Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 20

Ο Δρόμος με τις Φάμπρικες - Ανάγνωση του Τζον Στάινμπεκ

Ο Δρόμος με τις Φάμπρικες, Μυθιστόρημα, Τζον Στάινμπεκ, μτφρ. Κοσμάς Πολίτης, Εκδόσεις Γράμματα, 1983


Ο Γιάννης Δάλλας, στο έργο του «Πολιτική και Ιδεολογία», με την ενδελεχή αναφορά του στο έργο και τα ποιητικά χαρακτηριστικά του Μανόλη Αναγνωστάκη, παρατηρεί πως στην έννοια της αισθητικής απόκλισης υφίσταται κάθε φορά η διαφοροποίηση του ορίζοντα προσδοκίας. Τούτο δηλαδή σημαίνει πως η θεώρηση του κόσμου από έναν λογοτέχνη, έχει να κάνει με εκείνο που θα επιθυμούσε ή καλύτερα με εκείνο, το οποίο πρόκειται να διαψευστεί για κάθε έναν από τους δύο εμπλεκόμενους, ποιητή και αναγνώστη. Έτσι προσδιορίζεται η λεπτή, αδιόρατη μα ουσιώδης την ίδια στιγμή σήμανση ενός έργου, η εσωτερική δυναμική του, εκείνη που θα το κατατάξει τελικά ή θα το εγκαταλείψει ανένταχτο και ανερμήνευτο, όταν δεν διατυπώνει κανενός είδους εξειδίκευση ή όταν η αισθητική απόκλιση δεν θα παραμένει παρά μια μετατόπιση προς τετριμένα και χρησιμοποιημένα ήδη, λεκτικά και εκφραστικά κλισέ.

Μιλώντας λοιπόν, για αισθητική του λόγου και της πρόθεσης, όπως την υπαινίχθηκε ο κριτικός και ποιητής Γιάννης Δάλλας και την εξήγησε με ακρίβεια, καθορίζοντας έτσι ένα είδος πρωτοπορίας και «προχωρήματος» της τέχνης συλλογικότερα, αξίζει τον κόπο να σταθεί κανείς στο έργο του Στάινμπεκ. Ο αμερικάνος, πολυβραβευμένος συγγραφέας, ακόμα και στα πιο ελάσσονα από τα έργα του, αν μπορεί κανείς να τα θεωρήσει ως τέτοια, προβαίνει στη δημιουργία ενός αισθητικού μοντέλου, με σαφή εξειδίκευση. Πρόκειται για ένα είδος ρεαλισμού της πόλης, για μια μορφή λογοτεχνικού ρεαλισμού, η οποία θα μπορούσε με ευκολία να χαρακτηριστεί ως βιομηχανικός, αστικός. Φυσικά η καταγωγή του παραμένει και εκείνη σαφής, δυτική, αντλώντας τις θεματικές και εικαστικές αναφορές του από το αμερικανικό τοπίο. Ο Τζων Στάινμπεκ θα μπορούσε λοιπόν να χαρακτηριστεί ως ένας γνήσιος, αυθεντικός εκπρόσωπος του αμερικανικού, βιομηχανικού ρεαλισμού, ενός είδους το οποίο οριοθετείται σε έργα όπως το «Ο Δρόμος με τις Φάμπρικες», όπου και η σκηνοθεσία των εργατικών προαστίων, στέκει ως κεντρικό, περιγραφικό υλικό για τον συγγραφέα. Πρόκειται για μια αναζήτηση του υπερβατικού, του ονειρικού μες στην ίδια τη σύνθεση τοπίου και ανθρώπου. Δίχως την απώλεια του ανυπόφορου, αστικού ρυθμού και της εξαργύρωσής του σε ανθρώπινες μορφές και συμπεριφορές, ο Στάινμπεκ κατορθώνει παράλληλα, με μία ποιητική γραφή, να εισάγει εκείνα τα στοιχεία που μπορούν να καταστήσουν το ρεαλισμό του, ως μια έκφραση ενός διακριτικού ρομαντισμού, ο οποίος αποβλέπει στη δυναμική της προοπτικής, κατοχυρώνει τούτο το τελευταίο στοιχείο, ως ένα κεκτημένο, ένα αξιωματικό δικαίωμα του ατόμου. Μιλά για το δικαίωμα στο «όνειρο», για το ακατόρθωτο, όντας συνεχιστής, κατά κάποιον τρόπο εκείνου του μαγικού θαυμαστού, όπως πολύ γλαφυρά διατύπωσαν οι πιο εμβληματικές από τις λογοτεχνικές μορφές των λατινοαμερικάνικων γραμμάτων.

