Αρχίζει να γελά δυνατά, ώσπου τον πιάνει κρίση βήχα. Η Φροσύνη επιχειρεί να τον βοηθήσει, αλλά εκείνος σηκώνει το χέρι για να την κάνει να κάτσει ξανά. Ύστερα από λίγο συνέρχεται). Ποιητής, ε; Τι λες ρε παιδί μου;!
Φ.: (Με καμάρι) Γράφει ποιήματα, Μάνο μου! Δείξ’ του Πάνο!
Μ.: Αλήθεια λέει η μάνα σου ρε;
(Ο Πάνος διστακτικά γνέφει καταφατικά)
Μ.: (Σκεφτικός ) Μμμ… Ωραία λοιπόν. Τράβα μέσα να φέρεις ένα για να μας το διαβάσεις. Και φώναξε και την αδελφή σου. Τι κάνει μια ώρα;!
(Ο Πάνος μπαίνει μες στο σπίτι τρέχοντας ενθουσιασμένος)
Φ.: Μάνο, σε παρακαλώ, παρ’ τον με το μαλακό…
Μ.: Καλά, καλά.
(Ο Πάνος επιστρέφει συνοδευόμενος από την αδελφή του)
Κ.: (Αφήνοντας τη φέτα στο τραπέζι) Συγγνώμη πατέρα, αλλά στο ψυγείο δεν υπήρχε φέτα και πετάχτηκα στη γωνία για να πάρω. Λοιπόν, τι έγινε;
Μ.: Ο αδελφός σου λέει ότι θα μας διαβάσει ποίημα.
(Προς τον Πάνο) Λοιπόν, άντε, τι περιμένεις; Διάβασε!
Π.: (Ο Πάνος σηκώνεται όρθιος και διαβάζει με στόμφο)
Ω, τα πουλιά, τι γλυκά που κελαηδούν!
Τι όμορφα που μυρίζει το χορτάρι!
Και τα αγόρια στην παραλία με τα ηλιοκαμένα μάγουλα
Και τα άγουρα κορμιά
Δείτε τα πως τιτιβίζουν πάνω στους ανθούς της νιότης τους!
Φ.: Μπράβο! Τι ποιητικότητα, τι βάθος! (Σηκώνεται και φιλά τον Πάνο στο μάγουλο) Μωρό μου, είσαι γεννημένος ποιητής!
Μ.: (Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης κοιτούσε επίμονα το έδαφος. Ακούγοντας, όμως, τη γυναίκα του να δαφνοστολίζει το γιο της, σηκώνεται εξοργισμένος, πετώντας κάτω την καρέκλα) Τι μαλακίες είναι αυτές ρε;! Δώσ’ το εδώ αυτό! (Βουτάει το ποίημα από τα χέρια του γιου του, κατεβάζει το παντελόνι και σκουπίζει τον κώλο του. Ύστερα το σκίζει και του το πετάει στα μούτρα). Τι είναι αυτά ρε;! Τι αγοράκια και τιτιβίσματα μου λες, παλιοαδερφάρα;! Γιος μου είσαι εσύ ρε μαλακιστήρι ;! (Ρίχνοντάς του μια γροθιά στο πρόσωπο) Φύγε από μπροστά μου !
(Ο Πάνος βάζει τα κλάματα και χώνεται μες στο σπίτι, ακολουθούμενος από τη μητέρα του)
Κ.: Τι είναι αυτά που κάνεις ρε πατέρα;! Πώς του μίλησες έτσι;!
Μ.: Βαλτή είσαι μωρέ; Δεν τον άκουσες;! Θέλει να γίνει και ποιητής το μαλακισμένο!
Κ.: Μα καλά, δεν καταλαβαίνεις; Σε θαυμάζει!
Μ.: (Σχεδόν ουρλιάζοντας) Ο γιος μου δε θα γίνει αδελφή! Το κατάλαβες! Μπες μέσα τώρα, μην φας καμιά σφαλιάρα!
(Η Κατερίνα κοιτάει τον πατέρα της με περιφρόνηση και μπαίνει μέσα. Ο Μάνος πέφτει εξουθενωμένος στην καρέκλα).

