Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 20

Gathered Avant-garde Poets - Η Παρουσίαση Μέρος Δ'

-διαβάστε το α', το β' και το γ' μέρος -
Νίκος ΚυριακίδηςCARMENCITA

Μύρισε τη νύχτα...
όλα μέσα ήταν τακτοποιημένα.
Η υστερική της σχέση με την καθαριότητα
έφερνε απολυμαντικές παραισθήσεις-
συχνά έβγαινε ν’ αναπνεύσει.
Πέρασαν τόσα χρόνια και τίποτε δεν άλλαξε χρώμα.
Μικρή κρυβόταν πίσω από έρωτες για την αναμονή
Ύστερα ήρθαν τα χαρτιά : Προσθέσεις-αφαιρέσεις
Τα πρωινά πήγαινε να την κλέψουν
Τα βράδια απλά να ξεκουραστεί.
‘Όταν πεθάνω σκεφτόταν, θα γίνει χαμός-
μια τεράστια χλιδάτη κηδεία με δαπάνες της ενορίας’
Αυτή θα λένε,
ερέθισε πολλούς μικρή
και έγινε κοινωνική μετά.
Ένα τρενάκι του τρόμου η ζωή της
δηλαδή ταπεινή.
Η νύχτα θαρρείς κουράστηκε να τη βλέπει:
Τόση επανάληψη τόσος αυτοοίκτος
και όλα αυτά, σ’ ένα προκλητικό σκοτάδι.
‘Θα ήταν καλά να εμφανιστεί ένας πιτσιρίκος ξαναμμένος
και ένας γοητευτικός μεσήλικας με όμορφη φωνή-
να φτιάξω ένα ερωτικό πάζλ.
Να με κλαίνε κι εραστές εξόν από γείτονες
Να φορώ μέχρι τέλος και πάλι προκλητικά εσώρουχα
Να κρατάω στα σταυρωμένα χέρια μαζί με την οργή, γεύσεις
Να με ξαναβρύσει και καμία κυρία
...ίσως και να με έχουν απολύσει πριν μάθουν πως πέθανα’

Αλέξης Αντωνόπουλος

ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ

Αγαπάω τον Βασίλη.
Από τότε που τους παράτησα στο σπίτι, δεν με άφησε να μείνω μόνη.
Είναι δίπλα μου και είμαι δίπλα του.
Στην αρχή μου έδινε λεφτά για την πρέζα
χωρίς να ξέρω πως ούτε εκείνος είχε πορτοφόλι, ούτε εκείνος είχε κρεβάτι.
Mα κι όταν το έμαθα, εκείνος συνέχισε.

Αγαπάω τον Βασίλη.
Δεν κάναμε πολλά πράγματα,
όμως με άφηνε να ξαπλώνω πάνω του.
Μου χάιδευε τα μαλλιά
μου τσίμπαγε το μάγουλο
μου έλεγε πως είμαι όμορφη.
Αυτό αρκούσε.

Τώρα ο Βασίλης δεν μιλάει.
Δεν κουνιέται, απλά κάθεται εκεί.
Οι άλλοι λένε πως έχει αρχίσει να βρωμάει,
πως πρέπει να τον μαζέψουνε,
μα εγώ τότε τους χτυπάω
και τους σπρώχνω
και τους βρίζω
και τους ικετεύω
κι εκείνοι μας αφήνουν.

Ξαπλώνω πάλι πάνω του
σφίγγω τα πόδια του στην αγκαλιά μου
φιλάω το χέρι του.
Αυτό αρκεί.

Γιώργος Κακαές

ΧΙΜΑΙΡΑ

Σε απάτητες ατραπούς
σε δρόμους ανοιχτούς
τρέχαμε δίχως ρούχα
Εσύ φορούσες αγάπη
κι εγώ ένα κάρβουνο στη θέση
της καρδιάς-η στάχτη στην ψυχή
Έσφιγγες τον κόμπο στο λαιμό
κι ηδονή δονούσε
τα έγκατα του κορμιού μου
Ήταν τότε που αγνοούσαμε την απόσταση
απ’ το στόμα στο μυαλό
Τότε που φύτρωναν δέντρα γύρω μας
μάζευες τους ώριμους καρπούς
Τότε που ολισθαίναμε στις επιθυμίες
χαμερπείς, αναίσχυντοι
Μέχρι τη μέρα
που η λεωφόρος καυτή
έλιωσε την προοπτική

Σωτήρης  Αγαπάκης


ΕΞΑΡΤΗΣΗ

Τα χείλη σου μπορούν να με σκλαβώσουν,
Με λέξεις που θυμίζουν σ’ αγαπώ.
Τα χέρια δεν μπορούν να ελευθερώσουν,
Αυτό το σώμα στο κελί  που ’βαλα εγώ.

Αλήθεια, ήθελα να μπω στη φυλακή σου,
Για να ’χω εσένα  όλη μέρα για φρουρό.
Αλλά εσύ δεν θέλησες να βλέπω τη μορφή σου,
Και πια στην απομόνωση μετράω τον καιρό.

Με ένα σου χάδι ίσως μπορώ δύο ζωές να ζήσω,
Μα φαίνεται τα χέρια σου το έχουν ακριβό.
Και δεν  μπορώ αν δεν το θες χάρη να στο ζητήσω,
Γιατί στην θύμηση μου αυτή τα όνειρα θα ξεχνώ.

Περιπλανώμενος γυρνώ σαν άλλος εθισμένος,
Με μια ελπίδα στην ψυχή ζητώντας συνδρομή.
Κι αφού πως δεν υπάρχει θεός είμαι πια πεπεισμένος,
Πάνω σε ένα ψυχρό σκαλί θα χάσω την πνοή.

Βάσια Αργέντη

ΆΤΙΤΛΟ

"Δωμάτιο σκοτεινό.
Ανυπεράσπιστη θλίψη.
Ίσα που μπαίνει λίγο φως
από τις γρίλιες του παντζουριού.
Οι γρίλιες όμως, έχουν τάσεις κυκλοθυμικές,
σαν της γης, τους θλιμμένους.
Σκαρφαλώνουν στα βλέφαρα
και κλείνουν μονομιάς.
Χάνονται, σαν σκόνη στο τίποτα
και το φεγγάρι δεν προλαβαίνει
να στραγγίξει το αίμα τους.

Γιατί το φως
είναι μνήμη
και πιο νύχτα...
δεν γίνεται!"