Top menu

Γκέοργκ Τρακλ, Ποιήματα

Μεταφράζει ο Γιώργος  Καρτάκης
 
 
 
Όταν ο Γκέοργκ Τρακλ γεννήθηκε στο Ζάλτσμπουργκ στις 3 Φεβρουαρίου 1887, ανοίγονταν  μπροστά του μια ιδιαίτερα πλούσια σε υλικά αγαθά παιδική ηλικία. Ο πατέρας του, Τομπίας Τρακλ, Γερμανός ουγγρικής καταγωγής, κατόρθωσε να αποκτήσει ως έμπορος σιδήρου υλική ευημερία και κοινωνική αναγνώριση. Για τη μητέρα του, Μαρία Τρακλ, με καταγωγή από τη Βοημία, αυτός ήταν ο δεύτερος γάμος.

Ο Γκέοργκ μεγάλωσε με πέντε ακόμη αδέλφια. Για τους γονείς του υπάρχουν λίγα διαθέσιμα στοιχεία, ωστόσο είναι σίγουρο, πως ο πατέρας του, ίσως και εξαιτίας της δουλειάς του, ελάχιστα ήταν παρών στην οικιακή καθημερινότητα, ενώ η μητέρα του, μάλλον απόμακρη, ασχολείτο με την συλλογή από αντίκες έχοντας μετατρέψει αρκετά δωμάτια του σπιτιού σε ιδιωτικό και απρόσιτο για τα παιδιά μουσείο, όπου περνούσε κλεισμένη πολλές ώρες, είχε δε αναθέσει την ανατροφή των παιδιών της σε μια γκουβερνάντα. Για τη Μαρία Τρακλ είναι βέβαιο, ότι έκανε χρήση οπιούχων προσπαθώντας να αντιμετωπίσει μ’ αυτά την κατάθλιψη, από την οποία έπασχε. Χαρακτηριστικό ίσως για την διαμόρφωση της προσωπικότητας του είναι το γεγονός, πως ενώ είχε μυηθεί στο προτεσταντικό θρήσκευμα, παρακολουθούσε μαθήματα καθολικής κατήχησης, γιατί η μητέρα του ήταν καθολική. Όπως διαφαίνεται από κάποιες πηγές, η μετέπειτα σχέση του με τη μητέρα του είναι ιδιαίτερα αρνητικά φορτισμένη. Ταυτόχρονα είναι εξακριβωμένο, ότι διατηρούσε ερωτικές σχέσεις με την αδελφή του Γκρετλ – την μόνη γυναίκα που υπήρξε ερωτικά στη ζωή του. Αξίζει να αναφερθεί σ’ αυτό το σημείο, πως ο Τρακλ δεν έχει γράψει ποτέ κάποιο ερωτικό ποίημα, καθώς και το γεγονός της αυτοκτονίας της Γκρετλ  λίγο καιρό μετά το θάνατό του.

Ο Τρακλ ήταν μέτριος μαθητής και αφού δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει το Γυμνάσιο παρά τις επανειλημμένες  προσπάθειες, στράφηκε στο επάγγελμα του φαρμακοποιού, το μόνο που δεν απαιτούσε εκείνη την εποχή Απολυτήριο, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του πατέρα του, μια και είχε ήδη εκδηλωθεί η τάση χρήσης εθιστικών ουσιών στον νεαρό Γκέοργκ. Κατά τη διάρκεια της τρίχρονης προκαταρτικής πρακτικής εξάσκησης του σε φαρμακείο του Ζάλτσμπουργκ, συνέγραψε τα μονόπρακτα ‘’Η ημέρα των νεκρών‘’ και ‘’Fata Morgana‘’ που παρουσιάστηκαν στο Δημοτικό Θέατρο της πόλης. Και τα δυο αυτά έργα καταστράφηκαν αργότερα από τον ίδιο.

Η εμφάνιση του στην ποίηση γίνεται στη Βιέννη, τη χρονική περίοδο των σπουδών του (1908-1910), με μια συλλογή πενήντα ποιημάτων. Ο ίδιος ο Τρακλ αναγνωρίζει αργότερα από το σύνολο αυτού του έργου μόνο δυο ποιήματα. Μετά το πέρας των σπουδών του και την εκπλήρωση μονοετούς (1910 -1911) εθελοντικής στρατιωτικής θητείας διατελεί ως υποψήφιος για την θέση του στρατιωτικού  φαρμακοποιού.