ΣΚΗΝΗ ΙII


(Η Κατερίνα ποζάρει στη βεράντα για το Γρηγόρη, έναν ζωγράφο, φίλο του πατέρα της, ο οποίος βρίσκεται επίσης εκεί)

Μ.: (Χαμογελώντας) Αχ, ίδια η γιαγιά σου. Τόσο όμορφη! Σαν γεννήθηκες, Ελένη ήθελα να σε βγάλουμε. Με πρήξανε, όμως! «Κατερίνα, Κατερίνα! Ντροπή είναι! Γεννήθηκε της Αγίας Αικατερίνης και να πάρει άλλο όνομα;». Ας είναι. Για μένα είσαι το Λενάκι μου.
Κ.: Αχ, βρε πατέρα. Είσαι τόσο καλός όταν θες…
Μ.: (Θυμωμένος) Μη μου τα θυμίζεις τώρα! Άντε και είχε ησυχάσει το κεφάλι μου!
Κ.: Να, βλέπεις; Σωστό θεριό!
(Εκείνη την ώρα ο Πάνος βγαίνει από το σπίτι και περνάει κάτω από τη βεράντα)
Μ.: Πους πας;
(Ο Πάνος δεν απαντά)
Μ.: (Αυτή τη φορά φωνάζοντας απειλητικά) Που πας λέω!
Π.: (Κάνει να συνεχίσει, το ξανασκέφτεται, όμως, και κοντοστέκεται χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει) Στη θεία Στάσα. Μου ζήτησε να τη βοηθήσω με κάτι έπιπλα…
Μ.: Καλά, κανένα αγόρι δε βρήκε;
(Ο Πάνος συνεχίζει νευριασμένος χωρίς να απαντήσει.)
Μ.: (Γυρίζοντας προς την Κατερίνα). Σε βλέπω! Έγνοια σου, και ‘γώ το καλό του θέλω! Να γίνει άντρας μωρέ! Δεκατριών χρονών ήμουν αντάρτης και πολεμούσα! Την αρχιτεκτονική ξέρεις πώς την έβγαλα; Φοιτητής το πρωί και το βράδυ στις γραμμές του Ε.Λ.Α.Σ. να πολεμώ για μια γαμημένη πατρίδα που ποτέ της δε μ’ αγάπησε! Τα νύχια των ποδιών μου ένα ένα τα βγάλανε! Έχει νιώσει τούτος ποτέ τόσο πόνο; Ε;
Κ.: Πατέρα, τι προσπαθείς να κάνεις; Να τον μεταμορφώσεις σε ένα δεύτερο καπετάν Μάνο; Δεν το βλέπεις το χλωμό του πρόσωπο, τα ασθενικά του πόδια; Άλλη είναι η φύση του. Και εσύ τι κάνεις; Μονίμως μαυρίζεις τις σκέψεις του με τη σκιά σου! Δε τα σκαμπάζει τα γράμματα. Και αυτά περί ποίησης; Μπαρούφες! Όλη μέρα κάθεται και ξεψαχνίζει τα βιβλία μου για να βρει φράσεις εξεζητημένες. Για σένα το κάνει! Γιατί σε θαυμάζει. Σα σκυλί πεινασμένο κάθεται μπροστά σου και ζητά ένα κομμάτι προσοχής!
Μ.: Φτάνει! Φτάνει, μ’ έσκασες! Αλίμονο, είσαι όντως ίδια η γιαγιά σου! Με το που ερχόταν ο κύρης μου στο σπίτι, του ‘βγαζε τα συκώτια με τα παράπονά της! (Κοιτάζοντας τον ουρανό) Ορίστε! Βράδιασε και ο άνθρωπος ακόμα να τελειώσει το πορτραίτο σου! Τον ζάλισες με την πάρλα σου!
(Φωνές ακούγονται μέσα από το σπίτι)
Μ.: (Αναστενάζοντας) Τι είναι πάλι;
(Η Φροσύνη βγαίνει στη βεράντα μαζί με τον Τάσο)
Φ.: Μιχάλη, ήλθε ο Τάσος!
Τ.: Τι γίνεσαι καπετάν Μάνο;
Μ.: Έλα ρε Τάσο! Τα βγάζω πέρα… Εσύ ;
Τ.: Καλά μωρέ, εδώ, παλεύω με τη ζωή μέσα από το ψιλικατζίδικο. (Βλέποντας την Κατερίνα) Κατερινιώ τι κάνεις; Στις ομορφιές σου είσαι…
Κ.: (Κοιτάζοντας το πάτωμα αμήχανα) Καλησπέρα, κύριε Τάσο…
Μ.: (Προς τον Τάσο) Α, μην της δίνεις σημασία. Είναι κουρασμένη. Όλη μέρα παιδεύεται για αυτό το πορτραίτο. (Γελώντας) Βλέπεις, και η αθανασία θέλει το τίμημά της! (Γυρνώντας προς την Κατερίνα) Πήγαινε στο δωμάτιό σου κοπέλα μου. Άντε να διαβάσεις. (Κοιτώντας συνωμοτικά τον Τάσο) Εγώ με τον Τάσο θα πάμε στο λιμάνι για κάτι δουλειές. (Προς το ζωγράφο) Φίλε μου, έλα αύριο πάλι γιατί είναι αργά. Φρόσω, αύριο πρωί να πας στη λαϊκή να πάρεις μελιτζάνες. Πεθύμησα ένα πιάτο μουσακά. Καληνύχτα.
(Στη βεράντα μένει μόνο η Κατερίνα, η οποία συνεχίζει να κοιτά το πάτωμα).

