Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 4

Τέσσερις γυναίκες συγγραφείς και μία γυναικεία περσόνα

της Ευτυχίας Παναγιώτου

panayotou_1.jpgΑνν Ένραιτ, Η συγκέντρωση, μετάφραση Αύγουστος Κορτώ, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2007

Όμως έχω διασαλεύσει τη γαλήνη των νεκρών. Παραμονεύουν τώρα στην πόρτα της κάμαρας, όπως όταν ήμουν παιδάκι· κρύβονται πίσω από την ίδια την πόρτα. Η ιστορία τους βρίσκεται εδώ…

Η Βερόνικα χάνει τον αυτόχειρα αλκοολικό αδελφό της Λίαμ στα τριάντα εννέα της χρόνια, μα το μυαλό της ταξιδεύει τριάντα χρόνια πίσω, κατά την προσπάθειά της να θυμηθεί κάτι τραγικό που του είχε συμβεί τότε. Κάτι σχετικό με «σαρκικό έγκλημα» και πάνω στο οποίο στηρίζεται ο θάνατος του Λίαμ αλλά και η κατάντια της οικογένειάς της, αποτελούμενης από δώδεκα μισότρελα αδέρφια (και επτά αποβολές) και μιας νεκροζώντανης χήρας. Η μεγάλη οικογένεια Χέγκαρτυ ανήκει στη μικροαστική Ιρλανδία του 20ού αιώνα και μέσα της κρύβει μυστικά που η Βερόνικα ξεθάβει σταδιακά και περιγράφει σε κλιμακωτή ένταση. Όσο πλησιάζει στην αλήθεια, τόσο πιο σκληρό αναδύεται το παρελθόν της. Μέσα από την ενδελεχή αναζήτηση της ιστορίας της οικογένειάς της, που ξεκινά από τη δεκαετία του 1920, με τη ζωή της γιαγιάς Έιντα και τις ερωτικές της επιλογές, και μέσα από τη βίαιη έξαρση των συναισθημάτων της που φτάνουν στα όρια της ύβρης, η Βερόνικα ανακαλύπτει μια νέα ζωή, καθοριστική για το μέλλον του γάμου και της οικογένειάς της.
Ο αναγνώστης παρακολουθεί μια αξιοθαύμαστη ανάσταση νεκρών, στους οποίους αποδίδονται κίνητρα και προθέσεις, μια γλαφυρή περιγραφή της εποχής του μεσοπολέμου, καθώς και μια κατανόηση της θεοσεβούμενης κοινωνίας της Ιρλανδίας. Η Ανν Ένραϊτ με αυτό το βιβλίο αποδεικνύει πως η δύναμη του λόγου μπορεί να γίνει ένας ύμνος στη δύναμη της μνήμης, όταν αυτή γίνεται λύτρωση. Η συγκέντρωση πήρε το Μπούκερ το 2007.

panayotou_2.jpgΤζάνετ Γουίντερσον, Πες μου μια ιστορία, μετάφραση Αργυρώ Μαντόγλου, εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα 2007

Πίου, πες μου μια ιστορία.

Τι είδους ιστορία, παιδί μου;
Μια ιστορία με ευτυχισμένο τέλος.
Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα σε όλο τον κόσμο.
Δεν υπάρχει ευτυχισμένο τέλος;
Δεν υπάρχει τέλος.

