Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 4

Αντριέν Ριτς, η γλώσσα είναι ο χάρτης των αποτυχιών μας

του Δημήτρη Αθηνάκη

Εισαγωγικό Σημείωμα

The will to change begins in the body not in the mind
My politics is in my body.
Adrienne Rich

Η Αντριέν Ριτς γεννήθηκε το 1929 στη Βαλτιμόρη. Ο πατέρας της ήταν καθηγητής παθολογίας και η μητέρα της σπουδαία σολίστ του πιάνου, η οποία παράτησε τη μουσική της καριέρα για ν’ αφοσιωθεί στην οικογένειά της. Μεγαλώνοντας, η ποιήτρια γαλουχήθηκε έτσι, ώστε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της να πολεμά, μέσω της ποίησης αλλά και με κινηματικό τρόπο, εναντίον του ρατσισμού, του μιλιταρισμού, της ομοφοβίας, του αντισημιτισμού, όλ’ αυτά υπό τη σκοπιά πάντοτε του φεμινισμού. Η Αντριέν Ριτς και το έργο της είναι από τα λίγα στο χώρο της ποίησης που επηρέασε τόσο πολύ το σύγχρονο φεμινισμό, στο κίνημα του οποίου και αφιέρωσε σχεδόν ολόκληρο το έργο της. Έχει τιμηθεί πολλές φορές και στα βραβεία της συμπεριλαμβάνονται τα σημαντικότερα των ΗΠΑ. Η Ναντίν Γκόρντιμερ την έχει χαρακτηρίσει ως «τον Μπλέικ των αμερικανικών γραμμάτων».
Ταξίδεψε και δημιούργησε πολύ. Έχει εκδώσει πάνω από είκοσι βιβλία (δεκαέξι ποίησης και πέντε μη μυθοπλαστικής πρόζας), έχει διευθύνει περιοδικά για την ομοφυλοφιλία και το φεμινισμό, έχει διδάξει, αγωνιστεί ως ακτιβίστρια. Ανήκει στους καλλιτέχνες που συνδέουν άμεσα και ξεκάθαρα την τέχνη με τη ζωή, κάτι που επιβεβαιώνεται και από το παράθεμα στην αρχή αυτής της μικρής εισαγωγής.
Η γλώσσα τής Ριτς είναι ακριβής και διάφανη. Χωρίς φιοριτούρες και περικοκλάδες δημιουργεί μια συγκινησιακή φόρτιση, με τον όρο «συγκίνηση» να μας πηγαίνει στο έτυμό του: συν + κίνηση. Κοντολογίς, μέσα από τις λέξεις της, η αμερικανίδα ποιήτρια θέλει να ενώσει το εν με το όλον, να μετασχηματίσει το «εγώ» σε ένα «εμείς», όπου ωστόσο πάντοτε θα περιλαμβάνει όλα τα «εγώ» και τα «εσύ», διαχωρισμένα αλλά όχι χωριστά.
Η πολιτικότητα της ποίησής της διαθέτει όλο εκείνο το αστείρευτο χάρισμα να μην υποπίπτει σε στείρους διδακτισμούς και μανιφεσταρίσματα. Δίχως να παγιδεύονται σε διακηρύξεις και τυμπανοκρουσίες, τα ποιητικά της έργα είναι διάχυτα από στοχασμό που ναι μεν μπορεί να εκκινεί απ’ το μυαλό ή άλλες φορές από μεταφυσικές διαστάσεις και καταστάσεις, αλλά μεταλαμπαδεύεται στον κόσμο μέσω του σώματος, που άλλοτε βασανίζεται και άλλοτε μαζεύει τα κομμάτια του για να οδηγηθεί εκ νέου σε μιαν αλήθεια που όχι μόνο εμπεριέχει τις πνευματικές αναζητήσεις του ανθρώπου για μια ζωή ελεύθερη από πίεση και καταπίεση, αλλά πολύ περισσότερο έχει ως ασπίδα την ελεύθερη διάθεση σώματος και πνεύματος στην εκάστοτε μάχη.
Κι αυτό κατά ριπάς. Όπως ακριβώς και στην ίδια τη ζωή.