ΣΚΗΝΗ IV


(5 π.μ.. Στη βεράντα βγαίνει ο Μάνος, που μόλις γύρισε μεθυσμένος από το νυχτερινό σεργιάνι)

Μ.:
Τρία γράμματα μονό φωτίζουν την ελληνική μας τη γενιά
Και μας δείχνουν φωτεινό τον δρόμο για να φέρουμε την λευτεριά!

Γεια σου μωρή πατρίδα!

Είναι του αγώνα μας τα φώτα κι ο λαός…
(Η Φροσύνη  βγαίνει αλαφιασμένη στη βεράντα)
Μ.: …Τ’ ακολουθεί πιστά…
Φ.: (Ταραγμένη) Πάψε μωρέ καημένε! Πάψε σου λέω! Θα σηκώσεις τη γειτονιά στο πόδι!
Μ.: νέοι, γέροι όλοι μαζί φωνάζουν: ζήτω ζήτω ζήτω το ΕΑΜ !
(Η Φροσύνη τον τραβάει από τον αγκώνα για να σταματήσει. Ο Μιχάλης, μεθυσμένος, τη ρίχνει λιπόθυμη με μια γροθιά στο πρόσωπο) Σκάσε μωρή καριόλα. Ξέρω τι φίδι είσαι! Βρετανική φοράδα! Πόσοι εγγλέζικοι πούτσοι χώθηκαν στον κώλο σου μωρή; Μίλα! (Της ρίχνει μια κλωτσιά στην κοιλιά. Εκείνη μένει ακίνητη. Ο Μιχάλης πέφτει στα γόνατα και αρχίζει να κλαίει με λυγμούς.)
Μ.: (Ουρλιάζοντας) Άγγελε! Άγγελε!...Σε σκότωσε η καριόλα…!

ΣΚΗΝΗ V

(Πρωί. Η Φροσύνη κάθεται στη βεράντα και μπαλώνει τα ρούχα των παιδιών. Ο Πάνος, έχοντας μόλις ξυπνήσει, βγαίνει και αυτός στη βεράντα.)
Π.: (Με γλυκιά φωνή) Καλημέρα, μητέρα!
Φ.: Καλημέρα, αγόρι μου…
(Ο Πάνος πιάνει μια καρέκλα και κάθεται αντίκρυ της μάνας του, της οποίας παίρνει τα χέρια και τα βάζει μες στις χούφτες του. Κοιτάζοντας, όμως, το πρόσωπό της, βλέπει μια μελανιά κάτω από το μάτι.)
Π.: (Ταραγμένος και κοιτώντας επίμονα τη μελανιά) Μάνα, τι είναι αυτό;
(Η Φροσύνη παραμένει αμίλητη)
Π.: Μάνα!
(Δάκρυα αναβλύζουν από τα μάτια της Φροσύνης και ο Πάνος σηκώνεται εξοργισμένος πάνω και περπατά πέρα δώθε)
Π.: Θα τον σκοτώσω! Θα το σφάξω τον τράγο!
Φ.: (Με ήρεμη φωνή) Πάνο… Σε παρακαλώ… Ηρέμησε… Κάτσε κάτω…
(Ο Πάνος την πλησιάζει, σκύβει στο ύψος των ματιών της και της χαϊδεύει σπασμωδικά το πρόσωπο)
Π.: ( Με νευρικότητα) Μάνα… Μάνα… Τι σου ‘κανε, μάνα…;
(Η Φροσύνη τον αγκαλιάζει, ενώ εκείνος κλαίει με αναφιλητά)
Φ.: Ηρέμησε αγόρι μου… Μην κλαις… Μην κλαις, Πάνο… Θα πάρουμε την εκδίκησή μας… Θα δεις…
Π.: (Με τρεμάμενη φωνή) Άσε με να τον σκοτώσω, μάνα… Άσε με να τον σκοτώσω…
Φ.: (Με μια γρήγορη κίνηση τον βγάζει από την αγκαλιά της και τον κοιτάζει αυστηρά στα μάτια, κρατώντας τον σφικτά από τους ώμους.) Λογικεύσου, Πάνο! Λογικεύσου! Έτσι έχεις σκοπό να μας λυτρώσεις; Χώνοντάς τον στο χώμα και τον εαυτό σου στη φυλακή;! Όχι… Όχι, δεν είναι αυτή η λύση... Εδώ χρειάζεται πονηριά. Πονηριά, Πάνο!
(Ο Πάνος την κοιτά έντρομος και απορημένος)
Φ.: Πονηριά αγόρι μου. Ο πατέρας σου πάσχει από καρκίνο. Όλοι το ξέρουν. Τώρα τελευταία, όμως, έχει χειροτερέψει... Άρχισαν οι αιμοπτύσεις. Ο γιατρός του τού δίνει το πολύ ένα χρόνο ζωής. Όλοι θα σκεφτούν την κατάσταση της υγείας του αν…
Π.: (Τραυλίζοντας) Τι εννοείς μητέρα…;
Φ.: (Με γλυκιά φωνή) Ω, αθώα μου ψυχή!  Άσ’ το σε εμένα. Ξέρει η μητέρα σου… Ξέρει…
 