Τι γίνεται σαν ένα δεκάχρονο ορφανό κορίτσι έχει μοναδικό συγγενή της έναν σκύλο και μοναδική της κληρονομιά τις ιστορίες ενός γερο-φαροφύλακα; Πότε ξεκινά η ζωή της και ποτέ τελειώνει όταν μαθαίνει να σκέφτεται τα πάντα ως μυθιστορία; Και ποιοι είναι όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που έρχονται από το βάθος των αιώνων για να αποκτήσουν σάρκα και οστά μέσα από τα γραπτά κείμενα αλλά και τις προφορικές διηγήσεις που η ίδια έχει ακούσει και που, μεγαλώνοντας, διηγείται αναπλάθοντας; Και το χειρότερο, πώς θα επιβιώσει ένα παιδί σαν ριχτεί στο χάος της πόλης και στην τετράγωνη λογική της κοινωνίας όταν κλέβει βιβλία, αφουγκράζεται πετούμενα και φαντάζεται τον κόσμο όπως θέλει; Το Πες μου μια ιστορία, με ηρωίδα τη μικρή Σίλβερ, μισή πολύτιμο μέταλλο και μισή ψεύτικο, είναι ένα τρυφερό ταξίδι από το παιδικό τραύμα στο θαύμα της ενηλικίωσης, ένα βιβλίο που στηρίζει τη μαγεία του στο γεγονός πως ακόμη και οι πολυεπίπεδοί του υπότιτλοι μπορούν να αποτελέσουν την απαρχή ή τη συνέχεια ενός μυθιστορήματος που θα γράφεται διά βίου. Κι αν με το τέλος της ανάγνωσης πεις μια δική σου ιστορία, τότε ο Έρωτας όχι μόνο επιβιώνει αλλά και μεσουρανεί. Ένας έρωτας που δεν έχει ούτε φύλο ούτε φυλή. 

panayotou_3.jpgΑλίνα Ρέγες, Το ημερολόγιο του άνθους μου, μετάφραση Άννα Δαμιανίδη, εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα 2008

Όταν οι γυναίκες θα ξέρουν να αυνανίζονται όσο και οι άνδρες, θα γράφουν εξίσου ωραία βιβλία

Πρόκειται για ένα ημερολόγιο τολμηρό καθότι ρεαλιστικά ερωτικό. Η Αλίγια Ρέγες εξομολογείται με απλότητα και καθαρότητα την τρυφερή σχέση της με το σώμα της και, πιο συγκεκριμένα, με το «άνθος» της, στην αρχή περιγράφοντας, με λεπτομέρειες που οι άντρες θα ζήλευαν, τεχνικές αυνανισμού, κατόπιν σκιαγραφώντας τις ερωτικές της περιπτύξεις σε διάφορα μέρη, διαφορετικές στάσεις και με ποικίλες εμπειρίες οργασμού με τους οκτώ «μίσχους» της, οκτώ αγάπες στις οποίες αναγνωρίζει ξεχωριστές αρετές. Παράλληλα εξομολογείται την πρώτη της ερωτική επαφή μέσα στο δάσος σε ηλικία δώδεκα χρόνων, δεν διστάζει να δηλώσει πως είχε νιώσει ερωτική έλξη για κοπέλες, εκμυστηρεύεται άφοβα τις φαντασιώσεις της και ασκεί εμμέσως κριτική σε κατηγορίες αντρών που την αφήνουν παντελώς αδιάφορη.
Μέσα στο ημερολόγιό της καθιστά σαφές πως σκοπός της ερωτικής πράξης είναι η ηδονή, την οποία αντιμετωπίζει ως παιχνίδι. Από ό,τι φαίνεται, η ελευθερία της αφορά τη συνουσία με άντρες που είναι σε θέση να εκτιμήσουν πραγματικά τη γυναικεία της φύση και με τους οποίους επανακτά κατά κάποιον τρόπο την αθωότητά της: «Το άνθος μου είναι δαίμονας, είναι ένα παλιοκόριτσο που με βάζει και τρέχω πίσω από τα αγόρια, να τα προσκαλώ να έρθουν να παλέψουμε μαζί στο κρεβάτι μου, όπως έκανα όταν ήμουν οκτώ χρονών — ουου, η τίγρη, όπως με φώναζαν τα αδέλφια μου, που δεν ήταν και τίποτα αγγελούδια!» (51)
Σε μια εποχή όπου η ερωτική πράξη μετατρέπεται σε ψυχαναγκασμό ή γίνεται αδιάφορα και μηχανικά, το ημερολόγιο αυτό μας υπενθυμίζει πως η ίδια η πράξη δεν αξίζει όταν άντρες και γυναίκες δεν έχουν καλή επαφή με το σώμα και τις επιθυμίες τους. Πως ο ερωτισμός σχετίζεται πριν από όλα με την τρυφερότητα και το χιούμορ.    