Ο Στάινμπεκ προσδίδει στις μορφές τα στοιχεία εκείνα, με τα οποία οι πρώτες μπορούν να ενσωματωθούν στο τοπίο του άστεως, όπως σκληρά περιγράφεται στην εργογραφία του ποιητή. Όμως, υφίσταται πάντα η δροσερή οπτική της νεότητας, το «απόκοσμο», εκείνο που δεν εξηγείται με μέτρα ανθρώπινα και για τούτο κατακτά το υπερβατικό. Οι πολύχρωμες, λεπτομερείς αναφορές του Στάινμπεκ, οι οποίες και αφθονούν μες στο έργο του, σε μια θαυμάσια και διόλου ενοχλητική ισορροπία, η περιφρόνηση του χώρου, η ενσωμάτωση στοιχείων, όπως η ομορφιά των αντικειμένων και των ανθρώπων, η απαιτούμενη ελευθερία, η κατάργηση ή η επιεικέστερα, η αμφισβήτησή ουσιωδών γνωρισμάτων σε ένα πιο κλιμακούμενο πεδίο, ίσως, συνιστούν μεθόδους διατήρησης μιας υπερβατικής προοπτικής. Ο σκοπός αυτός φυσικά εξυπηρετείται και από το λόγο, σε μεγάλο, αν όχι μέγιστο βαθμό, ο οποίος σε συνδυασμό με τη ραγδαία φυσικότητα του είδους αλλα και του δημιουργού πιο ειδικά,διαμορφώνει, εφόσον εκπληρώνεται απολύτως ο αρχικός στόχος τις αναγκαίες συνθήκες για την εμπέδωση ενός αισθηματικού κώδικα, ενός συναισθήματος που χρωματίζει και ακυρώνει  την ίδια ώρα, το σκληρό, βιομηχανικό τοπίο.

Πρόκειται με άλλα λόγια για μια σαφή αντίφαση τοπίου και ανθρώπινης επιθυμίας, την οποία εντοπίζει ο Στάινμπεκ και τη διατυπώνει με μέσα εικαστικής και ρηματικής τάξης, με την αυτονόμηση των περσόνων του. Κάπως έτσι ερμηνεύεται η αναφορά στον περιφρονητικό οπλίτη ή ακόμα το απρόσμενο, ερωτικό βάθος της ιερόδουλης.

Ο Τζων Στάινμπεκ συνιστά έναν ποιητή, έναν ποιητή της εποχής του, ο οποίος διατηρεί ακόμα ανταπόκριση με την κοινωνία, τα ειδικά ή γενικά της γνωρίσματα. Στις «Φάμπρικές» η ματιά του είναι κριτική μα και προφιτική καθώς οι θεματικές του ανάγονται σε ένα ευρύτατο πεδίο ανθρωπολογικών ερωτημάτων, επίκαιρων πάντοτε, κατάλληλων για να θέσουν σε λειτουργία το ήδη κλονισμένο και περιθωριοποιημένο νου του νέου, αστικού τοπίου. Με άλλα λόγια το τοπίο είναι κατάλληλο ώστεο λόγος να καταστεί υπαινικτικός, σαφώς προσωπικός και προφορικός, δίχως καμιά πρόθεση λογιοτατισμού, διαθέσιμος για συμπεράσματα τύπου και ήθους αστικού.

Απόστολος Θηβαίος