Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 20

Στήλη: Εξ αφορμής - Ποιος ξένος μας στοιχειώνει;

Πες μου εσύ, καθρέφτη καθρεφτάκι μου ποια είναι η πιο ωραία μου εκδοχή; Πες μου εσύ, ποια αλήθεια θα μου σώσει την ψυχή; Ή ποιο ψέμα μπορώ να πω για να ξεγελαστώ δίχως να ξεγελάσω; Πες μου εσύ, καθρέφτη καθρεφτάκι μου, ώρες και ώρες, μέρες και μέρες, μήνες και μήνες σαν έχτιζα τον θείο μου εαυτό –τρομάρα μου!- πως χάθηκα στο χρόνο και με τον καιρό άλλος κατάντησα; Να πάρω μια πέτρα να σου ρίξω αν δεν μου πεις, καθρέφτη καθρεφτάκι μου, κομμάτια χίλια δυο θα σε κάνω, αν δεν μου φανερώσεις την πιο ωραία μου εκδοχή. Την ακοή μου χάνω και ό,τι ακούω στο στομάχι μου πονεί. Πέτρα μου κάθεται και με ταλαιπωρεί.

«Ακούω να πέφτουν οι πέτρες που πετάξαμε,/ καθάριες δια μέσου του χρόνου./ Στην κοιλάδα οι συγκεχυμένες ενέργειες της στιγμής/ πετούν στριγκλίζοντας από δέντρο/ σε δέντρο, σιωπούν μέσα/ σε αέρα πιο λεπτό από του παρόντος, γλιστρούν/ σαν χελιδόνια από βουνό/ σε βουνό, ώσπου φτάνουν στα πιο μακρινά οροπέδια/ κατά μήκος των ορίων της ύπαρξης. Εκεί,/ όλες οι πράξεις μας,/ καθάριες,/ δεν πέφτουν σε κανέναν άλλο βυθό/ εκτός από μας τους ίδιους».
Σε μένα γυρίζει η αρχή, κι εκεί στο τέλος μου την αρχή μου αναζητώ. Όσο και αν ψηλαφώ τα σημάδια μου, τρύπες ανοικτές, ένα πρόσωπο ξεπροβάλλει που άλλο δεν αναγνωρίζω. Πως από θεός, το τέρας ανεπαισθήτως με κέρδισε; Μου έχτισε και μάτια και βλέμμα και στόμα και λέξεις, που μόνο για το χαμό με πάνε. Πες μου εσύ, καθρέφτη καθρεφτάκι μου, γιατί πονά στο διάκενο περισσότερο από τις άκριες της ψυχής; Σε ποιας στροφής το ισιάδι σκόνταψα και το πικρό γλυκό και το γλυκό πικρό μοιάζει να είναι;  Ποια μορφή εύκολης ζωής, οικείας εξουσίας, ανοίκειο με βρίσκει να συμφύρομαι σε ανώφελες κινήσεις; Κι ό,τι γνώριμο παλιότερα με σήκωνε, απόψε με σέρνει σε άγνωστο σκοτάδι; Με κουβαλά η σκιά μου. Θα στο πω με λέξεις σουηδού ποιητή (1)

«Η άνοιξη έρημη/ Το χαντάκι, γεμάτο βελούδινο σκοτάδι/
Σέρνεται δίπλα μου/ Δίχως κατοπτρισμούς/
Το μόνο που φέγγει/ Είναι τα κίτρινα λουλούδια/
Με κουβαλά η σκιά μου/ Όπως μια μαύρη θήκη/ Κουβαλά το βιολί της…»

Καθρέφτη καθρεφτάκι μου, πες μου εσύ, τόσα χρόνια που έχτιζα το “φαίνεσθαι” πότε και πού έγινε το λάθος; Λάθος που μικρός θεός θέλησα να γίνω; Από την αρχή ξανά δίχως εικόνα και ομοίωση, μονάχος μεταξύ μόνων πορεύομαι τον δρόμο μου και τέρας και θηρίο. Μισοπνιγμένος θεός, ανδρείκελο ονείρου θερινής νυκτός, που δεν ξημερώνει παρά τεμαχισμένος.

«Το κατάρτι του φεγγαριού έχει σαπίσει και το πανί έχει τσαλακωθεί./
Ο γλάρος μεθυσμένος πετά μακριά πάνω απ’ το νερό. Το βαρύ τετράγωνο της αποβάθρας είναι καρβουνιασμένο. Οι λόχμες βυθίζονται στο σκοτάδι./
Έξω στις σκάλες. Η αυγή χτυπά και ξαναχτυπά στις γρανιτένιες πύλες της θάλασσας και ο ήλιος.
αστράφτει κοντά στον κόσμο. Μισοπνιγμένοι θερινοί θεοί ψηλαφούν στη θαλασσινή ομίχλη.»

Θεός χαμένος, άνθρωπος λειψός, ανεπαρκής πολίτης, καινούργιο τέρας, πιο ξένος από τον διπλανό μου, να άγομαι και να φέρομαι. Ο,τι πραγματικά θέλω να πω έρχεται ένας φόβος πλαστός να μου φράζει το στόμα.  Κι όμως αυτό που θέλω να πω, το μόνο

«…Το μόνο που θέλω να πω/ Αστράφτει απρόσιτο/
Σαν τ’ασημικά/ Στο ενεχυροδανειστήριο».

Πες μου εσύ καθρέφτη καθρεφτάκι μου τί μέρα αύριο ξημερώνει;

«Στην άκρη του δρόμου βλέπω την εξουσία και μου φαίνεται σαν κρεμμύδι
με αλληλοεπικαλυπτόμενα πρόσωπα που αποσπώνται το ένα μετά το άλλο…»

Πες μου εσύ καθρέφτη καθρεφτάκι μου θα ζω εντός του τόπου μου ή εκτός του θα αναπνέω; και επι τ'αυτα των αυτών γραμμένες οι ζωές μας!

-μικρές απορίες μικρών ελλήνων.-


Παραπομπή:
1. Tomas Tranströmer

Αναστασία Γκίτση


Η στήλη Εξ αφορμής γράφεται από το τεύχος 10 του Vakxikon.gr.