panayotou_5.jpgΑ.Λ. Κέννεντυ, Day, μετάφραση Δημήτρης Αθηνάκης, εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα 2008

Είσαι μια χαρά, ξέρεις. Μπορώ να δω μέσα σου πως είσαι μια χαρά

Ο Άλφρεντ Ντέι, εν έτει 1949, επιστρέφει στον πόλεμο εθελούσια, αυτή τη φορά ως κομπάρσος σε πολεμική ταινία, μια εμπειρία που του ξυπνά άγριες μνήμες από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου ήταν πυροβολητής και είχε αιχμαλωτιστεί, βασανιστεί και υπάρξει αυτόπτης μάρτυρας του θανάτου των συντρόφων του, μα και της βαναυσότητας και του παραλογισμού της απρόσωπης απανθρωπιάς. Ο πόλεμος για τον Άλφρεντ αποτελεί όντως παραδόξως καταφύγιο, γι’ αυτό και επιστρέφει με όλο του το διασαλευμένο πια Είναι σε αυτόν• θέλει, παρά το τίμημα, να ξαναζήσει δύο από τις πιο συνταρακτικές και σπάνιες αξίες της ζωής, τη φιλία και τον έρωτα, που μπορεί να τον είχαν σημαδέψει, ωστόσο αποδείχτηκαν ανίκανες συνολικά να υπερνικήσουν και να επιβληθούν με κάποιον τρόπο στα ανθρώπινα ένστικτα. Μέσα στο φιλειρηνικό Day καθίσταται φανερό πως απαιτούν μεγαλύτερο θάρρος και διαύγεια από ό,τι η ευκολία της εκδίκησης ή η αναγκαιότητα της αυτοάμυνας.
Ο συμπαθής μα αδύναμος Άλφρεντ, ένα από τα πολλά θύματα της ωμής πραγματικότητας, διεκδίκησε το όνειρο της προσωπικής του αξιοσύνης μέσα από αμφίβολες ατραπούς: την κατάταξη στη Βρετανική Αεροπορία και τη δολοφονία του πατέρα του, του οποίου η βιαιότητα στοίχισε το θάνατο της μητέρας του και τον ψυχολογικό ευνουχισμό του. Σε μια άκρως παραληρηματική αφήγηση που εναντιώνεται στον συμβατικό χρόνο, φορτισμένη περισσότερο με ερωτήματα για τη ζωή από ό,τι με απαντήσεις, ο Άλφρεντ πασχίζει να συμφιλιώσει μέσα του, συγχωνεύοντας ποικίλες στιγμές-στιγμιότυπα, τις τρεις διαστάσεις της συνείδησής του• αναζητά την ειρήνη. Ωστόσο, όχι μόνο ο εαυτός του αλλά και τα γεγονότα επιβεβαιώνουν πως ο πόλεμος κρύβει μέσα του πολλούς πολέμους.
Η Κέννεντυ, πλάθοντας ένα ενδιαφέρον alter ego να συνοδεύει τον ήρωά της Άλφρεντ, ονόματι Άιβορ, αφήνει να αιωρείται και μία άλλη, πιο φωτεινή όψη της ζωής. Το ενδεχόμενο μιας χαρμόσυνης ανατροπής που στηρίζεται στα περιθώρια επιλογής. Τι θα γινόταν αν ο Άλφρεντ διεκδικούσε τον απόλυτο λόγο να ζει, τη γυναίκα με το συμβολικό όνομα Τζόις (χαρά); Θα ξημέρωνε άραγε η ημέρα που θα γινόταν άξιος του ονόματός του («Day»);
Η Κέννεντυ αποδεικνύει πως το να κερδίζεις την αυτοεκτίμησή σου, μα και την ευτυχία, πηγάζει περισσότερο από μια διαδικασία εμβάθυνσης. Στο συγγραφικό πολεμικό πεδίο λοιπόν, η καταβύθισή της στον Αχέροντα μιας ανδρικής περσόνας είναι εντυπωσιακή, φέρνει μάλιστα στην επιφάνεια κάτι διόλου ασήμαντο• μα αυτό ανήκει στον όντως θαρραλέο αναγνώστη αυτού του βιβλίου-πρόκληση να το ανακαλύψει.     

