Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 4

Φίλιπ Μάρλοου : Το κορίτσι συν 25 δολλάρια την ημέρα - Χαρ. Γιαννακόπουλος

1. Μουσκεμένος ως το κόκαλο

Άλλη μια ώρα πέρασε έτσι, ξεπαγιασμένος από το κρύο
και δεύτερη νύχτα άυπνος, μες στ’ αυτοκίνητο,
να σκέφτομαι το κορίτσι που εξαφανίστηκε,
το ξέστρωτο κρεβάτι με τις παρατημένες κάλτσες της,
ζεστές ακόμη από το άγγιγμα των μηρών της,
και τον νεκρό να πρήζεται κουλουριασμένος
μες στη μισογεμάτη μπανιέρα.

Σχεδόν τον ζήλευα την ώρα εκείνη που βγήκα
στη βροχή για να δηλητηριάσω όσο μυαλό
μού απόμενε ακόμα – πετάχτηκα στην απέναντι κάβα,
με τον νου μου διαρκώς στη δρύινη πόρτα
που δυο μέρες τώρα δοκιμάζει την αντοχή μου,
και πήρα δυο πακέτα τσιγάρα,
ένα μπουκάλι από το πιο φτηνό χύμα ουίσκι
και μια σακούλα με ξερά δαμάσκηνα.

Τίναξα τα νερά απ’ την καπαρντίνα μου
και τρύπωσα πάλι στο κάθισμά μου, μουσκεμένος
ως το κόκαλο• ήπια μια γερή γουλιά απ’ το μπουκάλι
κι ύστερα άλλη μία – το ουίσκι είχε τη γεύση
βρόμικης πετσέτας υδραυλικού, άναψα
το τελευταίο τσιγάρο από το παλιό μου πακέτο
και, τις επόμενες τρεις ώρες, δεν έκανα τίποτα διαφορετικό.

Τότε πια βγήκα στον ψυχρό αέρα
που μετά τη βροχή με πάγωσε ως το κόκαλο
και προχώρησα με αργά βήματα προς τη δρύινη πόρτα.
Έσβησα το τσιγάρο και άπλωσα το χέρι μου στο ρόπτρο:
ήταν το πόδι ενός λιονταριού που στα νύχια του
κρατούσε μια κάρτα, σχεδόν λιωμένη από την υγρασία – κάτι
ήταν γραμμένο πάνω της κι έσκυψα να το διαβάσω.

Ήταν η δική μου κάρτα, έγραφε τ’ όνομά μου,
το επάγγελμά μου κι από κάτω κάποιος,
με το μολύβι του, είχε προσθέσει τη λέξη: νεκρός.

2. Αργά η γρήγορα θα σηκωνόμουν

Ποιος είναι; η φωνή ήταν ανήσυχη
και φοβισμένη και τρυφερή
σαν να ησύχαζε ένα μωρό που μισοξύπνησε
ή ένα περίστροφο να ήταν κολλημένο στα πλευρά της.
Γι’ αλλαγή και γιατί δεν μπόρεσα να σκεφτώ
τίποτα καλύτερο, είπα το αληθινό μου όνομα
προσθέτοντας μόνο ένα κύριος από μπροστά.
Η πόρτα μισάνοιξε – πρόλαβα να δω
τα μάτια της, πράσινα
όσο τα σκοτεινά δάση που τριγυρίζουνε την κόλαση
και τον λαιμό της να αστράφτει λευκός
όσο το φως του ήλιου επάνω στις βιτρίνες.

Το δυνατό χτύπημα πίσω απ’ τ’ αριστερό μου αφτί
και το αίμα που πλημμύρισε την όρασή μου
ήταν ελάχιστο τίμημα για τη βουβή κραυγή
και το βαθύ σκοτείνιασμα
που διέκρινα στις κόρες των ματιών της.