ΣΚΗΝΗ VI


(Η Κατερίνα κάθεται στη βεράντα και διαβάζει ένα βιβλίο. Σε λίγο ο Τάσος βγαίνει στη βεράντα)

Τ.: (Χαϊδεύοντας το κεφάλι της με το χέρι του) Γεια σου Κατερινιώ…
( Η Κατερίνα πετάγεται όρθια και τον κοιτάζει τρομαγμένη)
Τ.: (Βάζει τα γέλια και ύστερα μυρίζει το χέρι με το οποίο άγγιξε τα μαλλιά της) Μμμ… Γιασεμί… Έτσι, μυρίζεις ολόκληρη;
(Κάνει να την πιάσει, αλλά εκείνη του ξεφεύγει, γλιστρώντας πίσω από το τραπέζι στη μέση της βεράντας)
Τ.: Ξέρεις, εγώ και ο πατέρας σου συχνά πάμε για κυνήγι. Ελάφια. Εκείνος τα σκοτώνει κατευθείαν. «Για να μην βασανίζονται», λέει. Εμένα, όμως, μου αρέσει να τα αφήνω να ξεγλιστρούν… (Χαμογελώντας σαρδόνια) Έτσι, αποκτά περισσότερο ενδιαφέρον…
Κ.: (Η φωνή της πνίγεται από την αγωνία) Όχι ξανά! Όχι! Δε θα σε αφήσω!
(Ο Τάσος γελά δυνατά και κάνει άλλη μια προσπάθεια να την πιάσει. Εκείνη τη στιγμή, όμως, ακούγεται η εξώπορτα να κλείνει)
ΦΡΟΣΥΝΗ.: Κατερίνα, είσαι εδώ; Έλα παιδί μου να με βοηθήσεις με τα ψώνια!
Κ.: (Κοιτάζοντας με μανία τον Τάσο) Έρχομαι μαμά!
(Καθώς περνά από μπροστά του τον φτύνει στο πρόσωπο. Το γέλιο του τη συνοδεύει μέχρι την εξώπορτα.)

ΣΚΗΝΗ VII


(Μεσημέρι. Η Φροσύνη όρθια σερβίρει το φαγητό στην υπόλοιπη οικογένεια.)