Κατόπιν ακολουθούν τα χρόνια της αστάθειας και των οικονομικών δυσκολιών. Αφού εργάζεται για ένα διάστημα στο ίδιο φαρμακείο που είχε κάνει την πρακτική του εξάσκηση, προσπαθεί να ενταχθεί στην μάχιμη υπηρεσία του στρατού – επιθυμία που στέφεται τελικά με επιτυχία την 1 Οκτωβρίου 1912. Στις 30 Οκτωβρίου του ίδιου έτους ζητά ωστόσο  να επανέλθει στα μετόπισθεν.

Επιχειρεί πολυάριθμες προσπάθειες να προσληφθεί σε διάφορα υπουργεία της Βιέννης. Σε δυο από αυτές προσλαμβάνεται πραγματικά – την πρώτη θέση την εγκαταλείπει εντός λίγων ωρών. Με τη βοήθεια φίλων προσπαθεί να προσληφθεί στην φαρμακευτική υπηρεσία του στρατού στην Αλβανία και ζητά πληροφορίες για την δυνατότητα να εργαστεί ως Αυστριακός φαρμακοποιός στην Ολλανδική Ινδία. Οι 20.000 κορώνες, δωρεά του Ιδρύματος Βίττγκενσταϊν, έρχονται λίγο πριν το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η χαρά για την έκδοση της συλλογής ‘’Ποιήματα‘’ (1913 ) και η προσδοκία της  δεύτερης συλλογής  ‘’Ο Σεμπάστιαν στο Όνειρο‘’ (1915) – την οποία δεν επέζησε να δει- είναι τα μοναδικά γεγονότα που ρίχνουν για λίγο φως στην μαυρίλα αυτών των χρόνων.

Καθοριστικής σημασίας  για τον Τρακλ ήταν  η δυνατότητα να βρίσκει καταφυγή στο σπίτι  του φίλου του Ludwig von Ficker στο Ίννσμπρουκ , ο οποίος συνέχισε την δημοσίευση των  ποιημάτων του στο περιοδικό που εξέδιδε. Κατά την διάρκεια των δυο τελευταίων χρόνων της ζωής του γνωρίζει και διατηρεί φιλικές σχέσεις με τους Karl Kraus , Oskar Kokoschka, Else Lasker – Schüler και άλλους διανοούμενους της εποχής.

Στις 24 Αυγούστου 1914 ο Τρακλ αναχωρεί για το μέτωπο με την ιδιότητα του φαρμακοποιού. Μετά την μάχη στο Grodek, όπου έπρεπε να νοσηλεύσει ενενήντα βαριά τραυματίες σε ένα αχυρώνα, εξέφρασε, όπως και κατά περιόδους στο παρελθόν, αυτοκτονικές σκέψεις. Οι σύντροφοι του απέτρεψαν με τη βία το μοιραίο. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείου του Κράκαου, όπου το βράδυ της 3ης Νοεμβρίου 1914 πέθανε από υπερβολική δόση κοκαΐνης. Δεν μπορεί με βεβαιότητα να εξακριβωθεί, αν είχε επιδιώξει ο ίδιος τον θάνατό του, καθώς υπήρξε από πολύ νωρίς εθισμένος σε ναρκωτικές ουσίες  και είναι γνωστές αρκετές περιπτώσεις  ιογενών δηλητηριάσεών του.

Το έτος 1925 έγινε διακομιδή των λειψάνων του από τον φίλο του Ludwig von Ficker στο κοιμητήριο του Ίννσμπρουκ. Ο Γκέοργκ Τρακλ αναπαύεται έκτοτε στην περιοχή αυτή του Τιρόλου που υπήρξε γι’  αυτόν κάτι παραπάνω κι από πατρίδα.      

Σήψη

Το βράδυ που τα σήμαντρα διαλαλούν ειρήνη
Ξωπίσω είμαι απ’ των πουλιών τα θαυμαστά φτερά,
Που όπως προσκυνητών μακριές πομπές κι ευλαβικές, σε σμήνη,
Σε πλάτη φθινοπωρινά χάνονται λαγαρά.

