Όταν ο αναγνώστης διαβάζει τα διηγήματα της Κούλας Αδαλόγλου, ακούει τους ήχους από παλιές εικόνες, ανοίγουν τα βλέφαρα και βλέπουν και πάλι εικόνες παλιές αλλά και νέες, που περνούν απαρατήρητες και χρειάζεται ένας ποιητής, ένας δημιουργός, ένας ευαίσθητος άνθρωπος να καθοδηγήσει το βλέμμα να τις προσέξει και να τις στοχαστεί. Και νιώθει φευγαλέα τη μυρωδιά της πληγής, γιατί η συγγραφέας γρήγορα την απομακρύνει με μια κατάφαση ζωής που διακρίνει στο τέλος το ποιητικό και το πεζό της έργο.Τα πρόσωπα έρχονται αντιμέτωπα με το παρόν, στρέφουν το βλέμμα στο παρελθόν και συντηρούν νοσταλγικά μνήμες του, άλλοτε τρυφερές και άλλοτε επώδυνες, που ωστόσο δε θέλουν να σβήσουν από την ψυχή τους. Εξομολογούνται προσωπικές στιγμές και αισθήματα, εγκλωβίζονται στο χώρο, στις ματαιωμένες προσδοκίες τους, στη μνήμη, στις σχέσεις και προσπαθούν να βρουν διαφυγή άλλοτε επιχειρώντας έξοδο από τον κλοιό τους και άλλοτε ζητώντας τη λύτρωση στη γραφή.
Η γλώσσα ποιητική, περιεκτική, αφαιρετική. Οι λέξεις ζυγιασμένες, καλοβαλμένες όλες, τίποτε περιττό, φορτωμένες περιεχόμενο, ουσιαστικές. Οι φράσεις ποιητικές, μικρές, κοφτές. Και ο λόγος λιτός αλλά πυκνός, προσαρμοσμένος στην ευαισθησία και την ιδιαιτερότητα του ήρωα.
Κυρίαρχο και το παιχνίδι με το χρόνο. Ένα συνεχές πήγαινε έλα ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, άμεσο και απώτερο. Το ένα χρονικό επίπεδο εισχωρεί στο άλλο σε ένα συνεχές που φωτίζει τα γεγονότα και κλείνει τον κύκλο των προσώπων, των προθέσεων των συμβάντων.
Παιδικά βιώματα, νοσταλγικές μνήμες, η μαγική γειτονιά των παιδικών μας χρόνων, το παγωτό χωνάκι, οι λεμονάδες, η πάστα αμυγδάλου, γεύσεις που επαναφέρουν στη μνήμη το παρελθόν, και ο χορός με τον πατέρα αποτελούν την πρώτη ύλη για να οργανωθεί το αφήγημα με τον τίτλο Εισαγωγικό.
Η ικανότητα της Κούλας Αδαλόγλου να ελέγχει και να πειθαρχεί τα συναισθήματα, να αποφορτίζει τα γεγονότα από το βάρος που αυτά κουβαλούν και να τα παρουσιάζει νηφάλια χωρίς υπερβολικές κρίσεις με μια οπτική που τη χαρακτηρίζει η τρυφερότητα και η αγάπη φανερώνεται όχι μόνο σε αυτό το αφήγημα αλλά και σε όλα που ακολουθούν. Εκδρομείς στην «τουριστική» Μακρόνησο και μια άλλη αντίληψη του χώρου παρουσιάζει το αφήγημα Ένα τουριστικό καλοκαίρι. «Αν ταξιδέψεις βράδυ στο Αιγαίο… και περάσεις εκεί που βρίσκεται το στενόμακρο νησί, η Μακρόνησος, δεν θα αντιληφθείς το σκοτεινό της όγκο. Αν όμως έχεις κάποια ακούσματα, κάποιες αφηγήσεις να σε βαραίνουν τότε το φορτίο θα γίνει ασήκωτο, ένας βρόγχος στο λαιμό». Τα πρόσωπα του διηγήματος, ο ξεναγός, η Φανή, ο Σάββας, ο Πέτρος, η ζωγράφος δίνουν τη δική τους οπτική για τον τόπο και το φορτίο που αυτός κουβαλά. Μια σαύρα, γέννημα, θρέμμα του νησιού γίνεται τιμητής του χώρου, των προσώπων, των συμβάντων.
Στα άλλα διηγήματα παρουσιάζονται φοιτητές σε διαδήλωση, ένας Κούρδος που ανταποδίδει την αγάπη, ο έρωτας που καταρρίπτει τις συμβάσεις, το εστιατόριο μιας ξένης που ταρακουνάει τη ζωή μιας κωμόπολης, ένα σπίτι που στοιχειώνει τη ζωή μιας γυναίκας, όλα τοποθετημένα σε ένα ιστορικό πλαίσιο που ξεκινά από τον εμφύλιο και φτάνει μέχρι σήμερα. Έτσι ο αναγνώστης παρακολουθεί όψεις της ελληνικής πραγματικότητας μέσα από τις αφηγήσεις και τη δράση των ηρώων.
Η συνδρομή στην περιπέτεια των προσώπων έρχεται απροσδόκητα, συχνά αθόρυβα, μια προσωπική επιλογή του ήρωα που επιμένει να νιώθει το βάρος της ζωής αλλά διαφορετικά τώρα. Σαν έναν ήλιο χλωμό που μόνο αυτός, ο πρωταγωνιστής, μπορεί να βλέπει.
Τα λόγια της Κικής Δημουλά αποτελούν την κατακλείδα στη σύντομη αυτή παρουσίαση των διηγημάτων της Κούλας Αδαλόγλου. Το έργο της λοιπόν ωφελεί τους αναγνώστες «Επειδή βρίσκουν εντός του κομματάκια από σκισμένες φωτογραφίες του ψυχισμού τους. Περισσότερο κι πιο σωστά ωφελεί εκείνους που πιστεύουν στην μαγεία της τέχνης, ωφελεί κυρίως τη γλώσσα. Την περισυλλέγει από τους μεγάλους κάδους της βιασύνης και τη μεταγγίζει με σέβας στο τόσο δα μπουκαλάκια του αγιασμού. Τέλος το έργο της ωφελεί, όσο μια παυσίπονη σταγόνα σ’ έναν ωκεανό λύπης. Δεν είναι λίγο».