Φ.: Δώσε μου το πιάτο σου, Κατερίνα.
Κ.: Μη μου βάλεις κεφτέδες, δεν πεινάω πολύ…
Μ.: Τι έχεις Κατερίνα;
Κ.: (Αγγίζει το χέρι του πατέρα της και του χαμογελά) Τίποτα, πατέρα. Απλώς είμαι λιγάκι κουρασμένη από το διάβασμα.
Μ.: (Ρίχνοντας μια ματιά στον Πάνο όλο νόημα) Δε σε φοβάμαι εσένα κοπέλα μου. Εσύ το δρόμο σου τον βρήκες. Τις προάλλες ο φίλος μου, ο Αλέξανδρος, μου ζήτησε την άδεια για να σε πάρει μαζί του στην περιοδεία του. Του άρεσες πολύ, λέει, στη σχολική παράσταση και θέλει να σε βάλει να παίξεις την Αντιγόνη. « Άκουσε να δεις Αλέξανδρε», του λέω, « την κόρη μου δεν πρόκειται να την κάνω θυσία για τις Μούσες. Αρκετό αίμα έχουν πιει. Συμπάθα με φίλε μου, ξέρεις πόσο σε αγαπώ. Η Κατερίνα, όμως, θα πάρει το γραφείο μου. Μου το ‘χει πει το κορίτσι : θέλει Αρχιτεκτονική !».
Κ.: Πατέρα, γιατί του το είπες αυτό; Θα ήθελα πολύ να πάω μαζί του!
Μ.: Τι έκανε λέει;! Την κόρη μου εγώ θεατρίνα δεν την κάνω! (Με πιο ήπιο τόνο αυτή τη φορά). Κοπέλα μου, είσαι άριστη στα μαθήματά σου! Οι καθηγητές σου μου λένε τα καλύτερα λόγια για σένα. Προχτές είχα πεταχτεί στο ψιλικατζίδικο στη γωνία για να αγοράσω τσιγάρα και συνάντησα τον Παπαδημόπουλο.
« Τι έγινε κυρ Μάνο», μου λέει, «πώς παν τα κέφια;». «Βρε άσε με εμένα», του λέω. «Πάει, τα ‘φαγα τα ψωμιά μου! Για την κόρη μου πες μου. Πώς τα πάει;». « Τι να σου πω κυρ Μάνο», μου λέει, « χρόνια έχω να δω τόσο επιμελή μαθήτρια! Έχει αποφασίσει το κορίτσι τι θέλει να κάνει; Να της πεις να στοχεύσει στις ανώτερες σχολές! Κρίμα είναι να πάει χαμένο τέτοιο μυαλό!». Ακούς; «Τέτοιο μυαλό»! Για αυτό σου λέω Κατερίνα. Εσύ να στοχεύεις στην Αρχιτεκτονική ! Ε, και αν συνεχίζει να σου αρέσει το θέατρο, πας και βλέπεις καμιά παράσταση! Άκουσέ με, κάτι ξέρω. Οι Τέχνες είναι χαμένη υπόθεση!
Κ.: Αυτό, λοιπόν, ζητάς από εμένα; Να εγκατασταθώ σε ένα γραφείο πίσω από στοίβες χαρτιών; Αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου για εσένα πατέρα;
Μ.: Τι είναι αυτές οι φιλοσοφίες που μου τσαμπουνάς; ( Με ειρωνική φωνή) Ο προορισμός του ανθρώπου! Θα μας μάθει το δεκαπεντάχρονο ποιος είναι ο προορισμός του ανθρώπου! Ε, λοιπόν, θα σου πω εγώ ποιος πρέπει να είναι ο προορισμός σου: να βγάλεις χρήματα για να ζεις σαν άνθρωπος. Να μπορείς να εξασφαλίσεις τα απαραίτητα στον εαυτό σου και στην οικογένειά σου! Να ποιος πρέπει να είναι ο προορισμός σου!
Κ.: Και τη ζωή πατέρα; Που θα τη χωρέσεις μέσα σε όλα αυτά τα πρέπει;
Μ.: Βγάλε χρήματα και μετά κάνε ό,τι θες, δε με απασχολεί! Πήγαινε να γίνεις θεατρίνα!
Κ.: Που πήγε το πάθος;
Μ.: Άκουσε να δεις κοπέλα μου! Επικίνδυνη λέξη το πάθος. Χείμαρρος είναι που πρέπει να ξέρεις σε ποιο κανάλι να τον διοχετεύσεις, αν θες κάποτε να φας από το χωράφι σου!
Κ.: Και είναι η Αρχιτεκτονική το σωστό κανάλι;
Μ.: Βεβαίως και είναι. Άκουσέ με και δε θα χάσεις!
Κ.: Πώς μπορείς να είσαι τόσο υποκριτής; Ρητορεύεις περί παθών και δεοντολογίας, όταν εσύ ο ίδιος επιστρέφεις πιωμένος από τα καπηλειά που γυρίζεις με το λεχρίτη το φίλο σου!
Φ.: (Με τσιριχτή φωνή) Πώς μιλάς έτσι για τον αδελφό μου!
Μ.: (Προς τη Φροσύνη) Σκάσε! (Σηκώνεται όρθιος και, αρπάζοντας την Κατερίνα από τα μαλλιά, τη σέρνει προς το δωμάτιό της.) Έτσι σε έμαθα εγώ, μωρή; Να αντιμιλάς στον πατέρα σου;
(Οι φωνές τους χάνονται μέσα στο σπίτι. Η Φροσύνη χαμογελάει, χαϊδεύοντας τα μαλλιά του γιου της)

ΣΚΗΝΗ VIII


(Είναι νύχτα. Η Κατερίνα και ο Μάνος κάθονται στη βεράντα και κοιτάνε τα αστέρια)