Συνεπαρμένος απ’ αυτά το λιόγερμα στον κήπο
Τη φωτεινότερη τη μοίρα τη δική τους νοσταλγώ
Κι ούτε που νιώθω καν το ζύγωμα του χρόνου ή δείκτη κτύπο.
Πάνω απ’ τα σύννεφα λοιπόν στις διαδρομές τ’ ακολουθώ.

Χνότο ανέμου σήψης τότε με ταράζει.
Θρηνεί ο κότσυφας μες στ' άφυλλα κλαδιά.
Σε σκουριασμένο πλέγμα κόκκινο σταφύλι τρεμουλιάζει,

Ενώ μες στον αέρα σαν θανάσιμος  ωχρών παιδιών χορός ανθίζει
Ολόγυρα σε σκούρα στόμια πηγαδιών σαθρά
Γαλάζια μια αστρομαργαρίτα παγωμένη που λυγίζει.

Η φρίκη

Μ’ έβλεπα να περιπλανιέμαι σε δωμάτια έρμα.
Έσερναν σε γαλάζια βάθη χορό μανιακό τα αστέρια,
Φθάναν απ’ τα χωράφια των σκυλιών δυνατά ουρλιαχτά,
Κι άγρια με λύσσα χτύπαγε ο νοτιάς της κορφής τα κλαδιά.

Μα ξαφνικά: απόλυτη γαλήνη! Άναμμα πυρετού υπόκωφο
Αφήνει φαρμακερά λουλούδια από το στόμα μου να βγουν
Και απ’ τα κλαδιά όπως από πληγή σταλάζει
Ωχρή αχνοφεγγιά δροσιάς  που πέφτει  κι όπως αίμα στάζει.

Από το πλανερό  ενός καθρέφτη το κενό
Παίρνει ένα σχήμα κάπως και υψώνεται αργό
Το πρόσωπο του Κάιν: ερεβώδες και φρικτό!

Απ’ το παράθυρο κοιτάζει το φεγγάρι σαν στο Άδειο,
Θροΐζει ελάχιστα το βελουδένιο παραπέτο,
Μόνος με το φονιά μου είμαι εκεί και στέκω.   

Κατάνυξη

Ό,τι απ’ τον καιρό της νιότης μου έχει διασωθεί:
Η σιωπηλή κατάνυξη, όταν ηχούν καμπάνες,
Όταν μέσα στις εκκλησιές βραδιάζουν οι βωμοί
Και ατενίζω τις γαλάζιες τους αψίδες τις πλατιές κι ουράνιες.

Τις νότες απ’ το Όργανο εκεί τις βραδινές,
Το σβήσιμο το σκοτεινό των ήχων στις πλατείες,
Τον παφλασμό σιντριβανιών ήρεμο κι απαλό
Που ηχεί όπως παιδιών γλυκές κι άγνωρες ομιλίες.

Γαλήνιο σαν σε όνειρο με βλέπω να σταυρώνω
Τα χέρια μου και να ψελλίζω  προσευχές που έχω καιρό να πω,
Το βλέμμα απ' την αλλοτινή βαρυθυμία ν’ αμαυρώνω.  

Τότε μέσα απ’ τη σύγχυση εικόνων απαυγάζει
Μια γυναικεία μορφή μέσα σε μαύρα πέπλα πένθους ,
Και ένα ρίγος μιαρό από κύπελλο μέσα μου να αδειάζει.   

Ψυχή της ζωής

Μαλακά τα φύλλα η σήψη ένα γύρω σκουραίνει,
Σε δάσος μέσα  κατοικεί η σιωπή της πλατειά.
Σαν φάντασμα θα μοιάζει ένα χωριό σε λίγο να γέρνει.
Της αδελφής το στόμα ψιθυρίζει από μαύρα κλαδιά.

Ο μόνος σύντομα θα αλλαξοδρομήσει,
Ίσως ένας βοσκός σε σκοτεινά μονοπάτια.
Σιγά  ένα ζώο από δέντρων τόξα να βγει θα τολμήσει,
Διάπλατα αντίκρυ στο Θείο ανοίγουν τα μάτια.

Αργά το ποτάμι γαλάζιο κυλά,
Διαγράφονται σύννεφων όγκοι το δείλι ΄
Η ψυχή όπως άγγελος κι εκείνη σιωπά.
Εφήμερα πλάσματα καταρρέουν σαν ύλη.  

