Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 20

Κρίστα Βoλφ, μια σοσιαλίστρια που δυσαρέστησε το σοσιαλισμό

Γράφει ο Γιώργος Καρτάκης
Η Κρίστα Βoλφ υπήρξε η «Κασσάνδρα»,  η ομιλήτρια της 4ης Νοεμβρίου 1989 – χρονιά της γερμανικής επανένωσης -, υπήρξε η συγγραφέας, που σύμφωνα με το χαρακτηρισμό ενός εκδότη, «δεν μπορούσε να «αποστασιοποιηθεί από τους ήρωες των βιβλίων της». Σοσιαλίστρια, μέλος του SED (Κομμουνιστικού Κόμματος της Ανατολικής Γερμανίας) και εκδιωγμένη, συντάκτρια και συνυπογράφουσα της έκκλησης «Για τη χώρα μας», η Κρίστα Βoλφ υπήρξε μια συγγραφέας της αρετής και της συνείδησης. Μια συγγραφέας που δυσαρεστούσε ορισμένες φορές άλλους – επειδή ήθελε.Η Βoλφ γεννήθηκε στις 18 Μαρτίου 1929 στο Λάντσμπεργκ της σημερινής Πολωνίας. Οι γονείς της διατηρούσαν ένα κατάστημα τροφίμων. Το έτος 1945 η οικογένεια διαφεύγει  στη Δύση, φοβούμενη την επέλαση του Κόκκινου Στρατού, και εγκαθίσταται στην πόλη Γκάμμελιν του κρατιδίου Μέκλεμπουργκ. Ήδη από νωρίς (1949), τη χρονιά που ολοκλήρωνε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, γίνεται μέλος του SED, πεπεισμένη για τα ιδανικά της νέας Ανατολικής Γερμανίας και του Κόμματος της Ενότητας.

Σπούδασε Γερμανική Φιλολογία στην Ιένα και τη Λειψία. Αφού εργάστηκε για ένα  διάστημα στο Σύλλογο Γερμανών Λογοτεχνών, ως λέκτορας στον εκδοτικό οίκο «Νέα Ζωή» στο Βερολίνο και ως συντάκτρια του περιοδικού «Νέα γερμανική λογοτεχνία», εγκαταστάθηκε το έτος 1962 στην περιοχή Κλάινμαχοβ κοντά στο Βερολίνο.

Τα πρώτα βιβλία της χαρακτηρίζονται από τη μεγάλη αυτή ευφορία για την «καινούργια κοινωνία» της Αν. Γερμανίας, για την ανάπτυξη και την σταθεροποίησή της, συνδέοντάς τα με προσωπικά της βιώματα. Γρήγορα της παραχωρείται στον υπαρκτό σοσιαλισμό μια θέση κατ’ εξαίρεση. Στα μέσα της δεκαετίας του εξήντα θεωρείται ως η «έντιμη αντιφρονούσα», η οποία ασκούσε μεν κριτική στο καθεστώς, έβλεπε όμως το σοσιαλισμό σαν την μοναδική και ορθότερη εναλλακτική λύση σε σχέση με την καπιταλιστική Δύση.

Με τον καιρό η κριτική της έγινε οξύτερη. Μίλησε ανοικτά για την τεχνολογική παραμόρφωση του πολιτισμού στην Αν. Γερμανία και για την ανδρική κυριαρχία στην δημόσια ζωή. Εξαιτίας της λογοτεχνικής της αντίληψης για την «υποκειμενική αυθεντικότητα» κατά τη δεκαετία του εβδομήντα, οδηγήθηκε σε όλο και μεγαλύτερη αντίθεση με το επίσημο δόγμα της «αντικειμενικής νομιμότητας» της Αν. Γερμανίας.

Το μυθιστόρημα της «Ο διαιρεμένος ουρανός» (1963), που διαπραγματεύεται το θέμα της μοιρασμένης στα δυο Γερμανίας, έτυχε θερμής υποδοχής. Το βιβλίο αναφέρεται στον έρωτα μιας φοιτήτριας και ενός χημικού, έρωτα που χάνεται το καλοκαίρι του 1963, έτος της διαίρεσης της Γερμανίας σε δυο αυτόνομα κράτη. Το συγκεκριμένο έργο συζητήθηκε πολύ στην Αν. Γερμανία, τιμήθηκε με το βραβείο Χάινριχ Μανν και γυρίστηκε ταινία το 1964. Η Κρίστα Βολφ είχε γίνει πια γνωστή και στη Δύση.