Σημείωση: Τα ποιήματα που επιλέχτηκαν, είναι ενδεικτικά όλων όσα αναφέρθηκαν στο εισαγωγικό σημείωμα. Έχουν επιλεγεί από διαφορετικές συλλογές και περιόδους της ποιήτριας και διαμέσου αυτών μπορούμε, σιγά σιγά, να εισαχθούμε στην ποίηση της Ριτς, η οποία συνδυάζει το πολιτικό, το ερωτικό και σωματικό ενωμένα αλλά όχι συγκεχυμένα μεταξύ τους.

* * *

Το Κάψιμο του Χαρτιού Αντί των Παιδιών

Κινδύνευα να
εκφράσω με λέξεις τα ηθικά μου
κίνητρα βγάζοντάς τα έξω απ’ την ύπαρξή μου.
-Daniel Berrigan, στη δίκη στη Βαλτιμόρη.

1. Ο γείτονάς μου, επιστήμων και συλλέκτης έργων τέχνης, μου τηλεφωνεί σε κατάσταση εχθρική. Μου λέει ότι ο γιος μου κι ο γιος του, έντεκα και δώδεκα ετών, έκαψαν το βιβλίο των μαθηματικών στην αυλή την τελευταία μέρα του σχολείου. Έχει απαγορέψει στο γιο μου να πατήσει το πόδι του στο σπίτι του για μια βδομάδα κι έχει απαγορέψει στον δικό του να βγει απ’ το σπίτι το ίδιο διάστημα. «Το κάψιμο ενός βιβλίου», λέει, «μου ξυπνά απαίσια συναισθήματα, θύμησες απ’ τον Χίτλερ• υπάρχουν κάποια πράγματα που με θυμώνουν υπερβολικά, όπως η ιδέα να καις ένα βιβλίο».

Πίσω στο παρελθόν: η βιβλιοθήκη, τοίχοι γεμάτοι
με πράσινες εγκυκλοπαίδειες
Αναζητώντας ξανά
στα Άπαντα του Ντύρερ
τη MELANCOLIA, τη θλιμμένη γυναίκα

τους κροκόδειλους στον Ηρόδοτο
τη Βίβλο των Νεκρών
τη Δίκη της Ζαν Ντ’ Αρκ, πολύ σκοτεινή
έχω την αίσθηση, Είναι το χρώμα της αυτό

και μου παίρνουν το βιβλίο
γιατί την ονειρεύομαι πολλές φορές

έρωτας και τρόμος μες στο σπίτι
η γνώση του δυνάστη
Ξέρω ότι πονάει να καις

2. Το να φαντάζεσαι μιαν εποχή σιωπής
ή λέξεων ελαχίστων
μιαν εποχή χημείας και μουσικής

τα βαθουλώματα πάνω απ’ τους γοφούς σου
ιχνηλατημένα απ’ τα χέρια μου
ή, τα μαλλιά είναι σαν σάρκα, είπες

μιαν εποχή μακράς σιωπής

ανακούφιση

από τούτη τη γλώσσα  αυτή την πλάκα ασβεστόλιθου
ή εμπλουτισμένου σκυροδέματος
φανατικοί και έμποροι
κηλίδωσαν αυτή την παραλία την καλυμμένη μ’ άγρια βλάστηση
που κάποτε ανάσαινε
με καπνού τολύπες
με σάρωμα τ’ ανέμου

γνώση του δυνάστη
αυτή είναι η γλώσσα του δυνάστη

αλλ’ ακόμα πρέπει να σου μιλήσω

3. Οι άνθρωποι βασανίζονται οικτρά απ’ τη φτώχεια και χρειάζεται αξιοπρέπεια κι ευφυΐα για να ξεπεράσεις αυτό το μαρτύριο. Μερικοί απ’ αυτούς που βασανίζονται είναι: ένα παιδί που δεν έφαγε βραδινό χθες• ένα παιδί που ’κλεψε το φαΐ του γιατί δεν είχε τα λεφτά να τ’ αγοράσει• ν’ ακούς μια μάνα να λέει ότι δεν έχει λεφτά ν’ αγοράσει φαΐ για τα παιδιά της και να βλέπεις ένα παιδί χωρίς ρούχα σού φέρνει δάκρυα στα μάτια.