Εκθαμβωτικό  φθινόπωρο

Έτσι τελειώνει η χρονιά επιβλητικά
Με ολόχρυσο κρασί και με καρπούς ο κήπος.
Ολόγυρα σιωπούν τα δάση θαυμαστά
Και είναι του μοναχικού ο συνοδός και φίλος.

Είναι τότε που λέει ο αγρότης: αρκετά,
Καμπάνες σεις ηχήσετε  αργόσυρτα το δείλι,
Καλό κουράγιο δώστε μέχρι τέλους σιγανά.
Και χαιρετάνε τα πουλιά που φεύγουν σε ταξίδι.

Είναι η ώρα της αγάπης η γλυκιά.
Μέσα στη βάρκα που το γαλανό ποτάμι κατεβαίνει
Τι όμορφα που στέκουν οι εικόνες  στη σειρά  –
Κι η πλάση είναι σε σιωπή και ησυχία βυθισμένη.

Στις κόκκινες φυλλωσιές με τις κιθάρες...

Με τις κιθάρες μες στην κόκκινη τη φυλλωσιά
Τα κίτρινα μαλλιά των κοριτσιών κυματίζουν
Στο φράχτη, όπου οι ηλίανθοι ανθίζουν
Και μια χρυσή καρότσα μες στα σύννεφα πετά.

Στην ησυχία σωπαίνουν σ’ ένα ίσκιο παχύ
Εκείνοι οι γέροι αγκαλιά σα χαζοί.
Γλυκά την εσπέρα τα ορφανά τραγουδούν.
Σε κίτρινη μπόχα οι μύγες βομβούν.

Πλένουν γυναίκες στο ρυάκι ακόμα.
Τα άσπρα λινά ανεμίζουν κρεμασμένα.
Κι εκείνη η μικρή που αρέσει σε μένα
Στης μέρας έρχεται πάλι το γιόμα.

Από χλιαρό ουρανό σπουργίτια ορμούν
Σε πράσινες τρύπες γεμάτες σαπίλα να μπουν.
Τον πεινασμένο, πως θα φάει, ξεγελά η οσμή
Από μπρούσκο μπαχάρι κι η ευωδιά από ψωμί.  

Το βράδυ της καταιγίδας

Ω, οι ώρες του βραδιού οι πορφυρές!
Φέγγουν αχνές στο παράθυρο το ανοικτό και χορεύουν
Κληματαριάς ανάκατες  στριμμένες φυλλωσιές,
Τρομακτικά φαντάσματα  στο σπίτι εμφωλεύουν.

Σκόνη λικνίζεται στην απόπνοια του βούρκου.
Πέφτοντας τρίζει ο αέρας στα τζάμια.
Και όπως κοπάδι από άγρια άτια
Οι αστραπές διασχίζουν στριγκές συννεφιές.

Με θόρυβο σχίζεται της λίμνης ο πάγος.
Και κράζουνε γλάροι δυνατά  στο πρεβάζι
Πυρός καβαλάρης απ’ το λόφο καλπάζει
Κι αναφλέγεται πέφτοντας στο ελατοδάσος.

Οι άρρωστοι στο νοσοκομείο ουρλιάζουν.
Οι φτερούγες της νύχτας βοούν γαλανές.
Και απότομα στάλες βροχής σπίθες βγάζουν
Χτυπώντας σα θύελλα σπιτιών τις σκεπές.

Tα κοράκια

Πάνω απ’ τη μαύρη τη γωνιά πετώντας βιάζουν
Το μεσημέρι τα κοράκια και κράζουν ξερά.
Ο ίσκιος τους από μίας λαφίνας το πλάι περνάει ξυστά
Και άλλοτε κακόκεφα  τα βλέπει κανείς να ησυχάζουν.

Ω, πως ταράσσουν τη σιγή την  καφετιά,
Στο χωράφι σα θάμπος που απλώνει,
Όπως  γυναίκα που  βαρύ προαίσθημα πλακώνει,
Και κάποτε ακούγεται η κραξιά

Για ένα ψοφίμι που κάπου μυρίζουν,
Και ξαφνικά προς το βορρά αντιγυρίζουν
Και χάνονται ίδια με πομπή νεκρική
Μέσα σε αιθέρες  που αδηφάγα λαγνεία τους ριγεί.