Στο διήγημα «Σκέψεις για την Κρίστα Τ.» θεματοποιεί την ένταση μεταξύ της ιστορικής εξέλιξης της κοινωνίας και της ανάγκης  της πρωταγωνίστριας  για  προσωπική  ανάπτυξη. Με το διήγημα «Κανένας τόπος. Πουθενά»,  στο  οποίο φαντασιώνεται μια συνάντηση του Χάινριχ φον Κλάιστ με την Καρολίνα φον Γκύντερροντε, εξασφαλίζει μια μόνιμη θέση στις επιφυλλίδες του δυτικογερμανικού τύπου. Το διήγημα «Κασσάνδρα» έγινε η βίβλος της δυτικογερμανικής κοσμικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας ανάμεσα στους ψυχρούς πολέμους και τους γενετήσιους πόνους της χειραφέτησης. Στην «Κασσάνδρα» ,μέσω αναγωγής στον ελληνικό μύθο, γίνεται προσπάθεια παρουσίασης της σύγκρουσης των φύλων και θεματοποίηση του κινδύνου που διατρέχει η ειρήνη.

Το 1976 συνυπογράφει την «Ανοικτή Επιστολή» ενάντια στην αφαίρεση της ιθαγένειας από τον συνθέτη Βολφ Βίρμανν, μέμφεται γι’ αυτό από την κρατική εξουσία, ενώ ο σύζυγός της διαγράφεται από το SED.

Ασκείται εναντίον της σκληρή κριτική

Το 1989 συνυπογράφει την ανοικτή επιστολή «Για τη χώρα μας». Σ‘ αυτήν υποστηρίζει μαζί με άλλους Γερμανούς διανοούμενους την συνέχιση της ύπαρξης της Αν. Γερμανίας ως χώρας και τάσσεται ενάντια στην «οικειοποίησή» της από την Δυτική Γερμανία. Κάνει έκκληση σε όσους ήθελαν να εγκαταλείψουν τη χώρα, ζητώντας τους να παραμείνουν συμμετέχοντας «στην διαμόρφωση μιας πραγματικά δημοκρατικής κοινωνίας». Ύστερα από πολυάριθμες συνεντεύξεις, ανακοινώσεις και παρουσιάσεις των θέσεών της αποσύρεται από την ενεργό πολιτική, αφού πρώτα έχει χαρακτηριστεί ως  «υπέρμαχος του Σοσιαλισμού» και «εξημερωμένη αντίπαλος» του SED-κράτους.

Το βιβλίο της «Αυτό που μένει» προξενεί στα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα μια έντονη λογοτεχνική διαμάχη. Στο κείμενο αυτό παρουσιάζει με αυτοβιογραφικά στοιχεία την αστυνόμευση μέσω της Μυστικής Υπηρεσίας Πληροφοριών της Αν. Γερμανίας (STASI) καθώς και την αίσθηση της απειλής που είχε αυτό ως αποτέλεσμα για το άτομο. Αντικείμενο σκληρής κριτικής έτυχε κυρίως η εποχή της δημοσίευσης του συγκεκριμένου βιβλίου, μετά την πτώση του κράτους στην Αν. Γερμανία, κριτικής που κατέληγε στο ερώτημα γύρω από την συνενοχή των διανοουμένων στην Αν. Γερμανία.

Η κριτική αυτή οδήγησε επίσης και σε μιαν εν μέρει νέα αξιολόγηση της συγγραφέως και μάρτυρος της εποχής, η οποία μεταξύ 1963 – 1967 υπήρξε μάλιστα υποψήφια για την Κεντρική Επιτροπή του SED, υποψηφιότητα από την οποία αποκλείστηκε το 1967 ύστερα από μια ομιλία της. Κατηγορήθηκε, ιδιαίτερα από δυτικογερμανούς κριτικούς και δημοσιογράφου, ως η «ποιήτρια του Κόμματος» που στόχευε με αυτό το βιβλίο σε προσωπικά οφέλη υποστηρίζοντας τα θύματα του κομμουνιστικού καθεστώτος.

Ανάλγητα επικρίθηκε ομοίως, γιατί, αν και γνώριζε από το 1992 το περιεχόμενο του φακέλου που είχε γι’ αυτήν σχηματίσει η STASI, το είχε αποσιωπήσει για αρκετούς μήνες. Η Βολφ αντέδρασε δημοσιοποιώντας το 1993, με μια έως τότε πρωτοφανή διαδικασία, το περιεχόμενο του φακέλου, θέτοντας έτσι τέλος στις εικασίες και χαρακτηρίζοντας την σκληρή αντιπαράθεση στον τύπο ως αδικαιολόγητο ξεκαθάρισμα λογαριασμών που είχε σαν αφορμή την ως τότε ζωή της στην Αν. Γερμανία.