Κ.: Όμορφα δεν είναι, πατέρα;
Μ.: Ναι κόρη μου… Πολύ όμορφα.
(Μια κρίση βήχα αναγκάζει τον Μάνο να διπλωθεί στα δύο. Η Κατερίνα σπεύδει στο πλάι του για να τον βοηθήσει.)
Κ.: Είσαι καλά, πατέρα;
Μ.: Ναι, κοπέλα μου, μην ανησυχείς. ( Γνέφοντας προς τα πάνω) Έχουμε βρει τρόπο και συνεννοούμαστε…
Κ.: (Επιστρέφοντας στη θέση της.) Και τι λέτε, πατέρα;
Μ.: Την περισσότερη ώρα εκείνος μιλάει. Μου θυμίζει πως έφτασε η ώρα...
(Μακρά παύση)
Κ.: Φοβάσαι, πατέρα;
(Εκείνος δεν απαντά, συνεχίζοντας να κοιτά τα αστέρια.)
(Ύστερα από λίγο):
Μ.: Ξέρεις, σήμερα είχα πεταχτεί στο λιμάνι για κάτι δουλειές… Ένας εργάτης μου χρωστά χρήματα και πήγα να δω μήπως μπορούσε να μου τα δώσει, μπας και καταφέρω να πληρώσω τη δόση του δανείου που έχουμε πάρει. Περπατούσα συλλογιζόμενος το δάνειο και για αρκετή ώρα δεν έβλεπα που πήγαινα, παρά κουνούσα τα πόδια μου μηχανικά. Όταν σταμάτησα, με μεγάλη μου έκπληξη είδα μπροστά μου την ξύλινη πόρτα του Αϊ- Νικόλα. Στην εκκλησία δεν πάω, παρά μόνο τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση, όμως, το γεγονός ότι βρέθηκα εκεί και είπα να μπω μέσα. Η Λειτουργία είχε τελειώσει πριν από πολλή ώρα και η εκκλησία ήταν άδεια. Πήγα και κάθισα στα στασίδια και περίμενα. Τι περίμενα, ακόμη και τώρα δεν το ξέρω… Μετά από λίγο με πήρε ο ύπνος και είδα ένα πολύ περίεργο όνειρο… Είδα, λέει, ότι βρισκόμουν σε μια απέραντη έρημο. Ψυχή δεν υπήρχε. Βάλθηκα, λοιπόν, και εγώ να ψάχνω πολιτισμό. Θα πρέπει να περπατούσα πολλή ώρα γιατί ένιωθα έτοιμος να λιποθυμήσω από τη δίψα. Τότε έγινε κάτι πολύ περίεργο. Έβγαλα από την τσέπη μου μια πυξίδα της οποίας, όμως, το βέλος δεν έδειχνε το Βορρά, αλλά στριφογυρνούσε αδιάκοπα και εκεί που έλεγες ότι θα σταματήσει, να σου πάλι αυτό άρχιζε τον τρελό χορό του. Ύστερα από λίγο σταμάτησε στο Βορρά και, σηκώνοντας το κεφάλι από την πυξίδα, έμεινα άφωνος από αυτό που είδα! Μπροστά μου υπήρχε ένας τεράστιος κήπος! Τόση ώρα που περπατούσα δεν τον είχα δει. Βάλθηκα, λοιπόν, να τρέχω, χαρούμενος που είχα σωθεί. Φτάνοντας στην πύλη του κήπου συνάντησα ένα παιδί. Ήσουν εσύ. Βρισκόσουν μες στον κήπο και φορούσες μια ασημένια στέκα στα μαλλιά και ένα λευκό φορεματάκι με κόκκινα λουλούδια. Τι ωραία που ήταν τα λουλούδια αυτά! Έμοιαζαν με παπαρούνες. Χόρευες εσύ, χόρευαν τα λουλούδια και χαμογελούσες! Καθώς τα κοιτούσα, όμως, μου φάνηκε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ξαφνικά τα λουλούδια άρχισαν να στάζουν αίμα και πελώριες μαύρες γλώσσες ξεχύθηκαν μέσα από τους μίσχους τους και τύλιξαν το λαιμό σου! Προσπάθησα να σε σώσω μα η πόρτα δεν άνοιγε! Κοίταξα να δω μήπως μπορούσα να πηδήξω μέσα, μα τα κάγκελα ήταν πολύ ψηλά! Σε κοίταζα απεγνωσμένος να μπλαβίζεις όλο και πιο πολύ! Και ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι δεν τύλιγαν γλώσσες το λαιμό σου, αλλά δυο χέρια και ότι κάποιος ήταν από πίσω σου!
(Ο Μάνος σταματά απότομα και αρχίζει να κλαίει. Η Κατερίνα τον παίρνει στην αγκαλιά της και του χαϊδεύει τα μαλλιά).
Κ.: (Με ήρεμη και στοργική φωνή) Ησύχασε…Εφιάλτης ήταν… Τίποτα παραπάνω…

ΣΚΗΝΗ IX


(Νύχτα. Η Κατερίνα κάθεται σε μια σκοτεινή γωνιά της βεράντας και με τα χέρια τυλιγμένα γύρω από τα καλάμια των ποδιών της γέρνει μπρος πίσω νευρασθενικά. Σε αυτή την κατάσταση τη βρίσκει η μητέρα της).