(η διασάλευση της τάξης
η ανανέωση του λόγου
για να υπερνικήσεις τούτο το μαρτύριο)

4. Πλαγιάζουμε κάτω απ’ το σεντόνι
μετά που κάναμε έρωτα, μιλώντας
για τη μοναξιά

ξαλαφρωμένοι μες σ’ ένα βιβλίο
ξανανιωμένοι μες σ’ ένα βιβλίο
έτσι που σ’ αυτή τη σελίδα
ο θρόμβος και η σχισμή
απ’ αυτήν ξετρυπώνουν
λέξεις ενός άντρα
που πονά
μια γυμνή λέξη
που εισβάλει στο θρόμβο
ένα χέρι που αρπάζει
μέσ’ απ’ τα κάγκελα:

απελευθέρωση

Αυτό που συμβαίνει ανάμεσά μας
συμβαίνει για αιώνες
το ξέρουμε απ’ τη λογοτεχνία

ακόμα συμβαίνει

σεξουαλικός φθόνος
χέρι που εκτινάσσεται
χτυπώντας το κρεβάτι

στόμα ξερό
μετά από λαχάνιασμα

είναι βιβλία που τα περιγράφουν όλ’ αυτά
και είναι ανώφελα βιβλία

Περπατάς μες στο δάσος πίσω από ’να σπίτι
εκεί σ’ εκείνη τη χώρα
βρίσκεις ένα ναό
χτισμένο χίλια οχτακόσια χρόνια πριν
εισέρχεσαι χωρίς να ξέρεις
τι να ’ν’ αυτό όπου μπαίνεις

έτσι γίνεται μ’ εμάς

κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει
παρόλο που τα βιβλία λένε τα πάντα

κάψτε τα βιβλία είπε ο Αρτώ

5. Γράφω στη γραφομηχανή αργά τη νύχτα, τη μέρα ετούτη αναλογιζόμενη. Πόσο καλά μιλήσαμε όλοι μας. Μια γλώσσα είναι ο χάρτης των αποτυχιών μας. Ο Φρέντερικ Ντάγκλας έγραψε αγγλικά καθαρότερα απ’ του Μίλτον. Οι άνθρωποι βασανίζονται οικτρά απ’ τη φτώχεια. Υπάρχουν λύσεις αλλά δεν τις ενεργοποιούμε. Η Τζόαν, που δεν μπορούσε να διαβάσει, μιλούσε μια χωριάτικη μορφή των γαλλικών. Μερικά απ’ τα μαρτύρια: είναι δύσκολο να πεις την αλήθεια• αυτή είναι η Αμερική• δεν μπορώ τώρα να σ’ αγγίξω. Στην Αμερική έχουμε μόνο τον ενεστώτα χρόνο. Κινδυνεύω. Κινδυνεύεις. Το κάψιμο ενός βιβλίο δε μου ξυπνά καμιάν αίσθηση. Ξέρω ότι πονάει να καις. Υπάρχουν φλόγες από ναπάλμ στο Κέιτονσβιλλ του Μαίρυλαντ. Ξέρω ότι πονάει να καις. Η γραφομηχανή έχει ανάψει, το στόμα μου καίει, δεν μπορώ να σ’ αγγίξω κι αυτή είναι η γλώσσα του δυνάστη.