panayotou_4.jpgΖιλ Λερουά, Ένα μπλουζ για τη Ζέλντα, μετάφραση Μαριλένα Κοραντζάνη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2008

Όχι δεν είμαι τρελή. Δεν επινοώ πράγματα. Μόνο τα ονοματίζω

Η Ζέλντα Σάιερ, η λαμπερή κόρη πλουσίων Μις Αλαμπάμα, η Κυρία Χ. του διάσημου συγγραφέα της δεκαετίας του 1920 Σκοτ Φιτζέραλντ, μια ασυμβίβαστη λάτρης του χορού και της αέναης κίνησης, δεν έμελλε να χορέψει τον περήφανο τσιγγάνικο χορό που μαρτυρεί το μυθιστορηματικό όνομά της. Πέρα από ένα σύντομο τρελό τζαζ συμβατό με τα γλέντια της Χαμένης Γενιάς στην οποία ανήκε, θα σύρει μακρόσυρτα τα πόδια της, από τη δεύτερη κιόλας δεκαετία της ζωής της, στους πονεμένους ήχους των μπλουζ.
Αυτή την πτυχή της ιστορίας του ζευγαριού επέλεξε ο Ζιλ Λερουά να παρουσιάσει. Σε αντίθεση με το βιβλίο της συμπατριώτισσάς του Ανιές Μισό που ενώ τιτλοφορείται στο πρωτότυπο «Zelda» (δικαιολογημένα στα ελληνικά, Ζέλντα- Σκοτ Φιτζέρανλτ, Μια σχέση πάθους, εκδόσεις Κέδρος, 2006) δίδει μια εξωτερική περισσότερο περιγραφή της ζωής του λαμπερού διδύμου και μάλιστα από τη σκοπιά της Σκότι, της κόρης τους, ο Λερουά επικεντρώνεται αποκλειστικά στον ψυχισμό της Ζέλντα, ασχέτως αν ο πρωτότυπος τίτλος του βιβλίου είναι «Alabama Song», παραπέμποντας όχι μόνο στη γενέτειρα της Ζέλντα αλλά στο ομότιτλο τραγούδι των Doors, οι στίχοι του οποίου συνοψίζουν υπαινικτικά αλλά κατάλληλα τη ζωή της: Oh, moon of Alabama We now must say goodbye We've lost our good old mama And must have whisky, oh, you know why.
Σύμφωνα με τη «μυθιστορηματική βιογραφία» του, όπως την αποκαλεί, η Ζέλντα ήθελε απλώς να χειραφετηθεί. Εγκατέλειψε τη σκιά του μητρικού της προτύπου, τη συμβιβασμένη της μητέρα που την καλομάθαινε, για να καταλήξει ωστόσο σε ένα άλλο είδος φυλακής, στην αγκαλιά του πότη και φιλόδοξου και ίσως μισογύνη Σκοτ Φιτζέραλντ. Από αγρίμι μετατράπηκε σε σκιά, έγινε μια μούσα και τίποτα άλλο. Ήταν λοιπόν η προδομένη της ιστορίας, ο Σκοτ Φιτζέραλντ παρουσιάζεται στο βιβλίο με βεβαρημένο προφίλ: η εξάρτησή του από το ποτό τον ωθούσε στο να ζητά από τη Ζέλντα να φλερτάρει με λαθρεμπόρους οινοπνευματωδών για φτηνό κρασί, κι όλα αυτά παρά την παθολογική του σχεδόν ζήλια. Δεν ήθελε τη Ζέλντα να ασχοληθεί με τη συγγραφή, γιατί επρόκειτο για δικό του καθεστώς και, όταν ανακάλυψε τα ημερολόγιά