Μπορούσα ήδη να φανταστώ τη συνέχεια:
αργά ή γρήγορα θα σηκωνόμουν απ’ το πάτωμα
και θα κέρδιζα το κορίτσι συν 25 δολάρια την ημέρα,
όπως γίνεται συνήθως, θα την ερωτευόμουν
βίαια και με απελπισία, για λίγο
θα δοκίμαζα τη γεύση του φόβου στα χείλη της
και την ψυχρή υγρασία του φιλιού της

για να γυρίσω, στο τέλος, ξημερώματα
στο ενάμισι δωμάτιό μου
με το τελευταίο τσιγάρο μου στα ματωμένα χείλη,
δυο μπουκάλια ουίσκι τυλιγμένα σε χαρτοσακούλα
και τις πρωινές εφημερίδες κάτω απ’ τη μασχάλη,
αξύριστος.

Ώσπου κάποια μέρα, γι’ αλλαγή, δεν θα γυρίσω.

3. Το δωμάτιο δεν ήταν άδειο απόψε

Ξεκλείδωσα με δυσκολία την πόρτα και την έσπρωξα
με τον ώμο για ν’ ανοίξει, τα χείλη μου
είναι πρησμένα και τα μάτια μου κόκκινα
και χωμένα βαθιά μέσα στις κόγχες τους,
τα δάχτυλά μου θα ‘ναι για μέρες ακόμη αχρηστεμένα,
η καπαρντίνα μου για πέταμα, το καπέλο μου για πέταμα,
η ζωή μου για πέταμα, το δωμάτιό μου άδειο. 

Άναψα το φως, κλείδωσα πίσω μου
κι ακούμπησα το μέτωπό μου στον τοίχο
μορφάζοντας απ’ τον πόνο• ύστερα στράφηκα
και κοίταξα μέσα: κανείς δεν με περίμενε
κρυμμένος στο σκοτάδι, κανείς
δεν μ’ απειλούσε κρατώντας το περίστροφό του,
καμιά ξανθιά δεν κρυβόταν γυμνή κάτω από τις κουβέρτες,

το δωμάτιο όμως δεν ήταν άδειο απόψε.

Πάνω στο στρογγυλό τραπεζάκι, μπροστά στον καναπέ,
τα λευκά και τα μαύρα πιόνια ήταν στημένα
και δίπλα στη σκακιέρα το τασάκι μου, καθαρό•
ο Καπαμπλάνκα είχε κάνει κιόλας την πρώτη του
κίνηση και περίμενε τη δική μου (είχε τα λευκά απόψε),
μισό μπουκάλι ουίσκι κρυβόταν στο κάτω ντουλάπι της κουζίνας,

κρατήθηκα όμως λίγο ακόμα. Ήπια δυο ποτήρια κρύο νερό,
μπήκα να κάνω ένα ντους, φόρεσα πιζάμες
και κοίταξα άλλη μια φορά γύρω μου:
στο κομοδίνο ταλαιπωρημένος και βρόμικος
ένας τόμος του Σαίξπηρ κι ένα μολύβι (γι’ αύριο ίσως),
το κολτ μου χωμένο ανάμεσα στα μαξιλάρια του καναπέ,
οι κουρτίνες τραβηγμένες κλείνουν τη νύχτα απ’ έξω,
το τηλέφωνο ακουμπισμένο στο πάτωμα
δίπλα στο κρεβάτι, δεν πρόκειται όμως να χτυπήσει απόψε,
μια τρομπέτα απ’ το ραδιόφωνο μόλις που ακούγεται,
το φως της κουζίνας είναι αναμμένο – μπήκα μέσα,

έβαλα στο ποτήρι μου το πρώτο ουίσκι της βραδιάς,
άναψα ένα τσιγάρο και χαμογέλασα
προς τη μεριά του Καπαμπλάνκα.

Εκείνος δεν μου ανταπέδωσε το χαμόγελο.

Ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος είναι εκπαιδευτικός. Επίσης συγγραφέας και μεταφραστής. Έχει εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων : "Μικρά Ικαρία" (Ηλέκτρα, 2005).