1968

[The Burning of Paper Instead of Children, The Will to Change, 1971]

Τι Σόι Χρόνια Είναι Αυτά

Υπάρχει ένα μέρος ανάμεσα σε δυο συστάδες δέντρων όπου το γρασίδι μεγαλώνει
επίμονα
και ο παλιός ανυπόταχτος δρόμος κομμάτια γίνεται από σκιές
κοντά σ’ ένα σπίτι όπου γίνονταν συγκεντρώσεις, εγκαταλειμμένο απ’ τους
εκτελεσμένους
που εξαφανίστηκαν μέσα σ’ ετούτες τις σκιές.

Περπάτησα ώς εκεί μαζεύοντας μανιτάρια στις παρυφές του τρόμου, αλλά
ας μην κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας,
αυτό δεν είναι ρωσικό ποίημα, αυτό δε συμβαίνει πουθενά αλλού παρά εδώ,
η χώρα μας κινείται εγγύτερα στη δική της αλήθεια και στο δικό της τρόμο,
στους μοναδικούς της τρόπους να οδηγεί τους ανθρώπους στην εξαφάνιση.

Δε θα σου αποκαλύψω πού είναι αυτό το μέρος, το σκοτεινό σύμπλεγμα των δέντρων
συναντά την ανεπαίσθητη αχτίδα του φωτός –
σταυροδρόμια κατακλυσμένα από φαντάσματα, παράδεισος από πεσμένα φύλλα:
ξέρω ήδη έναν που θέλει να τον αγοράσει, να τον πουλήσει, να τον εξαφανίσει.

Και δε θα σου πω πού είναι, οπότε γιατί σου λέω
έστω κι αυτά; Γιατί ακόμα ακούς, γιατί σε χρόνια σαν κι αυτά
το ν’ ακούς τουλάχιστον, είν’ απαραίτητο
για να μιλήσουμε για τα δέντρα.

1991

[What Kind of Times Are These, Dark Fields of the Republic, 1995]

Το σχολείο ανάμεσα στα χαλάσματα

Βηρυτός, Βαγδάτη, Σεράγεβο, Βηθλεέμ, Καμπούλ. Όχι ασφαλώς εδώ.

1
Παραδίδοντας το πρώτο και τελευταίο μάθημα
- μέγα φως του θέρους θα κρατήσεις
περισσότερο απ’ όσο το σχολείο κρατά;
Όταν τα παιδιά ξεχύνονται
σε σειρές απ’ τις πόρτες
ΑΓΟΡΙΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ και πολυάσχολοι δασκάλοι

ανοίγουν ή κλείνουν ψηλά παράθυρα
μ’ αγκιστρωμένους σύρτες δημιουργώντας σκουροπράσινες σκιές

ντουλάπια ξεκλείδωτα, κλειδωμένα
ερωτήσεις ανερώτητες, ερωτημένες, όταν

ο έρωτας των νεαρών ακριμάτιστων
σκληρά σχεδιασμένος  ναι
τάξη χωρίς σκληρότητα

ένας δρόμος πάνω στη γη  ούτε παράδεισος ούτε και κόλαση
γεμάτος από το εμπόριο και τη θρησκεία
με νέους δασκάλους να τραβούν για το σχολείο

φρέσκο ψωμί και πάγκοι μ’ αγαθά που άνοιξαν νωρίς

2
Κάθε που η επίθεση σείει τον ουρανό κάθε που το θάμπος της νύχτας
αναμειγνύει τη μέρα με τη νύχτα κάθε που τα κατοικημένα

δώματα της άνω πόλης
σωριάζονται διαλύοντας τους κάτω δρόμους

σωροί από παλιοκαιρίσια στολίδια  ανθρώπινα ερείπια
κάθε που ο φόβος τους δρόμους τούς κενώνει

Κάθε που ολόκληρη η πόλη σείεται
αίμα κάτω απ’ την πατούσα που σκληραίνει σαν γυαλί