Φ.: Κατερίνα; Κατερίνα, εσύ είσαι; Τι κάνεις εδώ έξω τέτοια ώρα παιδί μου; Θα πουντιάσεις! Έλα, σήκω να πάμε μέσα!
(Η Κατερίνα δεν απαντά, συνεχίζοντας να κουνιέται με τον ίδιο ρυθμό)
Φ.: (Προσπαθώντας να διακρίνει την Κατερίνα μες στο σκοτάδι) Κατερίνα;
(Η Κατερίνα δεν απαντά και η Φροσύνη την πλησιάζει διστακτικά. Όταν φτάνει κοντά της, η Κατερίνα σηκώνει το πρόσωπό της και την κοιτά με μάτια νεκρά. Η Φροσύνη σηκώνει την Κατερίνα από το πάτωμα κρατώντας την από τους ώμους. Η Κατερίνα, όμως, δεν αντιδρά.)
Φ.: (Ταρακουνώντας την Κατερίνα) Κατερίνα; Μίλα παιδί μου! Με τρομάζεις! Κατερίνα! Εγώ είμαι, η μητέρα σου!
(Η Κατερίνα αναγνωρίζοντας τη μητέρα της πέφτει στην αγκαλιά της και κλαίει με λυγμούς που συσπούν όλο της το σώμα)
Φ.: (Κοιτώντας την Κατερίνα στα μάτια) Μίλα μου παιδί μου! Τι σου συμβαίνει;
Κ.: (Με χαμηλόφωνη, παρανοϊκή φωνή. Τα μάτια της μοιάζουν χαμένα) Το έκανε ξανά μαμά…
Φ.: Ποιος κόρη μου; Ποιος;
Κ.: Ο θείος Τάσος…
Φ.: Τι σου έκανε παιδί μου;! (Ταρακουνώντας τη πολύ δυνατά) Μίλα! Μίλα!
(Η Κατερίνα καρφώνει με αγωνία τα μάτια της στα μάτια της μητέρας της χωρίς να απαντά. Η Φροσύνη βγάζει μια φρικτή κραυγή και καταρρέει στα πόδια της κόρης της.)
Φ.: (Τρέμοντας) Μη! Μη του το πεις κόρη μου! Μη του το πεις κόρη μου! Μη του το πεις! Θα με σκοτώσει κόρη μου! Θα με σκοτώσει!
(Σηκώνεται όρθια και, πιάνοντας την κόρη της από τα ζυγωματικά του προσώπου της, κοιτάζει έντρομη τα μάτια της, τα οποία συνεχίζουν να δείχνουν χαμένα.)
Φ.: Μη του το πεις κόρη μου! Μη του το πεις!

ΣΚΗΝΗ X


(Μεσημέρι. Ο Μάνος διαβάζει μια εφημερίδα στη βεράντα, ενώ ο Πάνος βοηθάει τη μητέρα του, που πλέκει.)

Μ.: Φρόσω, αύριο θα πεταχτώ στην Αθήνα για να τακτοποιήσω κάποιες υποθέσεις. Να χεις το νου σου στο σπίτι. Ο Γρηγόρης, ο ζωγράφος που έφτιαξε το πορτραίτο της Κατερίνας, μου είπε ότι θα περάσει αύριο για να μας το φέρει. Δε θέλει πληρωμή. Δώρο, λέει, για τη φιλία μας. Να τον περιμένεις. Μην έλθει ο άνθρωπος και δε βρει κανένα στο σπίτι!
Φ.: Ναι, Μάνο μου, έγνοια σου και θα το ταχτοποιήσω. Μην ανησυχείς!
Μ.: (Γυρνώντας προς τον Πάνο) Τι κάνεις εκεί ρε; Σου μιλάω ρε μαλακισμένο! Τι κάνεις εκεί;
Π.: Βοηθώ τη μητέρα μου…
Μ.: Στο πλέξιμο;! Σήκω πάνω ρε! Σήκω σου λέω! Σήκω και φύγε από εδώ! Τράβα βρες τους φίλους σου να πάτε στο λιμάνι. Άντε. Ό κυρ- Παναής μου είπε ότι σήμερα θα φτάσει ένα κρουαζιερόπλοιο. Σήκω μπας και σηκωθεί και το πουλί σου μαζί!
Π.: Δε θέλω…
Μ.: (Σηκώνεται πάνω και αρχίζει να τον τραβάει από το χέρι δυνατά) Σήκω λέμε!
Π.: Παράτα με!
Μ.: Σήκω μωρή αδελφάρα! Σήκω!
(Ο Πάνος σηκώνεται και, με σπασμωδικές κινήσεις, νυχιάζει και χτυπά τον πατέρα του ουρλιάζοντας.)
Μ.: (Βάζει τα χέρια πίσω από την πλάτη) Χτύπα με ρε! Χτύπα με! Χτύπα το γέρο σου μωρή αδελφάρα! Χτύπα με και θα σε κάνω άντρα με το ζόρι!
Φ.: (Τσιρίζοντας) Το παιδί μου! Το παιδί μου!
(Ο Πάνος συνεχίζει να χτυπά με μανία τον πατέρα του, ο οποίος ζαλίζεται από τα χτυπήματα. Μια γροθιά του Πάνου στο πρόσωπό του, τον κάνει να φτύσει αίμα και να γονατίσει, υποφέροντας από μια κρίση βήχα. Ο Πάνος σαστισμένος και φοβούμενος πως σκότωσε τον πατέρα του, ορμάει να τον αγκαλιάσει)
Π.: Πατέρα! Πατέρα! (Τον αρπάζει από το πρόσωπο και τον φιλά παθιασμένα στο δεξί του μάγουλο) Σ’ αγαπάω, πατέρα! Σ’ αγαπάω!
(Ο Μάνος πέφτει λιπόθυμος στο έδαφος)