Το 1994 παρουσίασε στη έκθεση βιβλίου της Λειψίας μια συλλογή κειμένων με τον τίτλο «Στο δρόμο για το Ταμπού» εκθέτοντας ωμά, σχεδόν χωρίς καμιά προσωπική προφύλαξη, τις τραυματικές εμπειρίες που είχε υποστεί. Το κείμενο χαρακτηρίστηκε από κάποιους σαν «ένα λογοτεχνικό μνημείο ειλικρίνειας», ενώ άλλοι συνέχιζαν να αμφισβητούν την βιογραφική αποδεικτική του αξία. Η διαμάχη στον τύπο συνεχίζεται και μετά την έκδοση του βιβλίου της «Μήδεια. Φωνές» το 1996.

Το έργο «Σ’ αυτό τον τόπο. Αλλού» εκδίδεται την χρονιά των εβδομηκοστών γενεθλίων της και περιέχει διηγήματα και αναμνήσεις από τα έτη 1994 – 1998, στο οποίο κάνει ένα απολογισμό της ζωής της και παράλληλα σχεδόν απομακρύνεται πλήρως απ’ ό, τι ως τότε αντιπροσώπευε.

Παρ’ όλα αυτά ποτέ δεν εγκαταλείπει το θέμα που την απασχόλησε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της: την ένταση που προκύπτει σε μια προσωπικότητα που έχει κοινωνικοποιηθεί στο Σοσιαλισμό και την ανάγκη της για αυτοδιάθεση – κεντρικό νόημα και του βιβλίου  «Μια μέρα το χρόνο».

Η Κρίστα Βολφ υπήρξε μια συγγραφέας της οποίας το έργο και η ζωή συνδέθηκε άμεσα με την Αν. Γερμανία, έτυχε όμως επιδοκιμασίας πέρα από τα όρια αυτής της χώρας σε Ανατολή και Δύση και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Το 2002 της απονεμήθηκε το Βραβείο Βιβλίου με την αιτιολογία, σύμφωνα με την κριτική επιτροπή, «της θαρραλέας ανάμειξης στη συζήτηση που δημιουργήθηκε για το ζήτημα της Αν. Γερμανίας στην έκτοτε ενοποιημένη πια Γερμανία».

Το 2010 δίνει μια συνέντευξη σε μεγάλη γερμανική εφημερίδα. Στην ερώτηση, γιατί δεν εγκατέλειψε την Αν. Γερμανία , απαντά: «Το γράψιμο μου είναι στενά δεμένο με την Αν. Γερμανία. Θα μπορούσα να πω συνδεδεμένο, άλλα λέω δεμένο. Αυτό το δέσιμο είναι πιο ισχυρό και πιο εύστοχο. Είναι, βέβαια, και ένα μειονέκτημα, γιατί ταυτόχρονα σημαίνει και εμπόδιο. Συχνά με ρωτούν, γιατί δεν εγκαταλείψαμε την Αν. Γερμανία. Υπάρχουν πολλοί λόγοι. Δεν θα μπορούσα να εγκαταλείψω ποτέ την οικογένειά μου. Αλλά τόσο ο άντρας μου, όσο κι εγώ, είχαμε την αίσθηση, πως εδώ μας χρειάζονται. Και κάτι ακόμα, πολύ καθοριστικό για μένα: πηγή του γραψίματος μου ήταν πάντα οι συγκρούσεις. Γνώριζα την εξέλιξη στην Αν. Γερμανία, γνώριζα τους ανθρώπους, γνώριζα και μοιραζόμουν τις ίδιες συγκρούσεις μ’ αυτούς. Όλα αυτά τα χρειαζόμουν για να γράψω και δε θα τα είχα κάπου αλλού».

Και στην ερώτηση, αν μπορεί καλύτερα η ψυχολογία ή η λογοτεχνία να αποκρυπτογραφήσει τον άνθρωπο, λέει: «Πιστεύω στην ψυχολογία και θεωρώ μια καλή θεραπεία πολύ σημαντική. Παρ’ όλα αυτά θα έλεγα, πως, αν η λογοτεχνία εισχωρήσει βαθειά, μπορεί να ερευνήσει την ψυχή σε μεγαλύτερο εύρος, γιατί δε σχετίζεται με μια φάση ή με ένα θέμα του ανθρώπου. Η ψυχολογία σίγουρα θα ρωτούσε πάντα για την παιδική ηλικία. Η λογοτεχνία είναι πιο ελεύθερη, θέτει τελείως διαφορετικά ερωτήματα και μπορεί ίσως γι’ αυτό, να πλησιάσει περισσότερο τον πυρήνα του ανθρώπου».

Η Κρίστα Βολφ πέθανε την 1η Δεκεμβρίου 2011 στο Βερολίνο σε ηλικία 82 ετών.

Βιβλία της Κρίστα Βολφ στα Ελληνικά:

1. Κασσάνδρα
2. Μήδεια
3. Τι απομένει
4. Με σάρκα και οστά
5. Ένα πρότυπο παιδικής ηλικίας
6. Μοιρασμένος ουρανός
7. Με άλλη ματιά