Όποιος κι αν περπατά  είναι κυρτωμένος γονατισμένος       μια ζώνη πολεμική
ξέρει γιατί κάνει αυτή την πράξη την αυτοκτονική

Το σχολείο είναι πια ανοιχτό ολημερίς
τα παιδιά κοιμούνται
στις τάξεις οι δάσκαλοι είναι μαζεμένοι

3
Πόσο ο καλός δάσκαλος αγαπούσε
το σχολείο του  τους μαθητές
την αίθουσα του φαγητού με τα φρέσκα σάντουιτς

τις λεμονάδες και το γάλα
την τάξη γυάλινα κλουβιά
με βρύα και χελώνες
διδάσκοντας την ευσυνειδησία

Έρχεται ένα πρωινό χωρίς ψωμί και φρέσκο γάλα
γονείς ή σχέδια μαθημάτων

διάρροια η πρώτη ερώτηση της μέρας
τα παιδιά τουρτουρίζουν είναι Σεπτέμβρης
Ερώτηση δευτέρα: πού είναι η μητέρα μου;

4
Ο Ένα: Δεν ξέρω πού είναι
η μητέρα σου  Ο Δύο: Δεν ξέρω
γιατί προσπαθούν να μας λαβώσουν
Ο Τρία: ή και τα μήκη και τα πλάτη της γης
από το μίσος τους Ο Τέσσερα: Δεν ξέρω αν εμείς
τους μισούμε το ίδιο Νομίζω ότι υπάρχει κι άλλο χαρτί υγείας
στο ντουλάπι με τις προμήθειες Πάω να το σπάσω και να τ’ ανοίξω

Σήμερα ετούτο είναι το μάθημά σας:
γράψτε όσο καθαρότερα μπορείτε
τ’ όνομά σας  τη διεύθυνσή σας και τον αριθμό
σ’ αυτή τη σελίδα
Όχι δεν μπορείτε να πάτε σπίτια σας ακόμα
αλλά δεν έχετε χαθεί
αυτό είναι το σχολείο μας

Δεν είμαι σίγουρος τι θα φάμε
θ’ αναζητήσουμε υγιεινές ρίζες και χόρτα
ψάχνοντας για νερό παρόλο που οι σωλήνες έχουνε σπάσει

5
Μια μικρούλα γάτα βγάζει
το κεφαλάκι της ανάμεσα απ’ τα κάγκελα του παράθυρου
είναι πεινασμένη κι αυτή σαν κι εμάς
αλλά μπορεί να φάει ποντίκια
το μπακιρένιο φουντωτό της τρίχωμα
καταδεικνύει μια ζωή ήδη άγρια

τα χρυσαφένια μάτια της
δε δείχνουν έλεος Θα μας διδάξει Ας την ονομάσουμε
Αδερφή
όταν βρούμε γάλα θα της δώσουμε λίγο

6
Σ’ το ’χω πει, ας δοκιμάσουμε να κοιμηθούμε σ’ αυτό το θλιβερό κατάλυμα
Όλη νύχτα ανηλεή ακαθοδήγητα αντικείμενα στριγκλίζουν
πάνω μας πετώντας κάπου

Μην αφήσετε τα πρόσωπά σας να πετρώσουν
Μην πάψετε να με ρωτάτε το γιατί
Ας επικεντρωθούμε στη γάτα μας μας έχει ανάγκη

Ίσως αύριο οι αρτοποιοί να φτιάξουν τους φούρνους τους

7
«Τους νανουρίσαμε τους είπαμε ιστορίες κάναμε
στο φως ζωάκια-σκιές με τα χέρια μας

σφουγγίσαμε τ’ ανθρώπινα συντρίμμια απ’ τις μπότες και τα πανωφόρια
καθίσαμε να μάθουμε απ’ έξω τα ονόματα
κάποιοι ήταν πολύ μικροί για να γράψουν
κάποιοι είχανε ξεχάσει πώς»

2001

[The School Among the Ruins, The School Among the Ruins, 2004]