ΣΚΗΝΗ XI

(Ο Μάνος βρίσκεται ξαπλωμένος στο κρεβάτι του δωματίου του. Δίπλα του κάθεται σε μια καρέκλα η Φροσύνη)
Μ.: Τι κάνεις εσύ εδώ;
(Η Φροσύνη δεν απαντά. Σηκώνεται από την καρέκλα και αρχίζει να ετοιμάζει κάτι σε ένα ξύλινο μεγάλο έπιπλο απέναντι από το κρεβάτι, έχοντας γυρισμένη την πλάτη της στο Μάνο.)
Μ.: Σε ρωτάω μωρή! Τι κάνεις εδώ; (Προσπαθεί να σηκωθεί, αλλά τα χέρια και τα πόδια του είναι δεμένα. Η Φροσύνη το καταλαβαίνει και αρχίζει να γελάει υστερικά)
Μ.: (Πανικοβλημένος) Μάγισσα! Μάγισσα! Βοήθεια!
Φ.: (Αδιάφορα, όντας προσηλωμένη σε αυτό που κάνει) Τζάμπα φωνάζεις. Δεν είναι κανείς στο σπίτι.
Μ.: Με χτυπήσατε! Έχω ακόμα τις μελανιές! Εσάς θα κατηγορήσουν!
Φ.: Ποιοι, καημένε;! Ομολογώ πως, όταν είδα τον Πάνο μου να σου ορμά, ανησύχησα. Πάει το σχέδιό μου, λέω, καταστραφήκαμε! Ο Θεός, όμως, σε τιμώρησε! Ναι, ο Θεός! Κανείς δε μας είδε! Κανείς! Και για τις μελανιές μην ανησυχείς. (Γελώντας νευρικά) Έχω βρει τη λύση!
Μ.: Ο Θεός;! Ποιος Θεός; Τον άνδρα σου σκοτώνεις, κακούργα! Στην κόλαση θα πας! Εκεί, να ψηθείς μαζί με όλο σου το σόι!
Φ.: Ίσως. Εσύ, όμως, θα πας πρώτος!
Μ.: Σκότωσέ με, λοιπόν! Άντε! Τι περιμένεις; Την έζησα τη ζωή μου! Είτε εσύ είτε ο καρκίνος! Το ίδιο μου κάνει!
Φ.: (Γυρνάει προς το μέρος του και τον πλησιάζει κρατώντας μια μικρή σύριγγα) Α, αυτό; Δηλητήριο! Μου το πούλησαν κάτι μαυραγορίτες. Μη ανιχνεύσιμο! (Σέρνοντας τώρα τη φωνή της πάνω στις λέξεις) Που είναι η Κατερίνα, Μάνο;  Έχω να τη δω από χθες… (Υστερικό γέλιο) Αχ, ναι αγάπη μου, σχεδόν ερεθίζομαι βλέποντας τον τρανό καπετάν Μάνο να φοβάται! (Ψιθυριστά κοντά στο αριστερό αυτί του) Τη βίασαν Μάνο! Τη βίασαν! Ο ίδιος μου ο αδερφός! (Καρφώνοντας τη σύριγγα στο στήθος του) Θα την καταστρέψω! Θα καταστρέψω ό,τι αγαπάς πιο πολύ!
(Ο Μάνος ουρλιάζει αγωνιωδώς και η Φροσύνη πισωπατώντας βγαίνει από το δωμάτιο. Μετά από λίγο, ο Μάνος αφήνει την τελευταία του πνοή. Το δωμάτιο σκοτεινιάζει και μένει μόνο μια δέσμη ασημένιου φωτός που πέφτει πάνω στο νεκρό σώμα. Τότε η Κατερίνα, μητέρα του Ορέστη πια, σηκώνεται από τη θέση της και πλησιάζει διστακτικά το νεκρό. Ο Ορέστης την παρατηρεί χωρίς να κάνει την παραμικρή προσπάθεια για να την εμποδίσει. Η Κατερίνα λύνει με απαλές κινήσεις τα δεσμά από τα άκρα του πατέρα της, κουρνιάζει στην αγκαλιά του και κλείνει τα μάτια της χαμογελώντας. Ο Ορέστης σηκώνεται από τη θέση του και γονατίζει δίπλα στο σώμα της Κατερίνας).
ΟΡΕΣΤΗΣ: Συγχώρεσέ με, μάνα…

ΤΕΛΟΣ


Ο Αλέξανδρος Σάντο ζει στην Αθήνα.