Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 20

Ο Μίλτος Σαχτούρης στα 'Χρωμοτραύματα' του

Γράφει ο Νέστορας Πουλάκος
Γύριζε στους δρόμους ο τρελός λαγός
γύριζε στους δρόμους
ξέφευγε από τα σύρματα ο τρελός λαγός
έπεφτε στις λάσπες
Ήταν καλοκαίρι του 2007, μόλις δυο χρόνια από τον θάνατο του Σαχτούρη. Δημοσία δαπάνη έγινε η κηδεία του, καθότι “ήταν εκείνος ο ποιητής που άνοιξε τους δικούς του υψηλούς ορίζοντες, με τη διεθνή του αναγνώριση, στην ελληνική ποίηση”. Ήταν ακόμη, “ο τελευταίος εκπρόσωπος της μεγάλης γενιάς της νέας ελληνικής ποίησης, ο οποίος με την τολμηρή, ασυμβίβαστη γραφή του συνόδευσε τις εποχές των περιπετειών και των αγώνων”. Μα και “η μεγαλύτερη ποιητική μορφή της σύγχρονης Ελλάδας, που διέθετε πίστη, σεμνότητα και ήθος για τα γράμματα”. Μεγαλόσχημα λόγια ανίδεων ανδρών, αποφανθήκαμε. Αλλά τι να περιμένεις… Για εμάς, ο Σαχτούρης ήταν ο ποιητής εν τη ουσία του, που πίστευε τη Μούσα και την καρδιά της, και ένιωθε στις φλέβες του τον κάθε στίχο που έγραφε. Ναι, για εμάς ο Σαχτούρης ήταν εκείνος που ασχολήθηκε αποκλειστικά με την ποίηση, ο επαγγελματίας, κι αυτό δεν είναι ειρωνικό, που έκαψε τα βιβλία νομικής που διάβαζε και πούλησε την αχανή οικογενειακή βιβλιοθήκη, τα κτήματα και το πατρικό του στην Κυψέλη για να ζήσει όπως ήθελε εκείνος. Μόνο. Ουδέν μεμπτό.

Επανέρχομαι στο καλοκαίρι του 2007. Ο Μίλτος Σαχτούρης μας είχε αφήσει κοντά δυο χρόνια. Η αφεντιά μου και ο Τάσος, ο Στράτος και ο Νίκος, όλοι μας παιδιά του Vakxikon.gr, αναγνώστες, λάτρεις των στίχων του ποιητή της Κατοχής και της Μεταπολεμικής / Μετεμφυλιακής εποχής, καθισμένοι σε μια βεράντα κάπου στη Χαλκιδική, διαβάζαμε τα “Φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο”. Ήταν τόσο περίεργο. Όλοι μας ξέραμε τον Σαχτούρη, τον γνωρίζαμε, τον διαβάζαμε κατά μονάς. Μα δεν τον είχαμε ακουμπήσει, έτσι όλοι μαζί, όπως κάναμε συνήθως όλα αυτά τα χρόνια. Κάτι μας τρόμαζε, βλέπεις. Λίγα χρόνια πίσω είχαμε πληροφορηθεί τον θάνατό του. Στα 86 του. Αγαπημένος μα και λησμονημένος. Τι οξύμωρο! Τότε ήταν που γράψαμε τις πρώτες επιφυλλίδες για το έργο του. Όμως και πάλι, με έναν κάποιο φόβο τον αντικρίζαμε. Κι έπρεπε να περάσουν δυο ολόκληρα χρόνια… Ώστε να απενεχοποιηθούμε και να τον διαβάζουμε φωναχτά, ο ένας αντίκρυ στον άλλο, σε εκείνο το κάπως αμήχανο, μα στα σίγουρα πρωτόλειο συνέδριο μας. Ειλικρινά, δεν μπορώ να το δικαιολογήσω όλο αυτό. Και χωρίς καμία δόση ποιητικής υπερβολής, ή άλλο τέτοιο, αυτή η εποχή, αυτός ο φόβος, ο ενδόμυχος, ο ψυχοβγαλτικός, αυτός είναι που έχει κάνει τον Σαχτούρη και αγαπημένο μα και λησμονημένο. Καιρός να τον συναντήσουμε ξανά.