της, έκλεβε αποσπάσματα για να πλάσει τους γυναικείους χαρακτήρες των βιβλίων του. Συνυπέγραψε το πρώτο της βιβλίο και υπέγραψε το δεύτερο όταν η Ζέλντα ήταν αδύναμη να αντιδράσει με τη δικαιολογία ότι έτσι θα έπαιρναν περισσότερα χρήματα. Όλα είχαν ξεκινήσει όταν την κλείδωσε μια για πάντα στο σπίτι ως τιμωρία που ερωτεύτηκε έναν Γάλλο πιλότο ο οποίος μια μέρα εξαφανίστηκε «μυστηριωδώς» και ο οποίος, σύμφωνα με το βιβλίο, ενσάρκωνε για τη Ζέλντα, για πρώτη φορά στη ζωής της ίσως, τον απόλυτο έρωτα. Παράλληλα ο Σκοτ έστρεφε την κόρη τους εναντίον της και, όταν η Ζέλντα κατέρρευσε, δεν την επισκεπτόταν στα ψυχιατρεία όπου νοσηλευόταν παρά μόνο έστελνε χρήματα από απόσταση ασφαλείας.
Η Ζέλντα αντιθέτως αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερη τρυφερότητα. Τα φλερτ της κατά τη διάρκεια του γάμου της δεν τονίζονται ιδιαίτερα, οι σχιζοειδείς «ψευδαισθήσεις» της τίθενται εμμέσως υπό αμφισβήτηση με αξιοπρόσεκτη εντιμότητα και η ερωτική επιθυμία της καταποντίζεται από τις ομοφυλοφιλικές τάσεις του Σκοτ ή την αδιαφορία του τη στιγμή που δεν γίνεται καμία αναφορά στις ομοφυλοφιλικές τάσεις της Ζέλντα, που διαβάζουμε αλλού. Η σχέση του ζευγαριού περιγράφεται περισσότερο ως αδερφική από ό,τι ερωτική. Ως συμμαχία ή συμφωνία περισσότερο ανάμεσα σε δυο ανθρώπους όμοιους ή όμοια πληγωμένους.
Ο Ζιλ Λερουά αναπλάθει έναν γυναικείο μύθο παρουσιάζοντας τη Ζέλντα ως μια γυναίκα που όσο πιο μεγάλες ευαισθησίες είχε άλλο τόσο τις έκρυβε, μια καλλιτεχνική φύση αυθεντική εφόσον από το χορό στράφηκε στη συγγραφή και αποκεί στη ζωγραφική και ξανά στη συγγραφή και, μάλιστα, δίχως ιδιαίτερες φιλοδοξίες. Μια κυρία απόλυτα χαρισματική μα αδίκως παρεξηγημένη. Ένα σύμβολο της ελευθερίας που έπρεπε να παλέψει πολύ, τόσο για να τη συνειδητοποιήσει κι άλλο τόσο για να την κατακτήσει, σε μια εποχή όπου οι κοινωνικές τάξεις και οι ρόλοι ήταν σχεδόν επιβεβλημένοι. Μια γυναίκα που, για να το πούμε σαφώς, δεν ήταν απλώς η-γυναίκα-του-Σκοτ-Φιτζέραλντ, μολονότι αυτό ήταν κάτι που δεν κατάφερε ποτέ μάλλον να «αποδείξει».

Σημειωτέον: 1. Ένας Γάλλος μεταπλάθει έναν αμερικανικό μύθο. 2. Ένας άντρας μπαίνει στον ψυχισμό μιας γυναίκας γράφοντας σε πρώτο πρόσωπο. 3. Ένας συγγραφέας επιλέγει να γράψει για μια ελάσσονα προσωπικότητα της ιστορίας της λογοτεχνίας.