Και βάζουμε μπροστά το εκδοτικό εγχείρημα μας. Και μελετάμε ξανά και ξανά τον Σαχτούρη. Σε μια σχετική επιφυλλίδα: Για “ανθρώπους-χρώματα-ζώα-μηχανές” έγραψε ο Μαρωνίτης. Τους “δύσκολους καιρούς μέσα από την ποίηση του Σαχτούρη” θυμήθηκε η Νόρα Αναγνωστάκη, και τον έκανε περισσότερο γνωστό –καθώς λένε- στο αναγνωστικό κοινό με εκείνο το περίφημο άρθρο της. Για τον Χατζηβασιλείου “ο Σαχτούρης παρέκαμψε τον υπερρεαλισμό”. Και η αλήθεια είναι ό,τι επηρεάστηκε από αυτόν, αλλά δεν εγκλωβίστηκε, του ξέφυγε. Δεν αφομοιώθηκε, μα όρθωσε την προσωπική του φωνή. Έδωσε το στίγμα του. Και βρήκε την ταυτότητα του. Ο Σαχτούρης ο ποιητής της σκιάς, κατά την εκδήλωση, με τα μεγαλόσχημα λόγια των πολιτικών να ακούγονται στην κηδεία του, και τα τρία βραβεία που κουβαλάει στις αποσκευές του. Ή μήπως έκαψε κι αυτά; Σε εκείνο το φτωχικό, μικρό σπίτι της Κυψέλης, όπου έμενε τα τελευταία χρόνια της ζωής του; Μα εντέλει ο Μίλτος Σαχτούρης είναι αναγνωρισμένος ή λησμονημένος; Παραμένει στη σκιά ή μήπως έχει βγει στην επιφάνεια; Κάτι μου λέει πώς θα μας ακούει από κει πάνω και θα κουνάει το κεφάλι του. Βέβαια θα μας ακούει πρώτα…

εφέτος στ’ αλήθεια εφοβήθηκα την παγωνιά τη μοναξιά το κρύο

Ήταν τέλος φθινοπώρου του 2009. Και υπήρχε ένας μυστηριώδης αέρας στην ατμόσφαιρα αυτής της πόλης. Η πολεμημένη του πρώτη ποίηση από την άλλη… μυστηριώδη γενιά του ’30, καθώς και “Η Λησμονημένη”, οι “Παραλογαίς”, “Με το πρόσωπο στον τοίχο”, “Όταν σας μιλώ”. Στον “Περίπατο” και τα “Στίγματα” βρήκαμε το απάγκιο μας. Στη “Σφραγίδα ή ή όγδοη σελήνη” τον εαυτό μας. “Το σκεύος”, “Εκτοπλάσματα”, “Καταβύθιση”, τα αγαπημένα μας “Φάσματα”. Και όταν “Ανάποδα γύρισαν τα ρολόγια”, όλα διαβάστηκαν και ξαναδιαβάστηκαν. Ακόμη άγνωστος ο λόγος. Και η σύνδεση με την τότε πραγματικότητα είχε μια κάποια λογική. Ήταν ανάγκη. Δεν μπορώ να το πω αλλιώς. Να το χαρακτηρίσω. Εκλογές, κρίση οικονομική και κοινωνική, αναβρασμός της νεολαίας, ταραχές, δολοφονίες και σπασίματα, το τέλος της ψεύτικης ευδαιμονίας μιας κοινωνίας της εν γένει ψευδαίσθησης. Κι ένα σκοτεινό χέρι, σα να ήξερε πώς θα γιγαντωθούν όλα αυτά, κάποτε, σίγουρα εδώ όχι αλλού, μας έσπρωξε πάλι, και πάλι, ξανά και ξανά, στην ποίηση του Σαχτούρη…

…του επίμονου ποιητή, του πείσμονα ανθρώπου που –εντέλει- δεν παντρεύτηκε ποτέ καθότι “Μια δυο φορές που κινδύνευσα να παντρευτώ, ο πατέρας των κοριτσιών έλεγε ‘Όχι, γιατί ποιητής δεν είναι επάγγελμα’ και χάλαγε ο γάμος. Είχα σκοπό ότι δε θα κάμω τίποτ’ άλλο”. Και είναι εκείνο το χέρι, πάλι, που σπρώχνει τους νέους ποιητές, ή τους αναγνώστες απλώς, να δημοσιοποιούν στο χαρτί, στο διαδίκτυο, οπουδήποτε, οποτεδήποτε, τους φόβους τους. Αυτά φοβόταν ο πάντοτε επίκαιρος Σαχτούρης. Ο διαχρονικός, για να πω κι εγώ με τη σειρά μου κάτι μεγαλόσχημο. Αυτά φοβόταν λοιπόν ότι θα συμβούν μια κάποια στιγμή. Και συνέβησαν. Και γίνονται ακόμη. Ίσως και πάντοτε, λίγοι το ξέρουν άλλωστε. Στα σίγουρα αυτά φοβόμασταν κι εμείς. Και ακόμη φοβόμαστε. Και όλα επαληθεύονται. Τόσο περίτρανα. Πόσο τραγική που είναι η μοίρα μας καμιά φορά. Και πόσο επίκαιρος είναι ο… λησμονημένος Σαχτούρης.

Γιατί, κατά τον ίδιο, δεν είναι περιστασιακή η ποίηση, είναι αιώνια.

Σημείωση: Εισήγηση του Νέστορα Πουλάκου στο αφιέρωμα στον Μίλτο Σαχτούρη (7-12-11), που εντάσσεται στον πρώτο κύκλο Ποιητές στη Σκια, τον οποίο διοργάνωσαν οι Εκδόσεις Γαβριηλίδης και το Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΑ. Επιμελητής του αφιερώματος: Γιώργος Μπλάνας. Τα κείμενα των αφιερωμάτων συμπεριλήφθηκαν στην έκδοση Ποιητές στη Σκια (Εκδ. Γαβριηλίδης, 2012).